Τα πρόσφατα γεγονότα που αφορούν στα όσα λαμβάνουν χώρα στο οικόπεδο «11» της Κυπριακής ΑΟΖ φέρνουν στο προσκήνιο ζητήματα που πράγματι αφορούν στο σύνολο της ασφάλειας της Ευρώπης. Έτσι τον τελευταίο καιρό η «έννοια της ασφάλειας της Ευρώπης» απασχολεί (από ό,τι προκύπτει) τόσο τις Βρυξέλλες όσο και τους πολίτες της Ένωσης. Επικαιροποιείται δε το ζήτημα και λόγω των … «ενστάσεων» που προκαλούν οι έρευνες για υδρογονάνθρακες. Με τούτα λοιπόν ως προδιάθεση υπ’ όψιν τα εξής:
Η θέση της κοινής γνώμης
Προσφάτως και χωρίς να γίνουν ιδιαίτερες αναφορές από τα ΜΜΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πραγματοποίησε έρευνα μεταξύ των πολιτών των κρατών μελών με αντικείμενο: «την αμυντική ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού».
Την 1η Μαρτίου 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιοποίησε «Λευκή Βίβλο» σ’ ένα πολυσέλιδο κείμενο σχετικώς με την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας έως το έτος 2025. Στο κείμενο αυτό γίνονται ειδικές αναφορές για την ανάγκη να προστατευθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση από την τρομοκρατία, καθώς και από παραδοσιακές απειλές, αλλά και από ενδεχόμενες ασύμμετρες μορφές επίθεσης.
Ακολούθως διεξήχθη έρευνα της κοινής γνώμης από 15-25 Απριλίου 2017 μέσω του «Ευρωβαρόμετρου» και η κοινή γνώμη απεφάνθη θετικώς σε ποσοστό 75% υπέρ της Κοινής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας, ενώ το 55% των ερωτηθέντων τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας «ευρωπαϊκού στρατού». Θετική ήταν και η θέση των ερωτηθέντων στην Ελλάδα σε ποσοστό 48%.
Μετά ταύτα την 7η Ιουνίου 2017 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε τη δημιουργία «Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας», πράγμα που έτυχε θετικής ανταπόκρισης στο Συμβούλιο Κορυφής της 22ας Ιουνίου 2017.
Η ιστορικότητα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και ασφάλειας
Ως βραχύ ιστορικό μπορούν στο παρόν περίγραμμα, να επισημειωθούν τα εξής:
Η λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, παρά τις πρόνοιες μέσω του ελέγχου της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα, ώστε να περιορισθεί η δυνατότητα ασύμμετρων εξοπλισμών, επέβαλε στην κυρίαρχη πολιτική τάξη λόγω των συνεπειών του πολέμου, την ανάγκη δημιουργίας «αμυντικού Πυλώνα» μέσω της «Συνθήκης των Βρυξελών» (1948).
Η Συνθήκη αυτή ήταν αμιγώς αμυντική και αφορούσε αμοιβαία συνδρομή σε περίπτωση εξωτερικής ένοπλης επίθεσης. Απαρτιζόταν δε από τις χώρες της Benelux (Βέλγιο, Ολλανδία [Κάτω Χώρες] και Λουξεμβούργο) καθώς και από τη Βρετανία (Ηνωμένο Βασίλειο) και τη Γαλλία.
Ωστόσο οι προβληματισμοί της κυρίαρχης πολιτικής τάξης αφορούσαν και ιδιαίτερες πρόνοιες για μια Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα (European Defense Community –ΕΑΚ–EDC).
Η περίοδος εκείνη δεν αφορούσε μόνο προβληματισμούς και πρόνοιες των Ευρωπαίων πολιτικών. Αφορούσε και από καθέδρας παρεμβάσεις των ΗΠΑ (στο πλαίσιο Νατοϊκών σχεδιασμών) που απαιτούσαν τη συμμετοχή σε αμυντικό Πυλώνα ακόμη και της τότε Δυτικής Γερμανίας, σε περίπτωση που θα ελάμβανε σύγκρουση με την τότε Σοβιετική Ένωση. Ως εκ τούτου το σύνολο των προνοιών και προβληματισμών ήταν ενταγμένο αμιγώς στο πλαίσιο ψυχροπολεμικών πολιτικών.
Οι διαβουλεύσεις, όμως, κατά το μέρος που αφορούσαν στην προαναφερόμενη «Συνθήκη των Βρυξελών», συνεχίστηκαν μέσω της «τροποποιητικής Συνθήκης των Βρυξελών» (1954) με τη συμμετοχή πλέον, λόγω απαίτησης των ΗΠΑ, πέραν των προαναφερομένων χωρών που συμμετείχαν στη Συμφωνία του 1948, και άλλων χωρών, ήτοι της Ιταλίας καθώς και της τότε Δυτικής Γερμανίας.
Τούτα όμως τα δεδομένα διαμόρφωσαν τελικώς τις προϋποθέσεις ώστε να συσταθεί η «Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση» –«Western European Union» (ΔΕΕ –WEU). Η ΔΕΕ δε, προδήλως ήταν προϊόν των απαιτήσεων της ψυχροπολεμικής περιόδου.
Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τα Θεσμικά Όργανα της ΔΕΕ, λόγω των νέων πολιτικών και νομικών συνθηκών, σταδιακώς υπήχθησαν στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας. Ειδικότερα η θεσμοθέτηση της ρήτρας αλληλεγγύης (ως βασικού κανόνα δικαίου) και η δημιουργία του διακυβερνητικού Πυλώνα άσκησης πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, αποδυνάμωσαν ουσιωδώς την αναγκαιότητα της ΔΕΕ, με κατάληξη την απορρόφηση των λειτουργιών της από το σχετικό Πυλώνα.
Ωστόσο, το Συμβούλιο Υπουργών της ΔΕΕ στις 13ης Νοεμβρίου 2000, συμφώνησε τη μεταφορά των προηγούμενων δεσμεύσεων και λειτουργιών της ΔΕΕ στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, λόγω της εξέλιξης αυτής, αναπόφευκτη ήταν η κατάληξη της 30ης Ιουνίου 2011, οπότε η ΔΕΕ διαλύθηκε και επισήμως.
Βεβαίως η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, όπως νομοθετείται στις διατάξεις της «Συνθήκης της Λισαβόνας», αφορά πολιτικές που αποβλέπουν στη ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας, σύμφωνα με τις Αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Υπ’ όψιν δε ότι τα κράτη μέλη θέτουν στη διάθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το σκοπό αυτό στρατιωτικές δυνάμεις, ενώ δεσμεύονται να βελτιώσουν προοδευτικά τις στρατιωτικές τους δυνατότητες.
Οι έρευνες της TOTAL
Ενώ το τρυπάνι της ΤΟΤΑL βυθίζεται ήδη στα νερά της Μεσογείου, του τουρκικό ερευνητικό σκάφος «BARBAROS» περιφέρεται δυτικώς της Κύπρου παραβιάζοντας προσκαίρως τα οικόπεδα «6» και «7» της Κυπριακής ΑΟΖ, ενώ με σχετικές αγγελίες προς ναυτιλλομένους (NAVTEX), η Διοίκηση της Τουρκίας δέσμευσε περιοχές και ειδικότερα στα οικόπεδα «4», «5», «6» και «7» της Κυπριακής ΑΟΖ εκδηλώνοντας έτσι τον πρόδηλο εκνευρισμό της (και) της απομόνωσής.
Οι κινήσεις αυτές που όπως προεκτέθηκε καταδηλώνουν εκνευρισμό της Τουρκικής Διοίκησης, έχουν ήδη αντιμετωπισθεί με συγκεκριμένα «μηνύματα» τα οποία έχουν την αδιαμφισβήτητη σημασία τους. Αφορούν στην παρουσία ισχυρών δυνάμεων των ΗΠΑ και της Γαλλίας στην περιοχή, ενώ η Γαλλίδα Υπουργός Άμυνας μετέβη στη Λευκωσία και από τη Λευκωσία με ελικόπτερο επιβιβάσθηκε στο ειδικό σκάφος της TOTAL.
Κατόπιν τούτων είναι αδιστάκτως βέβαιον ότι η τουρκική πλευρά έλαβε τα μηνύματά της!…
Ως κατακλείδα
Τα προεκτεθέντα αφορούν ζητήματα ασφάλειας του ευρωπαϊκού χώρου, της επικράτειας και των συνόρων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα πρέπει όμως να διευκρινισθεί ότι δεν επαφίωνται αμέσως άλλων πολιτικών δεσμεύσεων.
Το παρόν κείμενο δεν εστιάζει στη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν αφορά ανάλυση του Οργανισμού Frontex (Frontières Εxtèrieures) ούτε του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Εuropean Border and Coast Guard –EBCG). Το ζήτημα αυτό είναι άλλης τάξης. Συναρτάται μεν με την εν γένει ασφάλεια της Ευρώπης, ωστόσο αφορά άλλης νομικοπολιτικής πτυχής ζήτημα.
Ως κατακλείδα όμως όλων των προηγουμένων και με αναφορά στις υποχρεώσεις των κρατών-μελών, επισημειώνεται ότι δεσμευτικώς από το πρωτογενές ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο δυνάμει, της παρ. 7 του άρθρου 42 ΣΕΕ, θεσπίζονται τα εξής: «σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών»! Η δέσμευση δε αυτή έχει ύψιστη νομικοπολιτική σημασία, και αφορά νομική και πραγματική τάξη πραγμάτων.
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Χώρας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC – EU).