Το λιβυκό πραξικόπημα/επανάσταση της 1ης Σεπτεμβρίου 1969 ήταν το τελευταίο από τις επεμβάσεις του στρατού που άλλαξαν τα πολιτικά καθεστώτα στη Μέση Ανατολή. Αν και έχει ομοιότητες με τα υπόλοιπα ανάλογα πραξικοπήματα ως προς την κοινωνική προέλευση της «επαναστατικής» ομάδας και την ιδεολογική συγκρότησή της, εντούτοις παρουσιάζει σημαντικές διαφορές που σχετίζονται με τις ιδιομορφίες της χώρας.
Η Λιβύη απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1951 έπειτα από απόφαση του ΟΗΕ. Αντίθετα με τα άλλα έθνη της Βορείου Αφρικής, η Λιβύη θα αποκτήσει την ανεξαρτησία της, ενώ δεν έχει ισχυρό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Ο μονάρχης Ιντρις αλ-Σανούσι ήταν ο κληρονομικός αρχηγός ενός δικτύου φυλών εγκατεστημένων κυρίως στην Κυρηναϊκή, οι οποίες συγκροτούσαν τον πυρήνα της μουσουλμανικής σέχτας των Σανούσι. Η σέχτα αυτή είχε εγκατασταθεί στην Κυρηναϊκή στα μέσα του 19ου αιώνα και είχε αποκτήσει ισχύ μέσα από την ασυμβίβαστη αντίθεσή της σε κάθε δυτική επιρροή, πολιτική και πολιτιστική.
Η παρωχημένη λιβυκή μοναρχία
Μέχρι το 1965 χώρα είχε δύο πρωτεύουσες, τη Βεγγάζη και την Τρίπολη και τρεις περιφερειακές κυβερνήσεις. Η διακυβέρνηση του Ιντρις βασιζόταν σε ένα δίκτυο μεταξύ της βασιλικής αυλής, των φυλών, ισχυρών οικογενειών και τοπικών συμφερόντων. Ο μονάρχης συντηρούσε τη βάση υποστήριξής του στην Κυρηναϊκή και είχε μάλιστα διατηρήσει τις Αμυντικές Δυνάμεις της Κυρηναϊκής ως αντιστάθμισμα στον τακτικό στρατό.
Υπό τον Ιντρις η Λιβύη ήταν μια πολύ φτωχή χώρα που βασιζόταν κυρίως στη γεωργία. Μάλιστα, το 1954 η Παγκόσμια Τράπεζα την κατατάσσει ως τη φτωχότερη χώρα στον κόσμο. Ακόμη και μετά το 1965, όταν ξεκινά η εκμετάλλευση του πετρελαίου δεν βελτιώνεται αισθητά η κατάσταση. Ο μονάρχης χρησιμοποιούσε τα πετρελαϊκά έσοδα για να διατηρεί το τεράστιο δίκτυο πατρωνίας που εναλλασσόταν στη διακυβέρνηση. Η Λιβύη είχε μέσα σε 17 χρόνια έντεκα κυβερνήσεις και πάνω από διακόσιους υπουργούς. Ηταν φανερό ότι η μοναρχία του Ιντρις ήταν ένα απολίθωμα του μακρινού παρελθόντος και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις διανεμητικές και αναπτυξιακές ανάγκες ενός κράτους εισοδηματία, στο οποίο μεταβαλλόταν ραγδαία η Λιβύη.
Η μοναρχία έχασε έτσι και τις συμμαχίες με τις φυλές ακόμη και της Κυρηναϊκής που δεν αντέδρασαν καθόλου στο πραξικόπημα της ομάδας Καντάφι. Αλλωστε, το φυλετικό σύστημα και οι αρχηγοί των φυλών της χώρας δεν αποτέλεσαν ποτέ κέντρα πολιτικής εξουσίας ή πηγή πολιτικής νομιμοποίησης όπως στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας ή του Ιράκ. Αντιθέτως, κατά τη διάρκεια της μοναρχίας η κοινωνική επιρροή των φυλάρχων πήγαζε από τη σχέση τους με τον θρόνο και όχι το αντίστροφο. Στο σαουδαραβικό βασίλειο, για παράδειγμα, η μοναρχία των Σαούντ βασίζεται σε μια τριγωνική συμμαχία και συναλλαγή μεταξύ βασιλικής οικογένειας, φυλών και ουλεμάδων. Οι φυλές στη Λιβύη έχουν περισσότερο κοινωνικό χαρακτήρα και συμβολισμό παρά πολιτική εξουσία.
Η ομάδα των επαναστατών
Οι αξιωματικοί που αποτελούσαν το Επαναστατικό Συμβούλιο προέρχονταν από μικρομεσαία και κυρίως αγροτικά στρώματα από περιοχές και φυλές που δεν είχαν την εύνοια της βασιλικής αυλής και δεν ανήκαν στο δίκτυο πατρωνίας της. Ο Μουαμάρ Καντάφι, (Καντάφι σημαίνει η «φωνή της ερήμου) καταγόταν από φτωχή οικογένεια βεδουίνων και ξεκίνησε το σχολείο στα εννέα του, αλλά χάρις στην εξαιρετική του επίδοση κατάφερε να το τελειώσει κανονικά. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Σάμπχα και μάλιστα λόγω οικονομικών δυσκολιών φιλοξενήθηκε σε τέμενος. Αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο λόγω της πολιτικής δράσης του και τελικά εισήχθη στη Στρατιωτική Ακαδημία. Το 1969 ήταν ήδη συνταγματάρχης με μετεκπαίδευση στη Μεγάλη Βρετανία.
Ανάλογη κοινωνική προέλευση και πορεία είχαν και τα υπόλοιπα μέλη του Επαναστατικού Συμβουλίου. Η συνωμοτική τους ομάδα με το όνομα Ελεύθεροι Ενωτικοί (υπέρ αραβικής ενότητας) Αξιωματικοί είχε δημιουργηθεί, σύμφωνα με τον Καντάφι, ήδη από το 1959 και από το 1965 άρχισαν να συμμετέχουν και πολίτες. Η οργάνωση είχε πολύ αυστηρούς όρους κοινωνικής συμπεριφοράς. Απαγορεύονταν στα μέλη της το αλκοόλ, τα τυχερά παιχνίδια και η νυχτερινή διασκέδαση. Θα έπρεπε να προσεύχονται και να μελετούν επισταμένως.
Η ομάδα αυτή, και ιδιαίτερα ο Καντάφι που αναδείχθηκε ως ηγετική μορφή του κινήματος, ήταν καταφανώς επηρεασμένη από τη σκέψη και τις πρακτικές διακυβέρνησης του Αιγύπτιου ηγέτη Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ. Η προσήλωσή τους στην ενότητα του αραβικού έθνους, στην αυτάρκη ανάπτυξη και στην αναδιανομή του πλούτου, η ένταξη στο στρατόπεδο των Αδεσμεύτων και η αποτίναξη κάθε ξένης νεοαποικιακής εξάρτησης με τη μορφή οικονομικών δεσμών ή στρατιωτικών βάσεων αποτέλεσαν σταθερά στοιχεία της διακυβέρνησης του Επαναστατικού Συμβουλίου. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που ονόμαζαν την οργάνωσή τους Ελεύθεροι Αξιωματικοί, όπως ακριβώς ήταν η ονομασία της συνωμοτικής ομάδας του Νάσερ και των νασερικών πραξικοπηματικών κύκλων σε όλη τη Μέση Ανατολή. Για τον Νάσερ και το νασερικό κίνημα η λιβυκή επανάσταση ήταν μια σημαντική αναζωογονητική ένεση μετά την αποτυχία της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας (Αιγύπτου-Συρίας), την ήττα του 1967 και την αναδίπλωση του παναραβισμού.
Οι πέντε άξονες της νέας πολιτικής της Λιβύης
Οι νασερικές καταβολές μπορούν εύκολα να ανιχνευθούν στις πέντε αρχές στη διακήρυξη πολιτικής της επαναστατικής κυβέρνησης στις 16 Οκτωβρίου 1969. Η νέα κυβέρνηση πρώτον, προχωρούσε στην πλήρη κατάργηση των αμερικανικών και βρετανικών βάσεων στη χώρα. Δεύτερον, στην πλήρη ουδετερότητα και συμπόρευση με τους Αδέσμευτους. Τρίτον, στην επίτευξη εθνικής ενότητας. Τέταρτον, στον αγώνα για παναραβική ενότητα. Τέλος, στην απαγόρευση της λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων. Πέρα από τις διακηρύξεις αυτές ο Καντάφι προχωρά στην υπογραφή του Συμφώνου της Τρίπολης με την Αίγυπτο και το Σουδάν, μόλις τρεις μήνες μετά την επανάσταση, στις 29 Δεκεμβρίου 1969.
Βασική διαφοροποίηση του Καντάφι από τη νασερική και την μπααθική ιδεολογία ήταν ο ρόλος του Ισλάμ. Για τον Καντάφι το Ισλάμ αποτελούσε τη βασική αναζωογονητική δύναμη της επανάστασης. Πίστευε ότι το Ισλάμ και όχι συγκυριακοί πολιτικοί αγώνες όπως η αραβοϊσραηλινή διαμάχη ήταν η στέρεα βάση για την παναραβική ενότητα. Ο Νάσερ έβλεπε την ανάπτυξη του επαναστατικού κύματος σε τρεις κύκλους, τον αραβικό, τον αφρικανικό και τον ισλαμικό και θεωρούσε τον αραβικό ως τον πιο σημαντικό. Αντιθέτως, ο Καντάφι έριχνε το βάρος στον ισλαμικό. Δεν έχανε μάλιστα ευκαιρία να παραλληλίζει τον εαυτό του και τα μέλη του Επαναστατικού Συμβουλίου του με τους συντρόφους του προφήτη Μωάμεθ.
Ο βασιλιάς Ιντρις στο λιμάνι του Βόλου, τέσσερις ημέρες μετά την ανατροπή του.
Ο Καντάφι είχε να επιλύσει δύο βασικά ζητήματα: την εκ νέου πολιτική οργάνωση και τον εκσυγχρονισμό της χώρας και την αποκαθήλωση όλης της κυβερνητικής γραφειοκρατικής ελίτ και των δικτύων πατρωνίας που είχαν δημιουργηθεί στην περίοδο του Ιντρις και την επαναδιαπραγμάτευση των πετρελαϊκών εσόδων με τις εταιρείες που εκμεταλλεύονταν τα κοιτάσματα.
Κύμα διώξεων και διάλυση της κρατικής διοίκησης
Η διαπραγμάτευση του Καντάφι με τις πετρελαϊκές εταιρείες ήταν σχετικά εύκολη. Το μεγαλύτερο μέρος του λιβυκού πετρελαίου εκμεταλλεύονταν ανεξάρτητες όπως λέγονται εταιρείες, που δεν ανήκαν δηλαδή στο δίκτυο των «επτά αδελφών», των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών. Καθώς για τις ανεξάρτητες εταιρείες το λιβυκό πετρέλαιο αποτελούσε πάνω από το 90% του κύκλου εργασιών τους, η επαναστατική κυβέρνηση μπορούσε να τις πιέσει αποτελεσματικά με την απειλή της εθνικοποίησης. Τα υπεραυξημένα κρατικά έσοδα οδήγησαν σε απογείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος από 1.830 δολάρια το 1970 σε περισσότερα από 4.000 το 1975. Ο αναπτυξιακός προϋπολογισμός της Λιβύης ήταν, το 1977, τέσσερις φορές μεγαλύτερος από τον μέσο αντίστοιχο στον αραβικό κόσμο. Η Λιβύη είχε το ίδιο έτος 20.000 φοιτητές έναντι 3.000, το 1969.
Ο Βασιλιάς Χασάν του Μαρόκου υποδέχεται τον Καντάφι στη διάσκεψη του Ραμπάτ (18-21/12/1969).
Το 1971, σε λιγότερο από δύο χρόνια μετά το πραξικόπημα, ο Καντάφι είχε προχωρήσει στην κατάργηση όλων των σημαντικών νόμων της μοναρχίας και στην αντικατάστασή τους από νέα νομοθεσία η οποία εξυπηρετούσε σύμφωνα με το νέο καθεστώς τα συμφέροντα του λαού και τις εντολές του Ισλαμικού Νόμου. Υπήρξε τεράστιο κύμα διώξεων και απολύσεων με το επιχείρημα της αντιμετώπισης της διαφθοράς και της αναποτελεσματικότητας, αλλά στην ουσία ήταν μια επιχείρηση διάλυσης των παλαιών δικτύων πατρωνίας. Επίσης, ξεκίνησε διωγμό των κομμουνιστών και των Αδελφών Μουσουλμάνων, ακολουθώντας το παράδειγμα του Νάσερ, εξουδετερώνοντας έτσι επικίνδυνους αντιπάλους. Οργάνωσε τον εξοπλισμό των πολιτών και ξεκίνησε μια «πολιτιστική επανάσταση», που στηριζόταν σε μια επιστροφή στις αδιαμεσολάβητες από θρησκευτικές ιεραρχίες ανόθευτες ρίζες του Ισλάμ. Βασικό εργαλείο στην πλήρη αποκέντρωση και διάλυση της κρατικής δομής ήταν η ανάληψη όλων των κρατικών δομών και των κοινωνικών λειτουργιών από τις χιλιάδες λαϊκές επιτροπές βάσης.
Προπαγανδιστική αφίσα με τον Καντάφι να κρατάει το περίφημο «Πράσινο Βιβλίο» του.
Σύμφωνα με τον Dirk Vandewalle, το καθεστώς Καντάφι είχε ουσιαστικά αποπολιτικοποιήσει το κράτος μέσω μιας ιδιόρρυθμης ιδεολογίας, της συνεχούς αλλαγής του προσωπικού της κεντρικής διοίκησης, της διάλυσης των υπουργείων, της απειλής για όλο και μεγαλύτερη αποκέντρωση και ουσιαστική απίσχναση της κεντρικής γραφειοκρατίας και μέσω της αντικατάστασης της γραφειοκρατίας και της στρατιωτικής ιεραρχίας με νέες όταν εμφάνιζαν στοιχεία πολιτικής συγκρότησης. Το αποτέλεσμα σήμερα, μετά την πτώση και τη διάλυση του προσωποπαγούς καθεστώτος Καντάφι είναι ότι δεν υπάρχουν δομές, θεσμοί ή κέντρα εξουσίας, ούτε βεβαίως πολιτικές δυνάμεις, που να μπορούν να συγκροτήσουν εκ νέου την κρατική δομή.
* Ο κ. Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr.
**Πηγή: kathimerini.gr