Η εναλλαγή των εικόνων που μετέδιδαν τα διεθνή μίντια την περασμένη Δευτέρα αποτελούσε πρόκληση για κάθε πολιτισμένη συνείδηση. Στην Ιερουσαλήμ, η Ιβάνκα Τραμπ, ντυμένη θά ’λεγε κανείς για πάρτι στον πύργο του πατέρα της, γιόρταζε μαζί με τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας, κίνηση που ενταφιάζει κάθε ελπίδα για λύση του Παλαιστινιακού στη βάση των δύο κρατών. Την εναρκτήρια προσευχή απήγγειλε ο Ρόμπερτ Τζέφρες, ένας πάστορας από το Ντάλας, που έλεγε κάποτε ότι ο Ιουδαϊσμός, όπως και το Ισλάμ και ο Ινδουισμός, οδηγεί τους ανθρώπους «στον αιώνιο αποχωρισμό από τον Θεό, στην Κόλαση». Οσο για το κλείσιμο των εγκαινίων, επελέγη ο τηλε-ευαγγελιστής Τζον Χάτζι, που έχει υποστηρίξει δημοσίως ότι ο Χίτλερ επελέγη από τον Θεό για να οδηγήσει τους Εβραίους πίσω στον τόπο της καταγωγής τους. Την ίδια ώρα, στη γειτονική Γάζα, ο ισραηλινός στρατός άνοιγε πυρ εναντίον άοπλων διαδηλωτών, σκοτώνοντας 60 από αυτούς και τραυματίζοντας χιλιάδες, στη χειρότερη σφαγή των τελευταίων χρόνων.
Για να πούμε την αλήθεια, δεν ήταν η μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας που προκάλεσε την εκατόμβη. Οι Παλαιστίνιοι είχαν ξεκινήσει δυναμικές διαδηλώσεις στα σύνορα με το Ισραήλ έξι εβδομάδες νωρίτερα. Κίνητρό τους ήταν η απελπισία για την καθημερινή φρίκη δίχως τέλος που ζουν σε αυτή την ανοιχτή φυλακή, αντιμέτωποι με τον φονικό αποκλεισμό που έχει επιβάλει το Ισραήλ με τη συνενοχή της Αιγύπτου και του συνόλου, σχεδόν, των αραβικών ηγεσιών. Η διεθνούς αναγνώρισης δημοσιογράφος Αμίρα Χας της ισραηλινής Haaretz περιέγραφε το θέαμα που άφησε αποσβολωμένους τους Δυτικούς ανταποκριτές: χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά να βαδίζουν προς τον θάνατο, παρότι οι μπροστινοί τους έπεφταν από σφαίρες των δυνάμεων κατοχής.
Μοιραία επιλογή
Γεγονός είναι ότι η μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ αποτελεί πράξη μεγίστης πολιτικής σημασίας. Με αυτή την κίνηση του Τραμπ, οι ΗΠΑ έχασαν μεμιάς τον ρόλο της βασικής δύναμης μεσολάβησης στο Μεσανατολικό, ρόλο που είχαν κερδίσει από το 1956, όταν ο Αϊζενχάουερ έβαλε φρένο στην επέμβαση του Ισραήλ και των Αγγλογάλλων στο Σουέζ. Επέλεξαν να ταυτιστούν με την πιο ακροδεξιά κυβέρνηση που είχε ποτέ το Ισραήλ, διαγράφοντας το Παλαιστινιακό ως πολιτικό πρόβλημα αυτοδιάθεσης ενός έθνους χωρίς κράτος και υποβαθμίζοντάς το σε ανθρωπιστικό ζήτημα διαχείρισης μιας υποτελούς μειονότητας.
Η μοιραία αυτή επιλογή θα οδηγήσει τους Παλαιστίνιους, αργά ή γρήγορα, να εγκαταλείψουν τη στρατηγική των δύο κρατών και να προσανατολιστούν σε έναν αγώνα «αντι-απαρτχάιντ», διεκδικώντας πλήρη πολιτικά δικαιώματα σε ένα κράτος όπου θα αποτελούν σε λίγο τη δημογραφική πλειοψηφία.
Εξέλιξη, που μπορεί να αποδειχθεί μεσοπρόθεσμα τραγική για το ίδιο το Ισραήλ, το οποίο θα βρεθεί αντιμέτωπο με την τριάδα του ανέφικτου: από τα τρία ενδεχόμενα, δηλαδή τη διατήρηση του εβραϊκού χαρακτήρα του, τη δημοκρατική του συγκρότηση και την επέκτασή του στο σύνολο της ιστορικής Παλαιστίνης, μπορεί να πετύχει τα δύο, αλλά όχι και τα τρία μαζί.
Το αυτονόητο ερώτημα είναι γιατί ο Τραμπ έκανε αυτό το δώρο στον Νετανιάχου χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα. Η εύκολη εξήγηση, που αποδίδει την κίνηση αυτή στην ψυχοπαθολογική εμμονή του Τραμπ να ξεριζώσει κάθε στοιχείο από την πολιτική κληρονομιά του μαύρου προκατόχου του, δεν πείθει. Αν ήταν μόνο αυτό, το βαθύ κράτος θα τον είχε συγκρατήσει. Η δεύτερη επικρατέστερη εξήγηση ανάγει τα πάντα στην υποτιθέμενη παντοδυναμία του ισραηλινού λόμπι στις ΗΠΑ. Πέραν του ότι μυθοποιεί την επιρροή του λόμπι στα κέντρα αποφάσεων της μοναδικής υπερδύναμης, η «θεωρία» αυτή παραγνωρίζει ότι οι ίδιοι οι Αμερικανοεβραίοι δεν είναι μονολιθική οντότητα, μάλιστα η πλειονότητά τους ψηφίζει κατά κανόνα Δημοκρατικούς και επιζητεί την ειρήνη στη Μέση Ανατολή.
Για το Ιράν
Πιο λογική φαίνεται η υπόθεση εργασίας που συνδέει το θέμα της Ιερουσαλήμ με μιαν άλλη, εξίσου δυσοίωνη, απόφαση: τη μονομερή απόσυρση των ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Η Ουάσιγκτον έχει καταθορυβηθεί από το γεγονός ότι, εξαιτίας και των δικών της ανοησιών, το Ιράν αναδεικνύεται σε περιφερειακή δύναμη μεγάλης εμβέλειας, καταγράφοντας κέρδη παντού. Στη Συρία, όπου έχει δημιουργήσει στρατιωτικά προγεφυρώματα, κερδίζοντας τον πόλεμο στο πλευρό του Ασαντ. Στον Λίβανο, όπου η σιιτική Χεζμπολάχ ήταν ο μεγάλος νικητής των πρόσφατων εκλογών. Στην Υεμένη, όπου οι Σαουδάραβες σπαταλούν όπλα και χρήμα χωρίς να μπορούν να υπερισχύσουν των φιλοϊρανών αντιπάλων τους. Και στο Ιράκ, όπου οι πρόσφατες εκλογές ενίσχυσαν την επιρροή των δυνάμεων που υποστηρίζονται από την Τεχεράνη.
Σ’ αυτό το φόντο, η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται να φλερτάρει με το εφιαλτικό σενάριο ενός μεγάλου πολέμου στην περιοχή για την ανάσχεση του Ιράν. Απρόθυμη να στείλει αμερικανικά στρατεύματα σε έναν ακόμη πόλεμο στη Μέση Ανατολή, δελεάζεται από την ιδέα ενός πολεμικού outsourcing, αναθέτοντας την επιχείρηση στην αντι-ιρανική συμμαχία Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας. Η Ιερουσαλήμ πιθανόν να είναι η προκαταβολή στον Νετανιάχου ενόψει αυτής της επιχείρησης. Τρομάζει κανείς ακόμη και στη σκέψη των επιπτώσεων που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια εξέλιξη σε μια περιοχή όπου βρίσκονται αντιμέτωπα στρατεύματα των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και Ρωσίας, με τις πολλαπλές εστίες κρίσεων να αποτελούν το ιδεώδες τοπίο για τον Αρμαγεδδώνα που οραματίζονται οι Αμερικανοί τηλε-ευαγγελιστές.
Για την ώρα, η μόνη μεγάλη δύναμη που θα μπορούσε να μεσολαβήσει για να αποτραπούν τα χειρότερα, καθώς διατηρεί ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας προς όλες τις πλευρές, είναι η Ρωσία. Στηρίζει στρατιωτικά τον Ασαντ μαζί με το Ιράν, αν και με διαφορετική ατζέντα, αλλά την ίδια στιγμή διατηρεί σχέσεις με τον Νετανιάχου. Το δίλημμα για τη Ρωσία θα είναι τεράστιο αν ο πόλεμος χαμηλής έντασης Ιράν – Ισραήλ, που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη, γίνει ανοιχτός και γενικευμένος.
*Πηγή: kathimerini.gr