Του Κώστα Ράπτη*
Από όλους τους διεθνείς ηγέτες που μίλησαν σχετικά με την αμερικανική εκλογική αναμέτρηση, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Frank–Walter Steinmeier είχε, πριν και ανεξάρτητα από την ανακοίνωση του αποτελέσματος, την πιο μεστή τοποθέτηση. “Θα είναι δύσκολο” τόνισε “για τον επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των πολιτικών στρατοπέδων, το οποίο έγινε ακόμη βαθύτερο”.
Ο διχασμός της Αμερικής φθάνει σε σημείο οριακό με την εκλογή ενός προέδρου τον οποίο οι αντίπαλοί του (που εν προκειμένω περιλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών οικονομικών και μιντιακών ελίτ) περιέγραφαν για μήνες ως ακατάλληλο, επικίνδυνο και ούτε λίγο ούτε πολύ ως “μαριονέτα” μιας ξένης δύναμης.
Τόσο η ανάδειξη του Trump ως υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών όσο και το είδος των αντιδράσεων προς το πρόσωπό του αποτελούν, σε πρώτο επίπεδο, αποτελέσματα της όλο και μεγαλύτερης πόλωσης που μαστίζει το αμερικανικό πολιτικό σκηνικό την τελευταία δεκαετία. Η άρνηση των Ρεπουμπλικανών από τον Μάρτιο να εγκρίνουν οποιαδήποτε υποψηφιότητα για το Ανώτατο Δικαστήριο που θα προέρχεται από έναν Λευκό Οίκο με Δημοκρατικό ένοικο ή το παλαιότερο δημοσιονομικό shutdown των ομοσπονδιακών υπηρεσιών το εικονογραφούν αυτό χαρακτηριστικά.
Μάλιστα, η πόλωση καθορίζει όλο και περισσότερο την καθημερινότητα των Αμερικανών, σύμφωνα τουλάχιστον με το βιβλίο “Το Μεγάλο Ξεδιάλεγμα” (The Big Sort: Why the Clustering of Like-Minded America is Tearing Us Apart) του δημοσιογράφου Bill Bishop, ο οποίος ήδη από την περασμένη δεκαετία παρατήρησε ότι οι Αμερικανοί ολοένα και περισσότερο τείνουν να συγκεντρώνονται χωροταξικά και να συγχρωτίζονται κοινωνικά με, ιδεολογικά αυτοτροφοδοτούμενες, “κοινότητες ομοφρόνων“, γεγονός που καθιστά αδύνατη την κατανόηση της πραγματικότητας που βιώνουν και της οπτικής γωνίας που διαθέτουν άνθρωποι που κατοικούν λίγα μίλια παραδίπλα. (Ο διάχυτος φόβος, προεκλογικά, της φιλελεύθερης Αμερικής ότι “κάποιοι εκεί έξω”, που δεν μπορούσαν να εντοπισθούν, θα έδιναν τη νίκη στον Trump είναι από αυτή την άποψη χαρακτηριστικός).
Η προϋπάρχουσα αυτή κατάσταση οδηγήθηκε στα άκρα κατά την οκταετία Obama, καθώς η συνταγή διαχείρισης της κρίσης που επελέγη μπορεί να οδήγησε την Wall Street σε νέα ρεκόρ αποτιμήσεων, όμως οι ποταμοί ρευστότητας δεν “καταστάλαξαν στην πραγματική οικονομία. Εκατομμύρια ανθρώπων από την περιλάλητη “μέση τάξη” είδαν την θέση τους να υποβαθμίζεται και βρέθηκαν να συμπιέζονται ανάμεσα σε ένα υπέρογκο φοιτητικό χρέος στην αρχή του ενήλικου βίου και μια καταστροφική δαπάνη υγείας στα τέλη του. Χαμηλότερα στην κοινωνική ιεραρχία, τον τόνο δίνουν η αποβιομηχάνιση, η εξάπλωση των τοξικοεξαρτήσεων, ο διαγκωνισμός με την φτηνή μεταναστευτική εργασία μετατρέποντας μεγάλα τμήματα της αμερικανικής ενδοχώρας σε τοπία μιζέριας. Η απουσία θετικών προσδοκιών επιδείνωσε την υποχώρηση των συλλογικών αναφορών σε εθνικό επίπεδο.
Η δε εμφάνιση της Hillary Clinton ως “αυτονόητης” υποψήφιας προέδρου, μοναδικής επιλογής όλου του κατεστημένου, απρόσβλητης από κάθε είδους καταγγελίες για διαφθορά, πρόσθεσε στην απουσία ελπίδας και την οργή για το “παιχνίδι που ήταν στημένο” – πολιτικά, όπως και οικονομικά.
Το τοπίο ήταν ώριμο για την εμφάνιση ενός “τιμωρού” – όπως καλύτερα από όλους, σύμφωνα με τις διαρροές των Wikileaks, δείχνει να γνωρίζει ο πρώην πλανητάρχης. Σχολιάζοντας σε συγκέντρωση χρηματοδοτών υπέρ της Hillary πέρσι τον Οκτώβριο στο Μέριλαντ την ανάδειξη του Jeremy Corbynστο βρετανικό Εργατικό Κόμμα (και παρεμπιπτόντως και τις ελληνικές εκλογές), ο Bill Clintonυποστήριξε ότι “όταν ο κόσμος θεωρεί ότι έχει εξαπατηθεί και εν πάση περιπτώσει δεν προσδοκά τίποτε, τότε θέλει απλώς να εκπροσωπηθεί από το πιο οργισμένο άτομο που βρίσκεται τριγύρω“.
Στην ίδια ομιλία ο Bill Clinton υπενθύμισε με στοιχεία σε ποια στασιμότητα έχει καθηλωθεί η μέση αμερικανική οικογένεια – όμως κατά τα λοιπά αφιερώθηκε στο να επιτίθεται στην “αφελή” ιδέα του Bernie Sanders ότι “τα λεφτά μπορεί απλώς να βρεθούν παίρνοντάς τα από τους εκατομμυριούχους”. Δεν είναι περίεργο που αφότου ο Sanders τέθηκε με διάφορες μεθοδεύσεις της ηγεσίας των Δημοκρατικών εκτός παιδιάς, ο μόνος ωφελημένος από την οργή κατά του συστήματος ήταν η Δεξιά τύπου Trump.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι όλη η καμπάνια του νεοϋορκέζου μεγιστάνα σχεδόν προσπέρασε τα άλλοτε προσφιλή στους Ρεπουμπλικανούς θέματα των “πολιτιστικών πολέμων” (αμβλώσεις, θανατική ποινή, γκέι γάμος, οπλοφορία κτλ.) για να επιμείνει στο σφυροκόπημα της “απατεώνισσας Χίλαρι”, του “στημένου συστήματος”, της παρακμής της Αμερικής που πρέπει “να γίνει μεγάλη ξανά” κτλ.
Τα exit polls που φέρουν το 75% των Αμερικανών να ζητά “έναν ισχυρό ηγέτη για να πάρει πίσω τη χώρα από τους πλούσιους και ισχυρούς” κάνουν αναδρομικά το αποτέλεσμα να φαντάζει προδιαγεγραμμένο – χωρίς αυτό να αντικρούεται (κάθε άλλο) από την “αηδία” που εξέφραζαν όλο και περισσότεροι πολίτες για την εκλογική μονομαχία και τους πρωταγωνιστές της.
Σε ένα τοπίο σημαδευμένο από την τριπλή διαίρεση αστικών κέντρων και περιφέρειας, λευκών και μειονοτήτων, κατόχων κολλεγιακής μόρφωσης και μη, η κοινωνική συμμαχία της Hillary Clinton αποδείχθηκε πολύ στενότερη του νομιζόμενου – και δη στις πολιτείες που ήταν εκλογικά καθοριστικές. Πυρήνας της ήταν οι λευκοί (και κυρίως οι λευκές) κολλεγιακής μόρφωσης και οι Ισπανόφωνοι, ενώ η έλλειψη ενθουσιασμού στους Αφροαμερικανούς και στις νεαρές ηλικίες που στήριξαν τον Sanders ήταν καθοριστική.
Ο έλεγχος του Λευκού Οίκου και κυρίως της Γερουσίας και του Ανώτατου Δικαστηρίου από τους Ρεπουμπλικανούς δεν προοιωνίζεται βέβαια πρόοδο στον τομέα των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων – όμως η αδιαφορία του αμερικανικού εκλογικού σώματος για την ψυχροπολεμική ρητορική της Clinton, που από ένα σημείο και μετά απέδιδε όλα της τα στραβοπατήματα στον “ρωσικό δάκτυλο”, προσφέρει μια πιθανότητα μείωσης των εντάσεων στη διεθνή σκηνή.
Προφανώς, πολλοί θα νοσταλγήσουν τον Barack Obama, ο οποίος αποχωρεί στο ζενίθ της δημοτικότητάς του. Όμως ότι το αμερικανικό πολιτικό σύστημα δεν είχε να προσφέρει το 2016 καλύτερες επιλογές συνιστά εντέλει θλιβερό απολογισμό και της δικής του οκταετίας.
*Πηγή: capital.gr