Η πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου (677/2017) σύμφωνα με την οποία, η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών, δεν αρκεί από μόνη της να θεμελιώσει την έννοια της βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας του, έρχεται να εντείνει την πεποίθηση ότι η Δικαιοσύνη μεροληπτεί υπέρ των εργοδοτών.
Η απόφαση αυτή κινείται στη λογική προηγουμένων σχετικών αποφάσεων (ΑΠ. 381/2012, ΑΠ 795/2007) και δεν ευνοεί τους εργαζομένους που παραμένουν απλήρωτοι επί πολλούς μήνες σε επιχειρήσεις, όντας στην πράξη σε εργασιακή ομηρεία.
Με άλλα λόγια, η συγκεκριμένη απόφαση φαίνεται να δίνει το πράσινο φως στην εργοδοτική παραβατικότητα, να μην την αντιμετωπίζει με την απαξία που της αναλογεί και να αφήνει περιθώρια για γενίκευση του φαινομένου υπό καθεστώς ατιμωρησίας.
Οι εργαζόμενοι πρέπει να γνωρίζουν ότι η μη καταβολή δεδουλευμένων είναι εξαιρετικά αντεργατική συμπεριφορά, επειδή εγκλωβίζει τον εργαζόμενο στο να παραμένει απλήρωτος, αντί να ορίζεται είτε από τη νομοθεσία είτε από τη νομολογία ότι, όντως ο εργοδότης έχει προχωρήσει σε μια εκ των πραγμάτων απόλυση και κατά συνέπεια να δικαιούται αποζημίωσης.
Θα πρέπει να επισημανθεί όμως και προκειμένου να μην υπάρξουν παρανοήσεις από την απόφαση του Α.Π. ότι:
-
η μη εμπρόθεσμη καταβολή αποδοχών παραμένει ποινικό αδίκημα αυτοτελώς με βάση τον ΑΝ 690/45.
-
ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος από την πρώτη μέρα καθυστέρησης
-
οι μη καταβληθείσες αποδοχές μπορούν να τύχουν διεκδίκησης σε βάθος πενταετίας
-
ο εργαζόμενος μπορεί να προχωρήσει σε επίσχεση.