Ως πρώτο θέμα στο ιδιαίτερης απήχησης ενημερωτικό σημείωμα του Ιανουαρίου που εκδίδουν το Ινστιτούτο Reuters και το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης σκιαγραφώντας τις εξελίξεις στο χώρο της ενημέρωσης έχουν επιλεγεί «πέντε πράγματα που πρέπει ο καθένας να ξέρει για το μέλλον της δημοσιογραφίας».
Ανάμεσα σε εύστοχες παρατηρήσεις για τη δύναμη που διαθέτουν πλέον οι πλατφόρμες να ελέγχουν την πρόσβαση του κοινού στις ειδήσεις και την απώλεια της εμπιστοσύνης του κοινού προς τη δημοσιογραφία βρίσκεται ένα ακόμη συμπέρασμα για τις προκλήσεις που δέχονται τα επιχειρηματικά μοντέλα που χρηματοδοτούν την ειδησεογραφία «εξασθενώντας την επαγγελματική δημοσιογραφία, κι αφήνοντας τα μέσα Ενημέρωσης πιο ευάλωτα σε εμπορικές και πολιτικές πιέσεις».
Τελευταίο κρούσμα σε αυτό τον ατελείωτο χορό εμπορικών, δηλαδή οικονομικών πιέσεων προς τη βιομηχανία των Μέσων, που εκ των πραγμάτων στρέφεται εναντίον της δημοσιογραφίας, είναι η εμβληματική κεντροδεξιού προσανατολισμού καθημερινή γαλλική εφημερίδα Le Monde. Η Le Monde, που ιδρύθηκε το 1944 καρά παραγγελία του Σαρλ ντε Γκωλ, απέφυγε τη χρεοκοπία τελευταία στιγμή το 2010 όταν ανέλαβαν να τη χρηματοδοτήσουν τρεις Γάλλοι εκατομμυριούχοι. Την αυτοτέλεια του δημοσιογραφικού έργου ανέλαβε να διαφυλάξει ένα σχήμα που αποκαλέστηκε «πόλος της ανεξαρτησίας» στο οποίο συμμετείχαν δημοσιογράφοι, εργαζόμενοι και αναγνώστες, κι εξακολουθεί να ελέγχει το 25% του μετοχικού κεφαλαίου.
Τον Οκτώβριο του 2018 ωστόσο άρχισε να δοκιμάζεται αυτή η λεπτή ισορροπία που αξίζει να κρατήσουμε ότι θεωρεί εκ προοιμίου, «καταστατικά», απειλή για την ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας τον έλεγχό της από μεγιστάνες κι αυτό μάλιστα δε συνέβη σε κάποια απομακρυσμένη Δημοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης. Τότε, ένας εκ των «τριών σωματοφυλάκων» που πράγματι έσωσαν την Le Monde το 2010, ο «γνωστός» μας από το 2015 τραπεζίτης της Lazard, Ματιού Πιγκάς, πούλησε το μερίδιό του που ανέρχεται στο 49% του μετοχικού κεφαλαίου στον Τσέχο δισεκατομμυριούχο Ντανιέλ Κρετίνσκι. Η σχέση του με την ενημέρωση είναι ίδια με τη σχέση που έχει το επαγγελματικό ποδόσφαιρο με τις εφημερίδες, αν κρίνουμε από το έτερο απόκτημά του την Σπάρτα Πράγας, ή οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ στη Μεγαλόπολη και τη Μελίτη με τα newsroom, αν κρίνουμε από την προσφορά που κατέθεσε πέρυσι ο τσέχος ολιγάρχης στο σχετικό διαγωνισμό στο πλαίσιο της περίφημης «αποεπένδυσης» της ΔΕΗ.
Η Le Monde ωστόσο δεν ήταν το μοναδικό θύμα του Κρετίνσκι από την γαλλική εκδοτική βιομηχανία. Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα αγόρασε τα εβδομαδιαία περιοδικά France Dimanche, Marianne, Elle, Tele 7 Jours και Ici Paris. Τα κίνητρα του δε, γίνονται ορατά, και παύει οποιαδήποτε συζήτηση περί πολιτικού ενδιαφέροντος «φρανκοφιλίας» κι άλλων σχετικών παραπλανητικών δικαιολογιών, αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι το 2017 ήταν η πρώτη χρονιά από το 2010 που η εμβληματική γαλλική εφημερίδα πέρασε στην κερδοφορία καταφέρνοντας να πενταπλασιάσει στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο τον αριθμό των συνδρομητών της, φτάνοντας τους 180.000. Το ζητούμενο επομένως εκ μέρους του 43χρονου τσέχου επενδυτή ήταν να βγάλει γρήγορο κέρδος. Επιδίωξη που θα λειτουργήσει σε βάρος της δημοσιογραφίας, μειώνοντας κυκλοφορία και συνδρομητές σε δεύτερο χρόνο, επιταχύνοντας έτσι την κρίση του Τύπου.
Αυτό ωστόσο που πειραματικά γίνεται στην Ευρώπη, να εισέρχονται δηλαδή στον Τύπο κι ευρύτερα στην ενημέρωση επενδυτικά κεφάλαια ή, κοινώς, καπιταλιστές της αρπαχτής, που ως μόνο τους ζητούμενο έχουν την εξασφάλιση υψηλού και γρήγορου κέρδους, στις ΗΠΑ έχει εξελιχθεί σε γάγγραινα και κανόνα μαζί, ένα ορμητικό τσουνάμι που παρασέρνει τα πάντα. Ένα θαυμάσιο ρεπορτάζ των Financial Times στις 25 Φεβρουαρίου 2019 περιέγραφε το εφιαλτικό τοπίο που έχουν δημιουργήσει στον αμερικανικό Τύπο τα επενδυτικά κεφάλαια, που βάζουν το τελευταίο καρφί στην κρίση του Τύπου. Ανέφερε ειδικότερα ότι σε 41 Πολιτείες 882 εφημερίδες βρίσκονται υπό τον έλεγχο 7 επενδυτικών ομίλων (Gatehouse Media, Digital First Media, CNHI, tronc/Tribune, BH Media Group, Civitas Media και 10/13 Communications). Στην άλλη όψη του νομίσματος της εξαγοράς έναντι πινακίου φακής ιστορικών τίτλων από funds, βρίσκεται το λουκέτο που μπήκε τα τελευταία 15 χρόνια σε 1.800 εφημερίδες κι η δημιουργία μιας γενιάς προβληματικών εφημερίδων, που φυτοζωούν και αποκαλούνται «εφημερίδες – φαντάσματα», οι οποίες εκτιμώνται από 1.000 ως 1.500! Σε όρους ανθρώπινου δυναμικού, οι απώλειες στον Τύπο ξεπερνούν τις απώλειες στα λιγνιτορυχεία, παρότι στις ΗΠΑ η λεγόμενη μεταλιγνιτική εποχή δεν χάραξε ποτέ! Σύμφωνα με το Γραφείο Εργατικών Στατιστικών των ΗΠΑ ο κλάδος των εφημερίδων το 2016 απασχολούσε 174.000 άτομα, όταν το 2001 απασχολούσε 412.000! Η σύγκρουση συμφέροντος που προκύπτει και τα επιπλέον πλήγματα που θα δεχθεί η ενημέρωση στο πλαίσιο της εξαγοράς χιλιάδων Μέσων από «αρπακτικά κεφάλαια» έγινε εμφανές από μήνυση που κατέθεσε μέτοχος ενός εξ αυτών των «κεφαλαίων γύπες», της Digital First Media, προς τους διαχειριστές του. Τους κατηγόρησε ότι χρησιμοποιούν ακόμη κι αυτά τα γλίσχρα κέρδη που αφήνουν οι εφημερίδες για να χρηματοδοτούν επενδύσεις σε χρεοκοπημένες εταιρείες ακινήτων του Μεξικού και σε ελληνικά ομόλογα, αξίας μάλιστα 86 εκ. δολ.!
Θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι ποτέ η βιομηχανία της ενημέρωσης δεν ανήκε σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Τώρα ωστόσο είμαστε μάρτυρες μιας ποιοτικής τομής αποτέλεσμα τόσο της ραγδαίας εξάπλωσης της δράσης επενδυτικών κεφαλαίων αγνώστου ποιότητας και προέλευσης όσο και της αδυναμίας του Τύπου να χρηματοδοτηθεί με ίδια μέσα. Το αποτέλεσμα θα είναι η υποβάθμιση της ποιότητας της ενημέρωσης και της ελευθεροτυπίας και η εξάπλωση των πλαστών ειδήσεων, που θα πολλαπλασιάζονται όσο θα εξαλείφεται το μέτρο σύγκρισης της ποιοτικής, αξιόπιστης και αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας.
Αυτή όμως είναι μια δημοσιογραφία που κοστίζει…
Πηγή: Νέα Σελίδα