Εικόνα πολιτικής σχιζοφρένειας έδινε η κυβέρνηση Τραμπ τα δύο πρώτα εικοσιτετράωρα μετά την κατάρρευση μη επανδρωμένου αεροσκάφους της από ιρανικό πύραυλο εδάφους-αέρος κοντά στα Στενά του Ορμούζ. «Το Ιράν διέπραξε ένα μεγάλο λάθος», ήταν η πρώτη αντίδραση του Ντόναλντ Τραμπ, προϊδεάζοντας για απαντητικό πλήγμα. Αλλωστε, από τη στιγμή που ο ίδιος βεβαίωνε ότι το αεροσκάφος κατερρίφθη πάνω από διεθνή ύδατα, η στρατιωτική απάντηση –έστω και περιορισμένη, κατά το προηγούμενο της Συρίας– φάνταζε μονόδρομος. Εκεί που έφτασαν τα πράγματα, το αντίθετο θα αποτελούσε πλήγμα για το κύρος και την αξιοπιστία της υπερδύναμης.
Ωστόσο, πριν αλέκτορα φωνήσαι, ο Αμερικανός πρόεδρος άλλαξε τροπάριο. Απέδωσε το θερμό επεισόδιο όχι στην ιρανική κυβέρνηση αλλά σε κάποιον «ανόητο στρατηγό», τονίζοντας ότι το αμερικανικό αεροσκάφος, ευτυχώς, δεν ήταν επανδρωμένο. Το μήνυμα ήταν σαφές: ένα επεισόδιο δυσάρεστο μεν, αλλά που δεν παραβίασε κάποια κόκκινη γραμμή, αφήνοντας ανοιχτό ένα παράθυρο διαπραγμάτευσης με τον ανώτατο ηγέτη της Ισλαμικής Δημοκρατίας, αγιατολάχ Χαμενεΐ. Μια φορά, η Τεχεράνη δεν ανταποκρίθηκε, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο. Ανέλαβε την πλήρη ευθύνη της κατάρριψης, υποστηρίζοντας ότι το αμερικανικό αεροσκάφος ασκούσε κατασκοπεία πάνω από τον ιρανικό εναέριο χώρο.
Η συνέχεια ήταν ακόμη περισσότερο τραγελαφική. Ο Τραμπ έδωσε εντολή για περιορισμένα απαντητικά πλήγματα εναντίον βάσεων ραντάρ και συστοιχιών πυραύλων του Ιράν τη νύχτα της Πέμπτης προς Παρασκευή. Τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα απογειώθηκαν και τα πολεμικά πλοία των ΗΠΑ στον Κόλπο τέθηκαν σε επιφυλακή. Ωστόσο, δέκα λεπτά προτού πατηθούν τα κουμπιά, ο Τραμπ ακύρωσε τη διαταγή του. Δικαιολογώντας τις παλινωδίες του, ισχυρίστηκε ότι οι απώλειες αμάχων από μια τέτοια επίθεση θα ήταν δυσανάλογες με την κατάρριψη ενός μη επανδρωμένου αεροσκάφους.
Μπλόφα που δεν έπιασε; Αναδίπλωση ύστερα από τις αντιδράσεις μερίδας της κυβέρνησης, αλλά και των Δημοκρατικών; Ή μήπως πρόσκαιρη αναβολή λόγω τεχνικών προβλημάτων της τελευταίας στιγμής; Αγνωστο. Ιρανοί αξιωματούχοι, τους οποίους επικαλείται το πρακτορείο Reuters, υποστήριζαν ότι, τη νύχτα της Πέμπτης, ο Τραμπ τους διεμήνυσε μέσω του Ομάν πως επίκειται επίθεση παρότι δεν επιθυμούσε πόλεμο και τους εκβίασε να δεχτούν απευθείας συνομιλίες μαζί του. Η πληροφορία αυτή συνάδει με την είδηση που έδωσε ο Μπρετ Μακ Γκερκ στο περιοδικό Foreign Affairs. Ο έμπειρος διπλωμάτης, που υπηρέτησε σε καίρια πόστα εθνικής ασφάλειας επί υιού Μπους, Ομπάμα και Τραμπ, ανέφερε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος «επανειλημμένα ζήτησε από την ανώτατη ηγεσία του Ιράν να μιλήσει απευθείας μαζί του, μάλιστα διαβίβασε για τον σκοπό αυτό προσωπικό του τηλέφωνο μέσω Ελβετίας».
Τι βρίσκεται τελικά στο μυαλό του Ντόναλντ Τραμπ; Το ερώτημα εμπίπτει στην αρμοδιότητα ειδικευμένων επιστημόνων, ενώ ο δημοσιογράφος μπορεί να διατυπώσει μόνο εύλογες εικασίες. Μέσα από το χάος των αντιφατικών λόγων και έργων αυτής της ιδιάζουσας προσωπικότητας, ξεχωρίζουν μόνο δύο σταθερές.
Η κληρονομιά Ομπάμα
Η εμμονή του να ξηλώσει κάθε στοιχείο της κληρονομιάς Ομπάμα, συμπεριλαμβανομένης της ιστορικής συμφωνίας του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, και η «φιλοσοφία» που αναπτύσσει στο διάσημο βιβλίο του «The Art of the Deal»: απειλήστε τον ανταγωνιστή σας με πόλεμο μέχρις εσχάτων για να τον σύρετε σε έναν ευνοϊκό για εσάς συμβιβασμό. Κάτι που ήδη επιχείρησε με τη Βόρεια Κορέα, το Μεξικό και την Κίνα χωρίς οποιοδήποτε απτό, μέχρι στιγμής, αποτέλεσμα.
Πιθανότατα ο Τραμπ δεν θέλει πόλεμο με το Ιράν – άλλωστε στην προεκλογική εκστρατεία του υποσχέθηκε να απαγκιστρώσει την Αμερική από τους μακρόχρονους και αδιέξοδους πολέμους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Ωστόσο, οι σκληροπυρηνικοί συνεργάτες του, όπως ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Τζον Μπόλτον και ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ
Πομπέο, τάσσονται ξεκάθαρα υπέρ της μέγιστης οικονομικής και στρατιωτικής πίεσης στο Ιράν για την ανατροπή του καθεστώτος. Ενδεχομένως ο Αμερικανός πρόεδρος πιστεύει ότι μπορεί να παίξει με τους Ιρανούς το παιχνίδι του κακού και του καλού αστυνομικού – κατ’ αναλογίαν, όπως έκανε ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ με «κακό» τον Τζον Φόστερ Ντάλες. Το μήνυμά του φαίνεται να είναι: Ελάτε στα συγκαλά σας, γιατί θα αμολήσω τα «πίτμπουλ» εναντίον σας.
Μοιραίες επιλογές
Σε κάθε περίπτωση, είναι ο Τραμπ που φέρει την αποκλειστική ευθύνη για την εκρηκτική κατάσταση που προέκυψε. Πριν από ένα χρόνο αποδεσμεύτηκε από τη συμφωνία του 2015 και κήρυξε οικονομικό πόλεμο στο Ιράν, το ΑΕΠ του οποίου συρρικνώθηκε κατά 4%. Στις αρχές Μαΐου έστειλε στον Κόλπο την αρμάδα του αεροπλανοφόρου «Αβραάμ Λίνκολν» και σμήνος βομβαρδιστικών χωρίς κανένα πρόσχημα. Μόνο ένας τελείως ηλίθιος –και ο Τραμπ είναι πολλά πράγματα αλλά όχι ηλίθιος– θα περίμενε ότι το Ιράν δεν θα αντιδράσει. Η απειλή της Τεχεράνης ότι θα αποδεσμευθεί και αυτή από τους περιορισμούς της διεθνούς συμφωνίας για τον εμπλουτισμό ουρανίου ήταν μια απεγνωσμένη προσπάθεια να πιεστούν Ευρωπαίοι, Ιάπωνες, Ρώσοι και Κινέζοι να παρακάμψουν τις αμερικανικές κυρώσεις, δίνοντας οξυγόνο στην ιρανική οικονομία. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι η αντιπαράθεση ΗΠΑ – Ιράν έχει εξελιχθεί σε αγώνα γοήτρου μεταξύ του Τραμπ και των αγιατολάχ, κάτι που συρρικνώνει τα περιθώρια υποχωρήσεων. Αντί να χρησιμοποιεί ως μέσο πίεσης τους σκληροπυρηνικούς της κυβέρνησής του, ο Τραμπ έχει αιχμαλωτιστεί από αυτούς και κινδυνεύει να οδηγηθεί εκών-άκων στην υλοποίηση της υπερεπιθετικής ατζέντας τους. Μια πυραυλική επίθεση των ΗΠΑ, έστω και περιορισμένη, θα κάψει οριστικά τους μετριοπαθείς της Τεχεράνης, ακυρώνοντας κάθε προσπάθεια μεσολάβησης μιας ούτως ή άλλως αδύναμης Ευρώπης. Με αυτά τα δεδομένα, αν και ούτε ο Τραμπ ούτε ο Χαμενεΐ θέλει τον πόλεμο, οι δυο τους μοιάζουν να υπνοβατούν στο χείλος μιας ολέθριας σύγκρουσης.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής 23/6