Οι δηλώσεις των αρχηγών των κομμάτων που μπήκαν στη Βουλή, αμέσως μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων, έμοιαζαν περισσότερο να απευθύνονται στον Αϊ-Βασίλη (Santa Claus) παρά στον ελληνικό λαό. Ήταν όλοι τους ευχαριστημένοι. Αυτό να το καταλάβω για τον κ. Μητσοτάκη. Συνένωσε Ακροδεξιά και Δεξιά στο κόμμα του και με μια ακροδεξιά ρητορική κέρδισε την αυτοδυναμία στην κυβέρνηση.
Και αυτό σημαίνει πως την επόμενη τετραετία θα έχουμε μια φιλελεύθερη ακροδεξιά πολιτική, που θα στηρίζεται στην καταστολή. Αλλά ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝ.ΑΛΛ., ΚΚΕ, γιατί να χαίρονται; Το ΠΑΣΟΚ είχε τη δυνατότητα να δημιουργήσει μια άλλη Ελλάδα. Έγινε κυβέρνηση και δεν το έπραξε. Και τιμωρήθηκε. Και από πυλώνας του δικομματισμού έγινε ένα κόμμα-τσόντα. Προς τι, λοιπόν, η αγαλλίαση;
Και ο ΣΥΡΙΖΑ, που δημιούργησε τέτοιες προσδοκίες, έγινε ένα άλλο ΠΑΣΟΚ και, αντί να αλλάξει την Ελλάδα και να κάνει τη Δεξιά παρελθόν, άλλαξε το διπολικό σύστημα και έκανε τη Δεξιά μέλλον. Όντως, πρώτη φορά είδαμε μια τέτοια Αριστερά που χαίρεται επειδή έγινε ο δεύτερος πόλος του αστικού συστήματος.
Τώρα ένα κόμμα 100 ετών, με τόσους αγώνες και θυσίες, όπως το ΚΚΕ, πώς είναι δυνατόν να είναι ευχαριστημένο με τα σταθερά ποσοστά ενός μικρού κόμματος; Το ότι βρέθηκε πίσω από τη Χ.Α. και είχε παρέα Ποτάμι, ΑΝ.ΕΛΛ. και Ένωση Κεντρώων, δεν δημιούργησε κανέναν προβληματισμό;
Να συμμεριστώ τη χαρά της Ελληνικής Λύσης και του ΜέΡΑ 25. Αυτοί πραγματικά θριάμβευσαν στις επιδόσεις σε σχέση με τους δικούς τους ανταγωνιστές. Αλλά προς τι η χαρά που η Χ.Α. δεν μπήκε στη Βουλή; Αυτό σημαίνει πως χάνεται η Ακροδεξιά; Αν αθροίσουμε τα ποσοστά της, αυτά πλησιάζουν τις επιδόσεις του ΚΙΝ.ΑΛΛ. Απλά ο νεοφασισμός είναι διασπασμένος, δεν εκφράζεται πια στο σύνολό του από τη Χ.Α.
Βρίσκεται σε αναζήτηση μιας άλλης πολιτικής μορφής, εφάμιλλης της ευρωπαϊκής, που έχει πέραση παντού. Αλλά αυτό που δεν μας είπαν ούτε τηλεοράσεις ούτε εφημερίδες ήταν πως αυτά τα εκλογικά αποτελέσματα δεν αφορούσαν όλους τους έχοντες δικαίωμα ψήφου. 4.192.215 άνθρωποι αρνήθηκαν να ψηφίσουν.
Αυτό δίνει ένα ποσοστό 42,08%. Άλλοι προτίμησαν να πάνε να ψηφίσουν χωρίς όμως να προτιμήσουν κανέναν. Τα λευκά και τα άκυρα φτάνουν το 2,09%. Άκυρα, λευκά, αποχή μας κάνουν 44,17%, έναντι 55,41% που προτίμησαν κάποιο κόμμα. Απλοποιώντας τώρα λιγάκι τα νούμερα, περίπου οι μισοί δεν πιστεύουν πως οι εκλογές μπορούν να αλλάξουν κάτι, ενώ οι άλλοι μισοί κάτι περιμένουν, έστω κατά προσέγγιση. Και εδώ μπορούμε να εγκαλέσουμε όλο το πολιτικό σύστημα για πλαστογράφηση.
Λέει η Ν.Δ. πως κέρδισε με 39,8% και αφήνει να εννοηθεί πως είναι στο σύνολο του εκλογικού σώματος. Στην ουσία, είναι περίπου τα μισά από αυτά που λέει. Το ίδιο κάνουν και τα άλλα κόμματα. Διπλασιάζουν τα ποσοστά τους και αυτό περνάει στην κοινή γνώμη. Ακόμα και στους επαΐοντες. Η αποχή σχεδόν σταθερά έρχεται πρώτο κόμμα. Μόνο που δεν ξέρουμε τι κόμμα είναι.
Και δεν έχω υπόψη μου καμιά σοβαρή πανεπιστημιακή έρευνα που να μας την αναλύει διεξοδικά. Εγώ προσωπικά, από τις δικές μου παρατηρήσεις, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως η αποχή σημαίνει απόρριψη του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του. Συμπεριλαμβάνει ανθρώπους εξαιρετικά πολιτικοποιημένους έως εντελώς αδιάφορους για την πολιτική.
Την αποχή σχεδόν όλοι οι αναλυτές την παρουσιάζουν σαν κάτι το συνηθισμένο και χωρίς σημασία. Σαν κάτι φυσιολογικό που συνοδεύει πάντα τις εκλογές και μετρούν αν είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη από την προηγούμενη. Ακόμα την υποτιμούν, λέγοντας πως είναι μικρότερη, με διάφορες δικαιολογίες. Οι κατάλογοι δεν είναι ενημερωμένοι και έχουν μέσα νεκρούς ή πολλοί απουσιάζουν στο εξωτερικό, άλλοι βρίσκονται μακριά από την εκλογική τους έδρα και άλλοι είναι άρρωστοι.
Έστω ότι αυτά ισχύουν. Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι το 42,08% του πληθυσμού. Η αποχή για μένα είναι μια διαμαρτυρία που εξυπηρετεί το σύστημα και ενθαρρύνεται από αυτό. Έτσι και αλλιώς κυβέρνηση βγαίνει ακόμα και όταν η αποχή είναι συντριπτική πλειονότητα.
Όλοι ξέρουμε πως τα μικρά κράτη-έθνη δεν έχουν πια καμιά δυνατότητα να χαράξουν την όποια εθνική πολιτική. Με την παγκόσμια επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού γίνονται αποικίες ισχυρότερων χωρών που -μέσω των τραπεζών- τις αφαιμάσσουν με εργαλείο το χρέος. Στην περίπτωσή μας είναι η γερμανική Ε.Ε. που άφησε ανεπανάληπτες καταστροφές σε όλες τις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, πάντα σε συνεργασία με μια ντόπια ελίτ που έχει διαμορφωθεί σε διάφορα πανεπιστήμια των ΗΠΑ ή της Αγγλίας.
Οι οικονομικές σπουδές στα καλά πανεπιστήμια, εδώ και κάποιες δεκαετίες, έχουν εγκαταλείψει το κεϊνσιανό μοντέλο και έχουν εγκολπωθεί τον νεοφιλελευθερισμό. Ακόμα και το βραβείο Νόμπελ της Οικονομίας είναι για τους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους. Δεν είναι τυχαίο πως κριτές είναι στελέχη της Τράπεζας της Σουηδίας, που επιβραβεύουν την ελίτ του αρπαχτικού καπιταλισμού.
Και φτάσαμε στο σημείο που να υπολογίζουμε την επικινδυνότητα του κάθε τεχνοκράτη, ανάλογα με τα ντοκτορά που έχει πάρει. Και όταν η Αριστερά, στο όνομα του ρεαλισμού, νομίζει πως μπορεί να χειριστεί μια τέτοια κρατική μηχανή, τότε δουλεύει για τη Δεξιά. Τα παραδείγματα περισσεύουν.