Εργασία και κοινωνική πολιτική στα χρόνια των μνημονίων

1637
βιβλίου
Ερμηνεύοντας το νέο εργασιακό και κοινωνικό περίγραμμα

Σ’ αυτό το πρώτο τεύχος του Marginalia εγκαινιάζουμε τη στήλη «Εργασία και Κοινωνική Πολιτική». Η στήλη επιδιώκει να καταδείξει τις αναδιαρθρώσεις οι οποίες συντελούνται σε επίπεδο κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα και διεθνώς και οι οποίες επιταχύνονται μέσα στην και εξαιτίας της περιόδου της κρίσης. Κύριο επιχείρημα μας είναι ότι οι αναδιαρθρώσεις αυτές δεν συμβαίνουν, ούτε εμφανίζονται, εξαιτίας της έκτακτης ανάγκης που αναδεικνύεται από την παγκόσμια κρίση. Αντίθετα, οι πολιτικές έκτακτης ανάγκης είναι η πλήρης ανάπτυξη του πολιτικού προγράμματος του νεοφιλελευθερισμού, το οποίο έγινε αντικείμενο εκτεταμένης προεργασίας τουλάχιστον τις τελευταίες τρεις δεκαετίες σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Στο ευρωπαϊκό περιβάλλον οι άξονες της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Απασχόλησης αλλά και των κοινωνικών διαστάσεων στις Στρατηγικές της Λισαβόνας και της «Ευρώπη 2020» προοιωνίζονταν ένα περιβάλλον κρίσης της κοινωνικής πολιτικής πολύ πριν από την ύφεση του 2008. Η κρίση στην κοινωνική πολιτική προϋπάρχει της οικονομικής κρίσης και αυτό δεν οφείλεται στους αριθμούς ή στα δημοσιονομικά ελλείμματα. Η κρίση στην κοινωνική πολιτική είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών της κυρίαρχης ιδεολογίας, της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού.

Ο νεοφιλελεύθερος προσανατολισμός των κοινωνικών πολιτικών και των πολιτικών απασχόλησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήδη από τα μέσα του 1990, επέφερε αναντίρρητες οπισθοχωρήσεις: συρρίκνωση του συλλογικού σε όφελος του ατομικού και του δημοσίου σε όφελος του ιδιωτικού. Είχε επίσης σαν συνέπεια τη μετάβαση προς επιθετικές κοινωνικές και εργασιακές πολιτικές, καθώς καταγγέλθηκε ως παθητική η κοινωνική πολιτική που επιχειρήθηκε από το μεταπολεμικό κράτος ευημερίας.

Η ευελιξία στην απασχόληση, η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, η προσαρμοστικότητα και η δογματική προσήλωση στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων του ατόμου αποτελούν το νέο ευαγγέλιο της οικονομικής ανάπτυξης. Η μετατόπιση από τα αναδιανεμητικά στα κεφαλαιοποιητικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης επιβάλλεται στο όνομα της οικονομικής εξυγίανσης, της βιωσιμότητας και του εκσυγχρονισμού των συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Η θεμελίωση της Ευρώπης-φρούριο με τη μονοδιάστατη προσήλωση στα οικονομικά οφέλη της μετανάστευσης, οι ορδές των πνιγμένων στον πάτο του Αιγαίου και οι σύγχρονοι σκλάβοι της Μανωλάδας προστίθενται στις εικόνες που διαμορφώνουν τα νέα τοπία εργασίας και κοινωνικής πολιτικής. Η κατάληξη είναι ένα διαρκές αρνητικό ισοζύγιο σε βάρος των αδύναμων των οποίων ο αριθμός συνεχώς αυξάνεται.. Εκείνων, δηλαδή, των ανθρώπων που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη τους θεσμούς κοινωνικής και εργατικής προστασίας. Επιμέρους εκδοχές αυτών των εξελίξεων παρουσιάζονται στη συνέχεια αναλυτικότερα.

Εκτόξευση της ανεργίας και εργασιακή απορρύθμιση

Η εργασία κατά την περίοδο της κρίσης και των μνημονίων, τα οποία και συνθέτουν την πολιτική διαχείριση της κρίσης με όρους ακραίου νεοφιλελευθερισμού, βρίσκεται σε κατάσταση ισοπέδωσης. Η δραματική μείωση της απασχόλησης και η διατήρηση της ανεργίας σε επίπεδα πρωτοφανή μετά τη δεκαετία του ’50 δημιουργούν μια εικόνα γενικευμένης εργασιακής ανασφάλειας. Παράλληλα η ελληνική αγορά εργασίας λαμβάνει χαρακτηριστικά ειδικής οικονομικής ζώνης υπό το βάρος της καταιγίδας των μέτρων που ενισχύουν την εργασιακή ευελιξία και επισφάλεια συμπιέζοντας τους μισθούς σε συνδυασμό με την πλήρη αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Τα μέτρα που επιβάλλονται με τα δύο πρώτα μνημόνια διατηρούνται και ενισχύονται από τις δεσμεύσεις του τρίτου μνημονίου και της δέσμευσης ότι οποιαδήποτε αλλαγή στην εργατική νομοθεσία προϋποθέτει την έγκριση των δανειστών. Και αυτό γιατί υιοθετείται η άποψη ότι η προ μνημονίων ισχύουσα εργατική νομοθεσία είχε αντιαναπτυξιακό χαρακτήρα. Παγιώνεται έτσι ένα νέο εργασιακό τοπίο και μια πραγματικότητα στην οποία δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για ουσιαστική αλλαγή πλεύσης στην πολιτική για την αγορά εργασίας. Επιπλέον οι δεσμεύσεις ότι τυχόν αλλαγές απαιτούν τη συμμόρφωση με τις «βέλτιστες» ευρωπαϊκές πρακτικές, ερμηνεύονται από τους δανειστές ως συμμόρφωση στη γενικευμένη απορρύθμιση του ευρωπαϊκού εργασιακού κεκτημένου, όπως αυτή συντελείται κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες στη γηραιά ήπειρο.

Η απασχόληση έχει υποχωρήσει στο επίπεδο ρεκόρ του 52% του πληθυσμού μεταξύ 15 και 64 ετών και η ανεργία παρά τη μείωσή της σε συνδυασμό με τη γενικότερη μείωση που συντελείται στον ευρωπαϊκό χώρο, διατηρεί τη χώρα στην πρώτη θέση με 21% και με τα ¾ των ανέργων να βιώνουν τη μακροχρόνια ανεργία, ενώ επιδοτείται μόλις το 8% του συνόλου τους. Η μείωση της ανεργίας, ωστόσο, οφείλεται και στη μαζική μετανάστευση κυρίως ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, ενώ δεν αναμένεται η υποχώρησή της σε μονοψήφια ποσοστά πριν από τη δεκαετία του 2030. Η διατήρηση της ανεργίας στα υψηλά αυτά ποσοστά ευνοεί τη συμπίεση των μισθών με αποτέλεσμα οι μισοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα να αμείβονται με μισθούς που φτάνουν μέχρι τα κατώτατα μισθολογικά όρια του 2011, εξέλιξη που καθιστά την πάλαι ποτέ γενιά των 700 ευρώ προνομιούχο μπροστά στη διαμορφούμενη νέα κατάσταση.

Η δέσμευση του δευτέρου μνημονίου για σύγκλιση των κατώτατων μισθών με τις γειτονικές βαλκανικές χώρες διατηρεί με την πρωτοφανή διάρκεια μιας εξαετίας τα ίδια επίπεδα των συμπιεσμένων κατώτατων αμοιβών καθώς και τη δυσμενή διάκριση σε βάρος των νέων σε ηλικία εργαζόμενων. Παράλληλα, οι μισθοί στο σύνολό τους συμπιέζονται συγκλίνοντας με τα νέα κατώτατα όρια μέσα από την πλήρη αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων που έχουν απολέσει τον ουσιαστικό τους χαρακτήρα.

Η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων παραπέμπεται στις καλένδες μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής το 2023, ενώ τίποτα δεν εγγυάται ότι και τότε θα επέλθει η πλήρης και ουσιαστική αποκατάστασή τους. Ταυτόχρονα, παγιώνεται και εντείνεται η ευέλικτη και χαμηλά αμειβόμενη εργασία. Χαρακτηριστικά, το 63% των νέων συμβάσεων είναι συμβάσεις ευέλικτης εργασίας, ενώ ο αριθμός των παραδοσιακών συμβάσεων πλήρους απασχόλησης που μετατρέπεται σε συμβάσεις ευέλικτης εργασίας έχει αυξηθεί κατά 55%. Η εργασιακή ανασφάλεια ενισχύεται από τα μέτρα διευκόλυνσης των απολύσεων που λαμβάνονται σε όλη τη μνημονιακή περίοδο με αποκορύφωμα την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων που νομοθετείται στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου. Στο ίδιο πάντα πλαίσιο επανέρχεται με έμμεσο τρόπο ο θεσμός της ανταπεργίας ενώ αναμένεται, με βάση τα συμφωνηθέντα με τους δανειστές, η λήψη μέτρων που θα θέτουν πρόσθετα εμπόδια στην άσκηση του απεργιακού δικαιώματος που θα ολοκληρώσουν τις καταιγιστικές παρεμβάσεις για την βίαιη αλλαγή των ατομικών και συλλογικών εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα.

Τέλος, στο πλαίσιο της σταδιακής απορρύθμισης του κράτους πρόνοιας υλοποιείται η συνεχής συρρίκνωση της απασχόλησης στο δημόσιο, που ανέρχεται σε μειώσεις προσωπικού κατά 22% στην περίοδο της κρίσης. Παράλληλα, οι αμοιβές στον δημόσιο τομέα μειώνονται κατά 30% ενώ κατά την τελευταία τριετία αυξάνεται στους κόλπους του το ποσοστό των εκτάκτων και περιορίζεται σημαντικά το καθεστώς του δημοσίου υπαλλήλου στις προσλήψεις τακτικού προσωπικού. Πρόκειται για πολιτική που εφαρμόζει τη σταδιακή σύγκλιση των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα με όρους συνολικής υποβάθμισης της εργασίας.

Ανατροπή του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης

Η δυστοπική εικόνα της αγοράς εργασίας αντιστοιχεί πλήρως με την εικόνα στην κοινωνική ασφάλιση, όπως αυτή διαμορφώνεται τα πρώτα επτά χρόνια της επιτροπείας στη χώρα. Οι συντάξεις περικόπηκαν μεσοσταθμικά κατά 35% στην περίοδο 2010-2016. Μέσα στο 2016 και το 2017, ιδίως με τον επανυπολογισμό των συντάξεων, προκύπτουν επιπλέον μειώσεις. Η «διάσωση» της ελληνικής κοινωνικής ασφάλισης σήμανε τον διαρκή εναγκαλισμό της με τον ιδιωτικό τομέα και ριζική ενίσχυση της αγοράς στο νέο ασφαλιστικό τοπίο. Με το ελληνικό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής υλοποιήθηκαν εισοδηματικές ανατροπές και ανατροπές στον προγραμματισμό ζωής ασφαλισμένων σε τέτοιο βαθμό και ρυθμό που κλόνισαν την εμπιστοσύνη τους απαξιώνοντας το κοινωνικό συμβόλαιο που βασίζεται σε αυτήν.

Για να τεθεί η χρεοκοπία του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης υπό έλεγχο, έστω και οριακό, δεν αρκεί να ρυθμιστούν τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. Παρά τις συνεχείς περικοπές συντάξεων και παροχών υγείας και παρά τις μεγάλης κλίμακας διοικητικές αναδιαρθρώσεις, το μέγεθος της παρεχόμενης κοινωνικής προστασίας συνεχίζει να αντιμετωπίζεται ως μείζον πρόβλημα και εμπόδιο στην ανάπτυξη. Ο συνδυασμός διαρθρωτικών οργανωτικών μεταρρυθμίσεων, ριζικών αλλαγών στη δομή της σύνταξης και εισαγωγής μηχανισμών αυτόματης διόρθωσης αντιστρέφει τη λογική σχέση μέσου/σκοπού μεταξύ της οικονομικής βιωσιμότητας και της κοινωνικής αποτελεσματικότητας.

Ο ενστερνισμός μιας λογιστικής βιωσιμότητας, δηλαδή μιας πάση θυσία αντιστοίχισης πόρων και εκροών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ανεξάρτητα από την αποτελεσματικότητα του δημόσιου συστήματος προστασίας, πηγάζει από την ανάγκη άμεσης δημοσιονομικής προσαρμογής στους στόχους των μνημονίων. Παράλληλα υπηρετεί την ανάγκη ταχείας μετάβασης σε ένα σύστημα ασφαλίσεων κατά τα πρότυπα του ΔΝΤ. Το αναπτυξιακό βάρος του έμμεσου μισθολογικού «κόστους» και η ανάγκη τόνωσης των χρηματαγορών με την προώθηση της κεφαλαιοποίησης είναι ο βασικός προσανατολισμός των παρεμβάσεων.

Το νέο τοπίο για την κοινωνική ασφάλιση που διαμορφώνεται με αφορμή την κρίση είναι μεν ακόμα ανολοκλήρωτο, όμως τα βασικά χαρακτηριστικά έχουν ήδη αρχίσει να αποκρυσταλλώνονται. Συντελείται μια «αλλαγή παραδείγματος» όσον αφορά: (α) την αντίληψη για τη λειτουργία των δαπανών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ως καταναλωτικών και όχι παραγωγικών, (β) την απότομη απόσυρση της συλλογικής εγγύησης και ευθύνης για την κοινωνική αποτελεσματικότητα του συστήματος που αφήνει ευρύ πεδίο ανάπτυξης στην ομαδική και ατομική ιδιωτική ασφάλιση, (γ) την εξατομίκευση του κοινωνικοασφαλιστικού κινδύνου, που λειτουργεί και ως «βιοπολιτική», η οποία που μετακυλίει στους ασφαλισμένους την ευθύνη για την εξισορρόπηση των κοινωνικών προϋπολογισμών.

Η διαμόρφωση του νέου μοντέλου κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την παγίωση της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, επιτρέπουν τον ισχυρισμό ότι ενδεχόμενη «έξοδος από την κρίση» δεν αρκεί για την έξοδο του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης από την κρίση. Το «success story» δεν μπορεί να εναρμονιστεί με επιλογές που πλήττουν την χειραφέτηση της λειτουργίας κοινωνικών θεσμών. Το νέο μοντέλο κοινωνικής προστασίας επιφυλάσσει επιτυχημένες εξόδους από την κρίση μόνο με όρους ατομικής επιβίωσης για τους ισχυρότερους της αγοράς, ενώ για την κοινωνική πλειοψηφία προδιαγράφεται η ανακύκλωση της φτώχειας και της ανασφάλειας εντός και εκτός της εργασίας.

Μεταναστευτική πολιτική στην κρίση ή μεταναστευτική πολιτική σε κρίση;

Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη την τελευταία τριετία με νέες μεταναστευτικές ροές από την Ασία και την Αφρική χωρίς να έχει διευθετήσει οριστικά τις «εκκρεμότητές» της αναφορικά με τη ρύθμιση των μεταναστεύσεων των προηγούμενων δυόμιση δεκαετιών. Μολονότι το κίνημα αλληλεγγύης και η αντιφασιστική πάλη εξασφαλίζουν με υποδειγματικό τρόπο την αποτροπή της κυριαρχίας ξενοφοβικών και ρατσιστικών αντιλήψεων και πρακτικών, τόσο στα νησιά πρώτης εισόδου όσο και στην ενδοχώρα, οι επίσημες θεσμικές παρεμβάσεις χαρακτηρίζονται μάλλον από αμηχανία και κινούνται σε θολά πολιτικά νερά.

Η ελληνική πλευρά, ανακουφισμένη από την εφαρμογή της απάνθρωπης συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας για την αποτροπή της εισόδου μετακινούμενων πληθυσμών στην Ευρώπη, επικεντρώνει τις προσπάθειές της στη διευθέτηση των τεχνικών διαστάσεων της διαμονής και της διεθνούς προστασίας των αιτούντων άσυλο. Ο βιαστικός επίσημος χαρακτηρισμός συλλήβδην όλων των νεοεισερχόμενων ως «προσφύγων» δεν στοχεύει στην ενίσχυση των δικαιωμάτων τους, αλλά στην αποποίηση των κρατικών ευθυνών απέναντι σε όλους εκείνους που δεν θα κατορθώνουν να υπαχθούν σε αυτήν ή σε άλλη «προνομιούχο» υποκατηγορία αλλοδαπών.

Οι μικτές μεταναστευτικές ροές «για ανθρωπιστικούς λόγους» έρχονται -και στην περίπτωση της Ελλάδας- από το μέλλον των υπερεθνικών εκτοπίσεων, οι οποίες πυροδοτούνται και θα συνεχίσουν να πυροδοτούνται από τον συνδυασμό αιτιών που σχετίζονται με περιβαλλοντικές και κλιματικές αλλαγές, πολεμικές συρράξεις και ακραία φτώχεια και επιβάλλουν, ήδη, με τον πλέον επιτακτικό τρόπο την ανάγκη για ολιστικές δομικές πολιτικές παρεμβάσεις στο ζήτημα της «διεθνούς κινητικότητας». Ο φωτογραφικός και επιφανειακός χαρακτηρισμός των σύγχρονων μεταναστεύσεων ως “προσφυγικής κρίσης” συνιστά δείγμα πολιτικού στρουθοκαμηλισμού και εσκεμμένης αποϊδεολογικοποίησης του μεταναστευτικού φαινομένου.

Έπειτα από την ανάσχεση του ρυθμού ραγδαίας διόγκωσης του μεριδίου της παράτυπης διαμονής που επιτεύχθηκε για λόγους αυτοάμυνας του πολιτικού συστήματος το 2014 (κώδικας μετανάστευσης), παρατηρούνται εκ νέου αυξανόμενες τάσεις απονομιμοποίησης του καθεστώτος διαμονής των εγκατεστημένων στη χώρα μεταναστών και των οικογενειών τους. Παράλληλα, ενόσω αναζητείται ο βαθμός ουσιαστικής συμμόρφωσης της Ελλάδας προς την καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση της Μανωλάδας, όχι μόνο διατηρούνται σε ισχύ όλες εκείνες οι θεσμικές εγγυήσεις για την εδραίωση φαινομένων δουλικής εργασίας, αλλά εφευρίσκονται και νέες.

Η πρόσφατη επινόηση μιας νέας άδειας εργασίας εξάμηνης διάρκειας (σχεδόν αποκλειστικά για τον αγροτικό τομέα) για ορισμένες αλλοδαπών που δεν επιτρέπεται να απελαθούν, μολονότι είναι καλυμμένη με έναν μανδύα δικαιωματικής προσέγγισης, επικυρώνει την ατολμία των υποστηρικτών της να εντάξουν, επιτέλους, τη «μεταναστευτική πολιτική» εκεί που πραγματικά ανήκει, δηλαδή στο ευρύτερο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής. Οι εμπνευστές άλλης μιας υποκατηγορίας εργαζομένων, και δη παρα-νόμιμων μεταναστών, με μειωμένα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, αναπαράγουν τις πολλαπλές ταχύτητες και τα άνισα καθεστώτα εργασίας εκμεταλλευόμενοι την τρωτή θέση των μεταναστών και την απουσία νομικής κάλυψης που συνεπάγονται τα εύπλαστα καθεστώτα διαμονής στην Ελλάδα.

Το αμέσως επόμενο επεισόδιο στο σίριαλ της εργοσημοτοποίησης των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα αφορά το κυβερνητικό πρόγραμμα μαθητείας κατά την πρακτική άσκηση (on the job training) το οποίο απευθύνεται σε ανήλικες πρόσφυγες. Προφανώς στην αγροτική οικονομία. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία επικυρώνει την παγιωμένη κρατική επιλογή για την αποφυγή συνολικής και οριστικής ρύθμισης του καθεστώτος διαμονής του συνόλου των μεταναστών και την ενίσχυση της α-νομίας και της ανελεύθερης απασχόλησης σε πολλές περιοχές της ελληνικής αγοράς εργασίας. Παράλληλα, η φτηνή και με οικονομίστικους όρους θεώρηση των σύγχρονων προκλήσεων μιας πολύπτυχης διεθνούς κινητικότητας επικυρώνει την κρατική στόχευση της επαγγελματικής και γεωγραφικής ακινησίας των αλλοδαπών στο πλαίσιο μιας γενικευμένης απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και της δημιουργίας ενός νέου υπερ-ευέλικτου εργασιακού προτύπου. Πρόκειται για κάτι που δεν πληροί ούτε τις ελάχιστες αστικές προδιαγραφές για αξιοπρεπή εργασία, όπως αυτές ισχύουν ακόμη και σε ακραία νεοφιλελεύθερα κοινωνικά μοντέλα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το ελληνικό μνημονιακό σύστημα του εργασιακού απαρτχάιντ εγγυάται την εδραίωση μιας κοινωνικής συνθήκης, όπου κάποιοι εργαζόμενοι θα περνούν άσχημα και κάποιοι χειρότερα, ιδίως αν δεν έχουν την κατάλληλη ιθαγένεια ή καταγωγή.

Οι  άστεγοι της κρίσης και οι κοινωνικές πολιτικές ακραίας φτώχειας

Την περίοδο της κρίσης εμφανίζονται νέα τοπία ακραίας ανισότητας, τα οποία πλέον δεν μπορούν να αποσιωπηθούν από τον κυρίαρχο δημόσιο λόγο. Το φαινόμενο των αστέγων είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική έκφραση της αποτυχίας των συστημάτων κοινωνικής προστασίας να αποτρέψουν την ακραία φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό για το σύνολο του πληθυσμού της χώρας.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά αποσιώπησαν από τον δημόσιο λόγο το σημαντικό αυτό κοινωνικό πρόβλημα με συνέπεια τη διαμόρφωση μιας φιλανθρωπικού τύπου παρέμβασης από εκκλησιαστικούς και μη κυβερνητικούς φορείς για τη συγκάλυψη των δημόσια ορατών εκφάνσεων του.

Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης και των εκτεταμένων περικοπών των κοινωνικών δαπανών οδηγούν στην αποκάλυψη ενός ακραίου φαινομένου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Παρότι οι άστεγοι στα χρόνια της κρίσης πολλαπλασιάζονται παρατηρείται η παγίωση της φιλοσοφίας των φιλανθρωπικού τύπου παρεμβάσεων, παρεμβάσεων, που ήταν χαρακτηριστικές για την προ κρίσης περίοδο. Τα μέτρα που αναπτύσσονται επιδιώκουν κατά βάση τη στοιχειώδη κάλυψη των καθημερινών αναγκών των αστέγων (συσσίτια, ρούχα, φάρμακα). Οι εφαρμοζόμενες κοινωνικές πολιτικές δεν προλαμβάνουν τον κίνδυνο απώλειας στέγης, ούτε αντιμετωπίζουν ριζικά το πρόβλημα, όταν αυτό εμφανίζεται. Αντιθέτως, εγκλωβίζουν τους άστεγους σε μια θέση εξαθλίωσης και αναλώνονται σε κοινωνικές παροχές οριακής επιβίωσης.

Η εικόνα όλων των παραπάνω εξελίξεων συμπυκνώνει την κυριότερη, ίσως, μετατόπιση που συντελείται με αφορμή την κρίση. Δηλαδή την επιστροφή από τις αναδιανεμητικές κοινωνικές πολιτικές στη βάση της κοινωνικής ιδιότητας του πολίτη σε μια φιλανθρωπικού τύπου λογική διαχείρισης της ακραίας φτώχειας. Πρόκειται για πολιτικές διαποτισμένες από το πνεύμα παρέμβασης του νεοφιλελευθερισμού στο κοινωνικό πεδίο. Η νέα φιλοσοφία διακυβέρνησης χαρακτηρίζεται από ένα μίγμα κοινωνικής πολιτικής, στο οποίο ο δημόσιος τομέας δεν είναι κυρίαρχος όπως παλιά. Αντιθέτως, ο μη κυβερνητικός και ο ιδιωτικός τομέας ενισχύονται σημαντικά. Στο νέο μενού της κοινωνικής πολιτικής υπάρχει έντονη προτίμηση στις παροχές σε είδος για τους πλέον ευάλωτους. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για παροχές βασικής υλικής συνδρομής που καλύπτουν ανυπέρβλητες ανθρώπινες ανάγκες, στοιχειώδεις προϋποθέσεις για την αποτροπή μαζικών θανάτων των πολλαπλασιαζόμενων ακραία φτωχών.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας