Η εκλογική άνοδος της Ανυπότακτης Γαλλίας και ορισμένα πρακτικά συμπεράσματα για την Ελλάδα

3634
Ανυπότακτης Γαλλίας

Α. Η εκλογική άνοδος της Ανυπότακτης Γαλλίας.

Η μεγάλη εκλογική άνοδος της Ανυπότακτης Γαλλίας υπό τον Ζαν Λυκ Μελανσόν στον πρώτο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών, την 23η Απριλίου, που την έφερε στην τέταρτη θέση με 20% των ψήφων περίπου, αντιμετωπίστηκε με ενθουσιασμό από μέρος της ελληνικής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Ειδικότερα η ΛΑΕ, που είχε ήδη προχωρήσει σε μια ―εύστοχη από την άποψη της τακτικής― στήριξη της προεκλογικής εκστρατείας των Ανυπότακτων, φιλοξένησε στην Ίσκρα πολύ θετικές εκτιμήσεις για το εκλογικό επίτευγμα και το πρόγραμμά τους. Έτσι, στη βάση μιας σχηματικής συνόψισης ορισμένων σημαντικών σημείων του τωρινού προγράμματος της Ανυπότακτης Γαλλίας1, υποστηρίχθηκε πως αυτό είναι σχεδόν το πλέον ριζοσπαστικό2. Ακόμα η Ίσκρα υπεράσπισε την ―ορθή― αρχική επιλογή του Μελανσόν να μη δώσει «γραμμή» υπερψήφισης ενός από τους δύο προεδρικούς υποψηφίους του δεύτερου γύρου˙ η Ίσκρα θεώρησε ότι η πρόταση Μελανσόν προς τα μέλη και τους ψηφοφόρους του κινήματος για ψήφο κατά συνείδηση πήγαζε από την υποδειγματική δημοκρατικότητα της Ανυπότακτης Γαλλίας.

Καταλαβαίνω πως όλοι μας, μετά από τα καταστροφικά για την κοινωνία μας αποτελέσματα, αλλά και μετά την απογοήτευση στους ευρωπαίους μισθωτούς, που έφερε η “πρώτη φορά αριστερά” στην Ελλάδα, θέλουμε να μάθουμε κάποιο καλό νέο για να αποκτήσουμε περισσότερο κουράγιο κι’ αυτοπεποίθηση. Όμως πρέπει να κρίνουμε ό,τι θεωρούμε ως καλό νέο αντικειμενικά, δηλαδή συγκρίνοντας μια σειρά γεγονότων με μια άλλη, για να μην εξιδανικεύσουμε ανθρώπους, πολιτικές και καταστάσεις.

   Εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε μια πλήρη συζήτηση, αλλά να εντάξουμε τον προεκλογικό αγώνα της Ανυπότακτης Γαλλίας στο πλαίσιό του και να προχωρήσουμε μόνο σε ορισμένες παρατηρήσεις.

1) Το πρόγραμμα των Ανυπότακτων αποτελεί «ανάπτυξη και επικαιροποίηση» του προγράμματος «που είχε ο Μελανσόν ως υποψήφιος το 2012»3. Τότε βέβαια ο Μελανσόν ήταν υποψήφιος του Μετώπου της Αριστεράς ενώ τώρα της Ανυπότακτης Γαλλίας. Η νέα ονομασία αποτελεί μετακίνηση από την αναφορά σε έναν πολιτικό χώρο σε μια αναφορά στην κοινωνική και εθνική αντίσταση, και αποτελεί μέρος μιας προσπάθειας των Ανυπότακτων υπό τον Μελανσόν να ανανεώσουν και να ανασυνθέσουν τη γαλλική αριστερά, μέσα από τον διάλογο με την αριστερή εκδοχή των υποστηρικτών της αρχής της (εθνικής και ρεπουμπλικανικής) κυριαρχίας (souverainistes – «κυριαρχιστών»), όπως είναι οι σοσιαλιστές Ζαν Πιερ Σεβενεμάν, Μπενουά Αμόν και Αρνώ Μοντεμπούρ.

Ο Σεβενεμάν είχε επιδιώξει τα αμέσως προηγούμενα χρόνια την ένωση των δεξιών και αριστερών ρεπουμπλικανών πολιτικών της εθνικής «κυριαρχίας», ώστε να απομονωνόταν η εκδοχή της κυριαρχίας του Εθνικού Μετώπου υπό τη Μαρίν Λε Πεν. Σημαντικοί οικονομολόγοι που τάσσονται υπέρ της εξόδου της Γαλλίας από το ευρώ, όπως ο Ζακ Σαπίρ, είχαν επιχειρηματολογήσει υπέρ μιας τέτοιας ένωσης οπαδών της «κυριαρχίας». Ο Μελανσόν είχε διαφωνήσει με τον τρόπο υλοποίησης αυτής της στρατηγικής, λέγοντας ότι άφηνε δυστυχώς ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με τη Λε Πεν. Πάντως η επιλογή του δεξιού και γκωλλικού οπαδού της εθνικής «κυριαρχίας» Νικολά Ντυπόν Αινιάν να είναι υποψήφιος πρωθυπουργός της Λε Πεν στον β´ γύρο των προεδρικών εκλογών, έχει αφήσει ανοικτή μόνο την εκδοχή της σύνδεσης με τους αριστερούς πολιτικούς υπερασπιστές της αρχής της κυριαρχίας, οι οποίοι προβάλλουν και το μέτρο της προτίμησης της γαλλικής βιομηχανίας στις κρατικές παραγγελίες (προεδρικό πρόγραμμα σοσιαλιστών υπό τον Αμόν, πρόγραμμα Μοντεμπούρ στις πρωτοβάθμιες εκλογές των υποψηφίων του Σοσιαλιστικού Κόμματος για την Προεδρία).

Ο Φρανσουά Ολάντ και το σοσιαλιστικό κόμμα είχαν υποσχεθεί προεκλογικά το 2012, ότι θα αγωνίζονταν να ανατρέψουν την ολοένα και μεγαλύτερη επικράτηση των συμφερόντων του χρηματοπιστωτικού τομέα σε βάρος της γαλλικής κοινωνίας. Το πρόγραμμα του Μετώπου της Αριστεράς υπό τον Μελανσόν του 2012 είχε κινηθεί στην ίδια κατεύθυνση, αλλά πιο ριζοσπαστικά και με καθοριστική την παρουσία των αιτημάτων της οικολογίας και της εξόδου από το ΝΑΤΟ. Όμως ο πρόεδρος Ολάντ και το σοσιαλιστικό κόμμα εγκατέλειψαν τις δεσμεύσεις τους με αποτέλεσμα την παραίτηση του Αμόν και του Μοντεμπούρ από τις υπουργικές τους θέσεις. Ακόμα, ο Ολάντ αναμείχθηκε ενεργά και καθοριστικά στην προετοιμασία της λύσης Μακρόν και, μαζί με τον πρωθυπουργό του Μανουέλ Βαλς ―που δεν σεβάστηκε την απόφαση των σοσιαλιστών ψηφοφόρων κατά την πρωτοβάθμια εκλογή του προεδρικού υποψηφίου του κόμματος να τον απορρίψουν― υποστήριξαν τον Μακρόν και όχι τον υποψήφιο του κόμματός τους. Μάλιστα το πρόγραμμα που συνέταξε το σοσιαλιστικό κόμμα μετά τον β´ γύρο των προεδρικών εκλογών για τις βουλευτικές του 2017 συνιστά τυπικά συμβιβασμό του προεδρικού προγράμματος του Αμόν με το αντίστοιχο του Μακρόν, όμως με τρόπο ώστε τα κύρια σημεία της οικονομικής πολιτικής αλλά και το συνολικό τελικό αποτέλεσμα να είναι ουσιαστικά συμβατά με το πρόγραμμα του προέδρου Μακρόν4. Συμπερασματικά, η προσπάθεια της Ανυπότακτης Γαλλίας υπό τον Μελανσόν για ανανέωση, ανασύνθεση και διεύρυνση της γαλλικής αριστεράς, πρέπει να κατανοηθεί σε σχέση με τον πολιτικό χώρο και το ιδεολογικό κενό που αφήνει η εγκατάλειψη από τον Ολάντ, την κυβέρνησή του και το σοσιαλιστικό κόμμα των όποιων στοιχείων κοινωνικής και εθνικής κυριαρχίας που τους είχαν απομείνει.

Ας περάσουμε τώρα σε επιμέρους παρατηρήσεις.

   2α) Ένας λόγος για την αρχική στάση του Μελανσόν να μην δώσει στους ψηφοφόρους καμία “γραμμή” για το ποιον από τους δυο υποψηφίους να επιλέξουν στον β´ γύρο, μπορεί να θεωρηθεί πως ήταν η στόχευση να μην κοπούν οι εκλογικές γέφυρες με τους ψηφοφόρους της Λε Πεν, εν όψει και των επικείμενων βουλευτικών εκλογών. Αυτό ήταν ως ένα βαθμό και το νόημα της επιλογής υπέρ της αποχής από το εσωτερικό δημοψήφισμα των Ανυπότακτων (περίπου το ένα τρίτο των μελών επέλεξε την αποχή). Διότι στη Γαλλία ήταν γνωστό ότι, στη βάση των εκλογικών δεδομένων του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών, η επιλογή της αποχής ευνοούσε εμμέσως την Λε Πεν (επειδή ένα μεγαλύτερο ποσοστό αποχής στον β´ γύρο, κατέβαζε το όριο των ψήφων που επαρκούσαν για την εκλογή προέδρου).  

Πράγματι, υπολογίζεται ότι 7%-11% των ψηφοφόρων του Μελανσόν ψήφισαν τη Λε Πεν στις 7 Μαϊου5, παρότι εν τω μεταξύ ο Μελανσόν είχε μιλήσει για μη ψήφο στη Λε Πεν. Ακόμα, πρέπει να σκεφτόμαστε ότι οι εργάτες που ψηφίζουν Εθνικό Μέτωπο-Λε Πεν δρουν κοινωνικά και πολιτικά με διαφορετικό τρόπο από αυτούς που ψηφίζουν Μελανσόν, καθώς δεν θεωρούν ότι ένα κοινωνικό κράτος που καλύπτει τους πάντες και λειτουργεί γραφειοκρατικά και απρόσωπα είναι η λύση στο εργασιακό και κοινωνικό (τους) πρόβλημα. Ως προς αυτό, ούτε ο Μελανσόν κατάφερε «να επαναπατρίσει την εργατική τάξη»: εδώ τα γεγονότα είναι αδυσώπητα, αφού η μόνη κοινωνική κατηγορία που, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ιπσος, έδωσε πλειοψηφία -και μάλιστα μεγάλη- στη Λε Πεν στον δεύτερο γύρο ήταν ακριβώς οι “εργάτες”6.

   2β) Ο ίδιος ο Μελανσόν, στο τακτικό του ημίωρο στο Γιου Τιουμπ, τις παραμονές του β’ γύρου, εξήγησε ότι είναι επικεφαλής ενός κινήματος (το παρομοίασε ως ένα βαθμό και με τα συνδικάτα) και όχι ενός κόμματος με πλειοψηφικές και μειοψηφικές τάσεις πάνω σε πολιτικές αποφάσεις και ιδεολογικές θέσεις. Γι’ αυτό, πρόσθεσε, άφησε να εκφραστούν όλοι με το εσωτερικό δημοψήφισμα δίχως να δώσει ο ίδιος γραμμή, ώστε οι διαφορετικές απόψεις πάνω στο θέμα της ψήφου υπέρ του Μακρόν να μην απειλούσαν την ενότητα του κινήματος και επομένως την αποτελεσματικότητά του στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές. Όπως και να κρίνει κανείς την πολιτική αποτελεσματικότητα αυτής της επιλογής, και παρότι βέβαια οι “Ανυπότακτοι” δεν στηρίζονται υπερβολικά σε συμφωνίες κορυφών ανάμεσα σε μεγαλύτερες (όπως το ΓΚΚ) ή μικρότερες πολιτικές οργανώσεις και ομάδες, ωστόσο δεν μπορούμε να πούμε πως συνιστούν ένα κόμμα με συλλογικές αποφάσεις πάνω στην ιδεολογία και την πολιτική, αλλά ένα κίνημα όπου υπερέχει ο ηγέτης, δηλαδή ο Μελανσόν7. Μπορεί να θεωρηθεί ότι σε περίπτωση που ο ίδιος αναδεικνυόταν τώρα πρόεδρος με τις υφιστάμενες υπερεξουσίες, θα ήταν πολλές οι πιθανότητες να αποφασίσει ο ίδιος και όχι το κίνημα για το θέμα της ΕΕ και του Ευρώ. Και δεν είναι βέβαιο τι θα αποφάσιζε.

   3) Το πρόγραμμα του “Μετώπου της Αριστεράς” και του Μελανσόν στις προεδρικές εκλογές του 2012 καταγόταν από τους αγώνες της γαλλικής «αριστεράς της αριστεράς» εναντίον της συνθήκης της Λισαβόνας. Οι αγώνες αυτοί είχαν συνεισφέρει στην απόρριψη της συνθήκης από το δημοψήφισμα του 2005. Ωστόσο, το Όχι εκείνο έγινε Ναι από το κοινοβούλιο υπό τον πρόεδρο Σαρκοζύ. Ήταν φυσικό λοιπόν το «Μέτωπο της Αριστεράς» να καταγγέλλει τη (μη) νομιμότητα της συνθήκης, καθώς και το σύμφωνο σταθερότητας (λιτότητας, εργασιακής υποτίμησης και ανασφάλειας) που αυτή περιείχε, ζητώντας να λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όχι μόνο αντιπληθωριστικά, αλλά και με τρόπο που να μπορεί να χρηματοδοτήσει ταμείο με αναπτυξιακούς και κοινωνικούς στόχους. Ακόμα ο Μελανσόν απαιτούσε την εισαγωγή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίου, για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, της μετεγκατάστασης επιχειρήσεων στο εξωτερικό κλπ. Τέλος στόχευε στην εισαγωγή επιμέρους μέτρων εναρμόνισης της φορολογίας των επιχειρήσεων και των συστημάτων κοινωνικής προστασίας των κρατών μελών της Ένωσης. Κοντολογίς, το Μέτωπο της Αριστεράς υποστήριζε το μπόλιασμα της ΕΕ και της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης με πολιτικές και θεσμικά εργαλεία, ώστε η νεοφιλελεύθερη ΕΕ και η ευρωζώνη να αναπτυχθεί στο εξής ως «κοινωνική Ευρώπη». Όλα αυτά, έλεγαν, μπορεί να τα πετύχει η Γαλλία «ως ιδρυτική χώρα της ευρωπαϊκής Ένωσης (…), αν συνενώσει τη δράση της ως κυρίαρχο κράτος και τη μάχη της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης», ώστε να μην απομονωθεί αλλά να ενισχυθεί στην Ευρώπη, σε βάρος της τωρινής κυριαρχίας του υπερφιλελευθερισμού και του μονεταρισμού που εξακολουθούν από πολύν καιρό να προωθούν οι βρετανικές και γερμανικές κυβερνήσεις8.

Όλα αυτά τα σημεία, στα οποία δεν ήταν αντίθετη η πλειοψηφία των μελών των κομμάτων της ΕΕ που συμμετέχουν στο Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς, επαναλαμβάνονται και στο προεκλογικό πρόγραμμα της Ανυπότακτης Γαλλίας για το 2017. Απλώς η αναφορά στη συνθήκη της Λισαβόνας έχει αντικατασταθεί από μια γενικότερη αναφορά στις ευρωπαϊκές συνθήκες, ενώ η πρόταση της εισαγωγής ελέγχων κίνησης κεφαλαίων έχει συμπληρωθεί με τις λέξεις «και εμπορευμάτων»9 και αποτελεί ταυτόχρονα μέρος τόσο του Σχεδίου Α όσο και του Σχεδίου Β. Το πρόγραμμα όμως δεν εξηγεί γιατί τα ίδια αυτά σημεία που το 2012 πιστευόταν ότι θα προωθούνταν με την πολιτική αντιπαράθεση και ιδεολογική διαπαιδαγώγηση, ονομάζονται τώρα ―όταν μάλιστα το ένα από τα δυο σοβαρά εμπόδια στην υλοποίησή του, δηλαδή η αντίπαλη βρετανική κυβέρνηση, αποχωρεί από το πεδίο της μάχης― μέρος ενός Σχεδίου Α, που αν ως ένα βαθμό δεν γίνει αποδεκτό, τότε θα μπει σε εφαρμογή ένα Σχέδιο Β, ένα σχέδιο αποχώρησης από συνθήκες της ΕΕ.

Βεβαίως μπορεί να κάνει κάποιος εδώ εύλογες υποθέσεις: από το 2012 και έπειτα, μεσολάβησε η ελληνική συνθηκολόγηση του 2015… Αυτό αποτελεί αποκτημένη πείρα των στενών ή και ασφυκτικών ορίων μέσα στα οποία κινείται κανείς αν αγωνιστεί για να αλλάξει σημαντικές συνθήκες, θεσμούς και πολιτικές της ΕΕ μέσω διαπραγματεύσεων. Όμως πριν προχωρήσουμε σε εύλογες υποθέσεις για τη βαρύτητα που είχε αυτή η πείρα στην προσθήκη από τους συντάκτες του προγράμματος του Μελανσόν ενός Σχεδίου Β10, θα ήταν ορθότερο να εντοπίσουμε στο οικονομικό τμήμα του προγράμματος σημεία που δεν υπήρχαν στο αντίστοιχο κείμενο του 2012˙ η ανάλυσή τους μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πιο συγκεκριμένα τις αιτίες της εισαγωγής του Σχεδίου Β.

Καταρχάς, το Σχέδιο Β περιλαμβάνει για πρώτη φορά πρόβλεψη για «διακοπή της συνεισφοράς της Γαλλίας στον προϋπολογισμό της ΕΕ (22 δις ευρώ/έτος εκ των οποίων 7 δις καθαρή συνεισφορά)». Η εν λόγω πρόνοια θα μπορούσε να παραπέμπει στο αντίστοιχο επιχείρημα των βρετανών οπαδών της εξόδου από την ΕΕ και του δημοσιονομικού χώρου που αυτή θα δημιουργούσε για τη χώρα τους. Καινοτομίες αποτελούν επίσης το εξής σημείο του Σχεδίου Α: «Να υποτιμηθεί το ευρώ για να επανέλθει στην αρχική ισοτιμία με το δολάριο», και το ακόλουθο σημείο του Σχεδίου Β: «Επίταξη της Τράπεζας της Γαλλίας (…) και για τη θεώρηση ενός εναλλακτικού νομισματικού συστήματος»11. Από αυτά μπορούμε να εξάγουμε πως από το 2012 ως σήμερα έγινε αντιληπτό ότι η νομισματική πολιτική και ειδικά η υψηλή ισοτιμία του νομίσματος, δηλαδή η αδυναμία μεταβολής της διεθνούς ισοτιμίας του από εθνικές αρχές οικονομικής πολιτικής, δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα στη γαλλική οικονομία και σε άλλες οικονομίες της ευρωζώνης, το οποίο δεν μπορεί να λυθεί με την υφιστάμενη συγκρότηση και με το δεδομένο καθεστώς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ούτε και με το ενιαίο νόμισμα (πίσω από το οποίο γνωρίζουμε ότι βρίσκεται κυρίως η Γερμανία). Το μόνο ρητά νέο σημείο του τμήματος του προγράμματος των Ανυπότακτων του Μελανσόν που αφορά την ΕΕ και που οδηγεί στο Σχέδιο Β βρίσκεται λοιπόν σε αυτές ακριβώς τις προτάσεις.

Ωστόσο, το πρόγραμμα της “Ανυπότακτης Γαλλίας” ―που αποτελεί «ανάπτυξη και επικαιροποίηση» του προγράμματος του 2012― εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα αλλά και ασάφεια σε κρίσιμα ζητήματα, όπως το ποιες ακριβώς συνθήκες της ΕΕ στοχεύει να αναδιαπραγματευτεί και το αν η απαραίτητη προετοιμασία για την εφαρμογή του Σχεδίου Β θα ξεκινήσει ήδη από την αρχή της διακυβέρνησης υπό τον Μελανσόν12. Γι’ αυτό και στην προεκλογική του εκστρατεία, δίπλα σε φράσεις όπως «ή αλλάζουμε τις συνθήκες (ενν. της ΕΕ) ή φεύγουμε», συναντούμε προτάσεις για τη χρηματοδότηση των μέτρων αναδιανομής εισοδήματος από την αναδιαπραγμάτευση και τον περιορισμό του γαλλικού δημόσιου χρέους, μα και καταγγελίες για τον «κλέφτη», ως υπεύθυνο της φοροδιαφυγής στο Λουξεμβούργο, Γιουνκέρ. Βρίσκουμε επίσης την έκφραση της πεποίθησης ότι η σταθερή και αποφασιστική επιδίωξη του Σχεδίου Α από τον Μελανσόν θα ευοδωθεί, εξαιτίας ακριβώς της επικρεμάμενης απειλής του Σχεδίου Β…

Οι διαφορές στο θέμα της ΕΕ και του ευρώ, δεν μπορούσαν παρά να επιφέρουν θετικές αλλαγές και στη θεματική της οικονομικής μετανάστευσης, με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί ο Μελανσόν από την εκπρόσωπο του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος Τζιουντισελλί (σε συνέντευξή της στην ΕφΣυν που αναδημοσίευσε η Ίσκρα), ότι καλεί τους μετανάστες να μείνουν στη χώρα τους. Αρκεί να συγκρίνει κανείς το τμήμα του προγράμματος του 2012 που αναφέρεται στη μετανάστευση με το αντίστοιχο τμήμα του 2017, για να δει τις χτυπητές διαφορές στην ουσία και στον τόνο του κειμένου.

Σημεία που αναφέρονται στο δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης εργατικού δυναμικού από χώρες εκτός ΕΕ στην ΕΕ, καθώς και η πρόβλεψη παραχώρησης δικαιώματος ψήφου στις τοπικές γαλλικές εκλογές και σε αυτούς τους οικονομικούς μετανάστες υπάρχουν επίσης στο πρόγραμμα του 2017 και αποτελούν μέρος των αντιφάσεών του. Πραγματικά, το πρόγραμμα διακηρύσσει τη δέσμευσή του και σε ένα Σχέδιο Β, αλλά δεν συνειδητοποιεί ότι η έξοδος της Γαλλίας από το ευρώ θα την κάνει λιγότερο ελκυστικό προορισμό για μέρος της οικονομικής μετανάστευσης που προέρχεται τόσο μέσα από την ΕΕ όσο και έξω από αυτή και που κίνητρό της είναι η αμοιβή σε σκληρό νόμισμα ή συνάλλαγμα. Ακόμα, οι Ανυπότακτοι ξεχνούν ότι το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης εργατικού δυναμικού μέσα στην ΕΕ αποτελεί μια από τις τέσσερεις θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης και πως πέφτουν σε αντίφαση όταν δηλώνουν ότι είναι αποφασισμένοι να φύγουν από την ΕΕ αν χρειαστεί, αλλά ταυτόχρονα δηλώνουν γενικά και αόριστα ότι θεωρούν θετικό το αποκτημένο δικαίωμα ψήφου των οικονομικών μεταναστών (από την ΕΕ) στη Γαλλία13.

   Οι αντιφάσεις των θέσεων για την ΕΕ και το Ευρώ και οι σύστοιχές τους αντιφάσεις για την οικονομική μετανάστευση, προκύπτουν με τη σειρά τους από την ίδια τη θεωρητική βάση του εξελισσόμενου μα ενιαίου προγράμματος, η οποία παραμένει η ίδια που έχει η πλειοψηφία της ευρωπαϊκής αριστεράς και που είχε και ο Σύριζα ως μέλος της, τουλάχιστον μέχρι και το 2015. Πρόκειται για την «ανθρωπιστική» αλλά αφηρημένη αντιπαράθεση της κοινωνίας (και της φύσης) στα κέρδη και για την ανάγκη αναδιανομής εισοδήματος. Ο Μελανσόν και οι “Ανυπότακτοι” εξακολουθούν να μην εκκινούν την ανάλυσή τους από την παραγωγή, από τη συγκρότηση μιας ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας στη βάση της παραγωγής, καθώς και από τις ανισότητες μεταξύ οικονομιών και κρατών (πχ. πουθενά στο πρόγραμμα δεν γράφεται κάτι για το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Γερμανίας έναντι της Γαλλίας με το πάγωμα των μισθών στην πρώτη)14. Οι τελευταίες αυτές ανισότητες εξακολουθούν να συγκαλύπτονται στο όνομα του ευρωπαϊσμού ή και της αγαπημένης (και των γαλλικών συνδικάτων), μα υπαρκτής όσο και η καλή νεράιδα “κοινωνικής Ευρώπης”.

   Με όλα αυτά δεν θέλω ν’ αμφισβητήσω πως τα πράγματα στη Γαλλία κινούνται σε μια θετική κατεύθυνση, αλλά να πω ότι χρειάζεται πολύς δρόμος ακόμα στη θεωρία και την πολιτική για να έχουμε πιο ολοκληρωμένα και σταθερά αποτελέσματα, ενώ ο χρόνος δεν είναι σύμμαχός μας.

Β. Ορισμένα πρακτικά συμπεράσματα για την Ελλάδα.

Θεωρώ πως δεν είναι λογικό να αντλήσουμε από το εγχείρημα του Μελανσόν να ανασυνθέσει και να διευρύνει τη γαλλική αριστερά σε ριζοσπαστικότερη κατεύθυνση το συμπέρασμα ότι αυτό είναι το καθήκον μας και στην Ελλάδα. Διότι εμείς έχουμε περάσει αυτό τον δρόμο και τον έχουμε υπερβεί. Στον τόπο μας αυτή η ανασύνθεση και διεύρυνση στον χώρο της κεντροαριστεράς σε ριζοσπαστικότερη προοπτική είχε ξεκινήσει για τον ΣΥΡΙΖΑ ήδη από τις περιφερειακές εκλογές του 2010 (π.χ. με την υποψηφιότητα Μητρόπουλου), ενώ η αποφασιστική της καμπή ήταν η δεύτερη θέση του αριστερού συνασπισμού στις βουλευτικές εκλογές του 2012 και η εκλογική καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ. Από τον Μάιο του 2014 ως τον Ιανουάριο του 2015 η κατάληψη του χώρου της κεντροαριστεράς από τη ριζοσπαστική αριστερά είχε διευρυνθεί και σταθεροποιηθεί με τίμημα την αποδοχή του μονόδρομου της ευρωζώνης από την ηγεσία της. Τα αποτελέσματα από τον Ιούλιο και το Σεπτέμβριο του 2015 ώς σήμερα τα γνωρίζουμε όλοι μας. Αυτή η ιστορία έχει ως συνέπεια μισθωτοί εργαζόμενοι αλλά και απλοί αριστεροί, μέλη οργανώσεων ή μη, να μην μπορούν να δίνουν στη διάθεσή τους για ανιδιοτελή προσφορά στην υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης το όνομα Αριστερά. Η αναφορά στην εργασία και τη δημοκρατία μπορεί να συσπειρώσει περισσότερο στο μέλλον.

Είναι λοιπόν πιο αντικειμενικό να επικεντρωθούμε στα νέα στοιχεία που φέρνει ο αγώνας της Ανυπότακτης Γαλλίας, στο πλαίσιο της συνεισφοράς της στον αναδυόμενο αντιευρωπαϊσμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών, από θέσεις κοινωνικής και εθνικής αντίστασης. Ήδη σημειώσαμε τα καινούρια προγραμματικά της αιτήματα για επίταξη της Τράπεζας της Γαλλίας με στόχο την υποτίμηση του νέου νομίσματος, καθώς και μια αυτόνομη νομισματική, πιστωτική και τραπεζική πολιτική. Ας θυμίσουμε εδώ πως τη βραχυπρόθεσμα καθοριστική λειτουργία της ―ονομαστικής και πραγματικής― υποτίμησης του νέου εθνικού νομίσματος στην Ελλάδα στην ενίσχυση της ζήτησης, την οικονομική της επανεκκίνηση, την ανασυγκρότηση της παραγωγικής της βάσης, τις εγχώριες επενδύσεις και τη γρήγορη μείωση της ανεργίας, κοντολογίς τη σταθερά ανατροφοδοτούμενη ανάπτυξη με εσωτερικούς πόρους και για τις κοινωνικές μας ανάγκες, έχουν ερευνήσει, τεκμηριώσει και αναλύσει εκτενώς ο Κώστας Λαπαβίτσας, ο Θόδωρος Μαριόλης και οι συνεργάτες τους, σε αντιπαράθεση προς την καταστροφολογία των ευρωπαϊστών οικονομολόγων.

Τέλος, θα ήταν εύστοχο να μελετήσουμε τα εξελιγμένα επικοινωνιακά/τεχνολογικά μέσα που χρησιμοποίησε στην καμπάνια του ο Μελανσόν ―έχοντας κατά νου πως δεν πρέπει να τα αξιοποιούμε για να ενισχύουμε τον αρχηγισμό με όρους (κοινωνίας του) θεάματος― καθώς και τη γενικευμένη συμμετοχή νέων μελών των “Ανυπότακτων”, όπως του Αντριάν Κλουέ, στην προεκλογική εκστρατεία σε όλη τη Γαλλία.

1 Κύριο άρθρο στην Ίσκρα 24 Απριλίου 2017: «Το πρόγραμμα της “Ανυπότακτης Γαλλίας” προβλέπει ριζική αναδιανομή εισοδήματος, με κατώτερο εγγυημένο εισόδημα 1000 ευρώ και σύνταξη στα 60, εθνικοποιήσεις στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, Συντακτική Συνέλευση για την Έκτη Γαλλική Δημοκρατία με αμεσοδημοκρατικά στοιχεία, αντικατάσταση της πυρηνικής ενέργειας από εναλλακτικές μορφές, έξοδο από το ΝΑΤΟ και ανατροπή των ευρωπαϊκών συνθηκών, εάν δε αυτό δεν γίνει δυνατό, έξοδο από το ευρώ ή και την ΕΕ με δημοψήφισμα. Ένα πρόγραμμα που υπερβαίνει πολύ σε ριζοσπαστισμό» ακόμα και τα περισσότερα ΚΚ. Όμως αν παρουσιάζουμε αυτά τα προγραμματικά σημεία τόσο σχηματικά, τότε θα πρέπει να σκεφτούμε πως πολλά από αυτά τα σημεία περιέχονταν, τηρουμένων των αναλογιών, σε αρκετά πολιτικά προγράμματα κρατικού παρεμβατισμού στη Γαλλία, όπως σε εκείνο του Ντε Γκωλ (ιδίως κατά το 1966 με την πολιτική της «άδειας καρέκλας» στα όργανα της ΕΟΚ), μα και στο ―πραγματικά απελευθερωτικό― κοινό πρόγραμμα της Αριστεράς των Σοσιαλιστών και των Κομμουνιστών της δεκαετίας του 1970, που άρχισε να εφαρμόζεται από την κυβέρνηση Μιτεράν από το 1981 ώς το 1983. Ακόμα και η Λε Πεν τώρα υποστηρίζει τη σύνταξη στα 60, τον κρατικό παρεμβατισμό, την έξοδο από το ΝΑΤΟ και την έξοδο από την ΕΕ με δημοψήφισμα. Μάλιστα το Εθνικό Μέτωπο υπερασπίζεται την ανάγκη εξόδου από την Ευρωζώνη ήδη από το 1992 και όχι τα τελευταία δυο χρόνια, ενώ προβάλλει ήδη από τότε και την ανάγκη απλής αναλογικής και δημοψηφισμάτων (όχι όμως και κατάργησης των προεδρικών υπερεξουσιών).

Επομένως, μια σχηματική παράθεση προγραμματικών σημείων, δίχως αναφορά στο θεωρητικό και ιδεολογικό πλαίσιο όπου εντάσσονται, είναι λαθεμένη, διότι μπορεί να οδηγήσει σε αόριστες συγκρίσεις μεταξύ προγραμμάτων και σε λάθος συμπεράσματα, όπως ότι ο Ντε Γκωλ το 1966 και η Λε Πεν τώρα είχαν ή έχουν πιο ριζοσπαστική πολιτική από την Ανυπότακτη Γαλλία, είτε πως η τελευταία είναι πιο ριζοσπαστική από την γαλλική Αριστερά της δεκαετίας του 1970.

2 «Υπερβαίνει κατά πολύ σε ριζοσπαστισμό τον προ Ιουλίου 2015 ΣΥΡΙΖΑ και το σύνολο των αντίστοιχων κομμάτων της Ευρώπης, ακόμη και των περισσότερων ΚΚ». Πρόκειται για το ίδιο κύριο άρθρο στην Ίσκρα 24 Απριλίου 2017. Αυτή η κρίση στηρίζεται στη σύγκριση ανόμοιων φαινομένων, ή για την ακρίβεια διαφορετικών χρονικών και ιστορικών φάσεων της εξέλιξης αρχικά όμοιων φαινομένων˙ διότι, συγκρίνει με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ των αρχών του 2015, το πρόγραμμα της Ανυπότακτης Γαλλίας του 2016 ως 2017 για τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 2017, δηλαδή ένα πρόγραμμα που εξελίχθηκε από το πρόγραμμα του Μετώπου της Αριστεράς του 2012, στη βάση και της εμπειρίας της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ του πρώτου εξαμήνου του 2015. Πρόκειται για την εμπειρία της διαπραγμάτευσής της με την τρόικα, του δημοψηφίσματος του Ιουλίου και της υπογραφής του τρίτου μνημονίου από την μερίδα εκείνη του κόμματος και της κυβέρνησης που θεωρούσε την ευρωζώνη ως μονόδρομο, πιστεύοντας ότι με τις διαπραγματεύσεις μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης και με τον ιδεολογικό αγώνα στο πλαίσιο της ευρωζώνης θα προέκυπτε κάποτε μια αναμόρφωση των κανόνων, θεσμών και συνθηκών του Ευρώ και της ΕΕ στην κατεύθυνση της «κοινωνικής Ευρώπης». Διαφορετικά θα ήταν τα συμπεράσματα αν εξάγονταν από μια ορθότερη σύγκριση του προγράμματος του Μετώπου της Αριστεράς υπό τον Μελανσόν του 2012, που θεωρούσε επίσης ότι μπορούσε να πετύχει την κατάργηση της συνθήκης της Λισαβόνας και να ενισχύσει την «κοινωνική Ευρώπη» μόνο με διαπραγματεύσεις της γαλλικής κυβέρνησης στο πλαίσιο της ΕΕ και με τον ιδεολογικό της αγώνα, με τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ τον Μάιο ως Ιούνιο του 2012, όταν έκανε λόγο για ελληνικό δημοψήφισμα σε περίπτωση άρνησης της τρόικας, προσθέτοντας ότι «το ευρώ δεν είναι φετίχ».

3 Από το προοίμιο της επιλογής του προγράμματος της Ανυπότακτης Γαλλίας που μετέφρασε για την ιστοσελίδα του Σχεδίου Β η Βαγγελιώ Σωτηροπούλου.

4 Παράθεση του κειμένου του σοσιαλιστικού προγράμματος για τις βουλευτικές εκλογές, συγκρίσεις των προεδρικών προγραμμάτων Αμόν και Μακρόν μεταξύ τους και με το πρώτο, καθώς και ανάλυσή του σε, Λε Μοντ 10 Μαΐου 2017.

5 Ουμανιτέ 9 Μαΐου 2017.

6 Και η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) ψηφίστηκε από τους «εργάτες» σε ποσοστό υπερδιπλάσιο από το (γενικό) εκλογικό της ποσοστό, στις εκλογές της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας της 14 Μαΐου. (Βεβαίως εκεί πρώτο κόμμα στους «εργάτες» εξακολουθεί να είναι το σοσιαλδημοκρατικό). Βλ. τη σχετική δημοσκοπική ανάλυση στη Φράγκφουρτερ Αλλγκεμάινε της 15 Μαΐου 2017.

7 Η μετεκλογική διαφωνία του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας με τον Ζ.Λ.Μελανσόν προέκυψε από την απαίτηση του δεύτερου να υπογράψουν τα μέλη των Ανυπότακτων μια Χάρτα δεσμεύσεων, που περιλάμβανε και την υποχρέωση να θέσουν τα οικονομικά τους μέσα στη διάθεση του κινήματος. Μ’ αυτόν τον τρόπο το ΓΚΚ θα εξαρτιόταν οικονομικά και πολιτικά από την Ανυπότακτη Γαλλία.

8 Το πρόγραμμα του Μετώπου της Αριστεράς και του κοινού της υποψηφίου Ζαν Λυκ Μελανσόν, Παρίσι 2011, σ. 69-70. (Η μετάφραση των αποσπασμάτων δική μου).

9 Αυτή η τελευταία προσθήκη θα μπορούσε βεβαίως να σημαίνει ότι το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στην υπερφιλελεύθερη «παρέκκλιση» της ΕΕ από τις ιδρυτικές της αξίες, αλλά ήδη στο δόγμα του «ελεύθερου εμπορίου» στο οποίο θεμελιώθηκε η ΕΟΚ το 1957.

10 Επικεφαλής της διαδικασίας εκπόνησης του οικονομικού προγράμματος ήταν το 2011 και το 2016 ο οικονομολόγος Ζακ Ζενερέ.

11 Τα αποσπάσματα προέρχονται από τη μετάφραση του προγράμματος των Ανυπότακτων από τη Βαγγελιώ Σωτηροπούλου, που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του δικού μας Σχεδίου Β. Το δεύτερο παράθεμα έχει συνολικά ως εξής: «Επίταξη της Τράπεζας της Γαλλίας ώστε να πάρει ξανά τον έλεγχο της πιστωτικής πολιτικής και των τραπεζικών ρυθμίσεων, και για τη θεώρηση ενός εναλλακτικού νομισματικού συστήματος μαζί με αυτούς από τους εταίρους που στη φάση Α θα έχουν εκφράσει την επιλογή τους να μετασχηματίσουν το ευρώ σε κοινό και όχι μοναδικό νόμισμα».

12 Είναι ιδιαίτερα διδακτικό να συγκρίνει κανείς το πρόγραμμα των Ανυπότακτων με το ολοκληρωμένο, συγκεκριμένο, συνεκτικό και ριζοσπαστικό πρόγραμμα της Λαϊκής Ρεπουμπλικανικής Ένωσης του Φρανσουά Ασελινώ, το οποίο καθορίζει η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ. Η Βαγγελιώ Σωτηροπούλου μετέφρασε αποσπάσματά του για το τραπεζικό σύστημα, τις εθνικοποιήσεις, τις σχέσεις Γαλλίας και ΕΕ, τις σχέσεις Γαλλίας και ΠΟΕ, την εργασία, την εκπαίδευση κλπ. Μπορεί κανείς να τα συμβουλευθεί στην ιστοσελίδα του δικού μας Σχεδίου Β´. Έχουν αναδημοσιευθεί και στην Ίσκρα.

13 Είναι διαφορετικό το θέμα της εγγύησης των δικαιωμάτων των γάλλων κατοίκων άλλων χωρών της ΕΕ και των άλλων ευρωπαίων κατοίκων της Γαλλίας, μετά την έξοδό της από την Ένωση.

14 Στο κύριο άρθρο στην Ίσκρα 24 Απριλίου, στο οποίο παραπέμπουμε στις υποσημειώσεις 3 και 4, διαβάζουμε: «Το κυριότερο πρόβλημα που θα κληρονομήσει ο Μακρόν δεν είναι, βέβαια, άλλο από την οικονομική ασφυξία της Γαλλίας στο περιβάλλον της ευρωζώνης. Από τότε που ο Σρέντερ εφάρμοσε πολιτική κοινωνικού ντάμπινγκ με τις αντιλαϊκές “μεταρρυθμίσεις” της “Ατζέντας 2010”, η Γαλλία χάνει διαρκώς σε ανταγωνιστικότητα έναντι της Γερμανίας, η ανεργία παραμένει στα επίπεδα του 10%, το χρέος κοντεύει να φτάσει το 100% του ΑΕΠ και η βιομηχανική παραγωγή παραμένει 14% μικρότερη από την έναρξη της κρίσης, το 2008». Αλλά αυτή ακριβώς η ρητή επισήμανση του καθοριστικότερου προβλήματος της γαλλικής οικονομίας στο εν λόγω κύριο άρθρο της Ίσκρα απουσιάζει εντελώς από το «ριζοσπαστικό» πρόγραμμα της Ανυπότακτης Γαλλίας του Μελανσόν. Αν υπήρχε στο πρόγραμμα, τότε η έξοδος από την ευρωζώνη δεν θα μπορούσε από λογικής άποψης να περιλαμβάνεται σε ένα Σχέδιο Β, αλλά θα αποτελούσε το μοναδικό Σχέδιο Α των Ανυπότακτων απέναντι στον ευρωπαϊσμό, ο οποίος συγκαλύπτει ιδανικά τον σύγχρονο, τωρινό, γερμανικό οικονομικό εθνικισμό.

*Ο Θανάσης Ν. Μποχώτης είναι μέλος του δ.σ. του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών Δημήτρης Μπάτσης1.

1 Η ανάλυση που παρουσιάζω εδώ είναι προσωπική και δεν εκφράζει κατ’ ανάγκην τις εκτιμήσεις των υπόλοιπων μελών του Ινστιτούτου Μπάτσης.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας