Η αριστερά που μας κάνει δεξιούς

2556
πικετί

Πέρασαν πάνω από δυό χρόνια από την τελευταία εκλογική νίκη της σημερινής κυβέρνησης και το βασικό κυβερνητικό κόμμα δεν θέλησε να το «γιορτάσει» με κάποιον τρόπο. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η έλλειψη ακόμη και αναφοράς στο γεγονός αποτελεί σοφή στάση.
Τι θα μπορούσε, αλήθεια, να γιορτάσει κάποιος;
Έτσι κι αλλιώς, η νίκη της 20ής Σεπτεμβρίου 2015 ανακαλείται στο λόγο της κυβέρνησης απλώς ως σύμπτωμα μιας προσπάθειας απώθησης του θεμελιώδους κοινωνικού τραύματος, που συνεχίζει, έστω και στην αφάνεια, να πυορροεί: του Όχι που έγινε Ναι, δηλαδή. Πράγματι, η κυβέρνηση, όποτε εγκαλείται, το αναφέρει ως απόδειξη πως ο λαός ενέκρινε την ακραία αναίρεση της βούλησής του κείνον τον «Ιούλιο που μας πληγώνει». Και δεν καταλαβαίνει πως το επιχείρημα στερείται ορθολογικότητας. Θέλω να πω, αν ήταν έτσι, θα σήμαινε πως ο «λαός» έχει νομιμοποιήσει τα πάντα: από τη Ζήμενς μέχρι τις μίζες και τα εξοπλιστικά ή και την ίδια την πορεία προς την χρεοκοπία, μεταξύ πολλών άλλων αθλιοτήτων. Έχουν μεσολαβήσει πολλές εκλογές έκτοτε, αλλά δεν νομίζω πως μπορεί να ξεπλυθεί, όποιος συμμετείχε πρωταγωνιστικά σε αυτά.
Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος να πει: τι σημασία έχουν πλέον όλα αυτά; Ο γέγονε γέγονε – το θέμα είναι τώρα τι λες.
Διαφωνώ κάθετα, όπως θα έλεγαν και οι παλαιοί πασόκοι. Όσα έγιναν είναι τόσο σημαντικά, τόσο καθοριστικά για το παρόν και το μέλλον της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας που έχουμε καθήκον –και ηθικό- να τα συζητάμε συνεχώς και πολύ.
Ήταν, ας πούμε, μονόδρομος όλα αυτά; Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς; Ο «συσχετισμός των δυνάμεων» δεν επέτρεπε τίποτε άλλο από αυτήν την καταστροφή; Δεν θα απαντήσω αναλυτικά. Είναι προφανές πως δεν θεωρώ ότι σωστή απάντηση στα προηγούμενα είναι η καταφατική απάντηση. Τώρα, όμως, δεν είναι αυτό που ενδιαφέρει. Το κύριο είναι, νομίζω, να καταλάβουμε πως, αν αποδεχόμαστε κάτι τέτοιο, θα σήμαινε πως δύσκολα μπορούμε να αρνηθούμε την οποιαδήποτε άλλη ΤΙΝΑ, την οποιαδήποτε, δηλαδή, εκδοχή ή διατύπωση του «Δεν υπάρχει εναλλακτική». Πάντα θα υπάρχει κάτι υπέρτερο της βούλησης των πολλών, που θα εξαναγκάζει τους «εκπροσώπους» τους να πράττουν ακριβώς αντίθετα με αυτήν –την, με κραυγαλέο τρόπο, εκφρασμένη στην περίπτωσή μας- βούληση.
Το καλύτερο δε τεκμήριο, κατά τη γνώμη μου, για το πόσο καταστροφική υπήρξε η πρακτική της «κυβερνώσας αριστεράς» είναι η συντηρητική μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας με καμπή το 2015. Όπως δείχνει πολύ χαρακτηριστικά η πρόσφατη έρευνα στάσεων της Public Issue (http://www.mavris.gr/4943/political-ideology/), για τις «Πολιτικές ιδεολογίες στην Ελλάδα μετά το Μνημόνιο», οι αξίες/ιδεολογίες απέναντι στις οποίες οι θετικές στάσεις είχαν την ευνοϊκότερη μεταβολή είναι ο «Ιδιωτικός τομέας», η «Δεξιά» και ο «Νεοφιλελευθερισμός»!
Όσο τρομακτικό κι αν είναι, όμως, ήδη το προηγούμενο, αλλά τόσο μπορεί να αποδειχτεί παραπειστικό, αν δεν προσθέσουμε πως από το 2009 μέχρι το 2015 οι στάσεις της ελληνικής κοινωνίας μετατοπίζονταν διαρκώς προς τα αριστερά, κορυφώθηκε αυτή η πορεία με το Δημοψήφισμα και κατέρρευσε ραγδαία στη συνέχεια, σημειώνοντας μια κατακόρυφη άνοδο των δεξιών αξιών. Υπήρξε, δηλαδή, μια έντονη «αξιακή/ιδεολογική ταλάντωση» στην περίοδο της κρίσης: μια ισχυρή κίνηση ριζοσπαστικοποίησης προς τα αριστερά που ακολουθήθηκε –μετά τον Ιούλιο του 2015- από μια εντυπωσιακή υποστροφή προς τα δεξιά.
Η επιλογή του 2015, καθώς και η αναγκαστική μετέπειτα πολιτεία της κυβέρνησης (ο πραγματικός μονόδρομος), ήταν το καθοριστικό καύσιμο αυτής της κατίσχυσης των δεξιών αξιών και ιδεολογιών.
Πώς αλλιώς, άλλωστε, θα μπορούσε να συμβεί, όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός δεν χάνει ευκαιρία να μιλάει για τις μεταρρυθμίσεις εννοώντας τις «μεταρρυθμίσεις», τη «δομική προσαρμογή», δηλαδή, ή όταν εκθειάζει τις ιδιωτικές «επενδύσεις» ως πανάκεια για την «πρόοδο». Ή, ακόμη χειρότερα, όταν θεωρεί και προβάλλει, σχεδόν πανηγυρικά πολλές φορές,  πως «βγαίνουμε από την κρίση» ή «έρχεται η ανάπτυξη», αποδεχόμενος έτσι πως η άγρια λιτότητα που μας επιβλήθηκε –μαζί και η εργοδοτική δικτατορία, που βιώνουμε- είχαν τα κακά τους μεν, αλλά τελικά λειτούργησαν: έφεραν την έξοδο από την κρίση!
Διότι αυτές ήταν οι πολιτικές που ασκήθηκαν. Συνεπώς, αν βγαίνουμε από την κρίση σε αυτές οφείλεται! Βγάζει νόημα; Για τον Φρίντμαν, ίσως.
Αυτά ακούμε, λοιπόν. Και αυτά ακούνε όλοι. Πράγμα που οδηγεί ένα μεγάλο μέρος τους να υποθέσει πως δίκιο, τελικά, είχαν οι «άλλοι». Οι νεοφιλελεύθεροι, δηλαδή. Που επέμεναν, «ρεαλιστικά» όπως αποδείχτηκε μετά πολλών επαίνων, πως οι δικές τους συνταγές είναι επώδυνες μεν, αλλά «αποτελεσματικές». Με αυτές «βγαίνουμε από την κρίση» και όχι με τα χαζοριζοσπαστικά ή τα αστοιχείωτα μαρξιστικά. Ο ρεαλισμός κόντρα στον επικίνδυνο βολονταρισμό, σύντροφοι, επιτάσσει αυτήν την παραδοχή. Έτσι δεν είναι;
Θα μπορούσαμε, αλήθεια, να φανταστούμε μεγαλύτερη υπηρεσία στον έξαλλο ιθαγενή θατσερισμό από αυτήν;
*Το κείμενο δημοσιεύεται στο τεύχος 48 του Δελτίου Θυέλλης.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας