Τέσσερις δεκαετίες παρήλθαν από τότε που οι σκιτσογράφοι, εδώ στην Ελλάδα, «έβαζαν» φουστανέλα στον Τζίμι Κάρτερ, «φρέσκο» – τότε – πρόεδρο των ΗΠΑ. Μεγάλη ευφορία είχαν προκαλέσει, βλέπετε, κάποιες δηλώσεις του πριν από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 1976, περί ενδεδειγμένης λύσης του Κυπριακού, βασισμένης στο διεθνές δίκαιο και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Ευφορία που εξελίχθηκε σε ενθουσιασμό, όταν ο Κάρτερ προειδοποίησε την Άγκυρα ότι θα τερματιζόταν η παροχή αμερικανικής βοήθειας προς αυτήν, εάν δεν σημειωνόταν ουσιαστική πρόοδος στο Κυπριακό.
Η εκλογική νίκη του πανηγυρίστηκε στην Αθήνα ως βέβαιη είσοδος «των σχέσεων Αθήνας – Ουάσινγκτον σε νέα εποχή», αλλά και ως απαρχή μιας θετικής αντίστροφης μέτρησης: Στο τέλος της θα βρίσκαμε, υποτίθεται, χαμογελαστή και καλοσυνάτη, μια «δίκαιη λύση» του Κυπριακού.
Η συνέχεια, γνωστή. Λίγα χρόνια έπειτα από την εκλογική νίκη του Κάρτερ, όποιος θα εντόπιζε έστω και ίχνη δικαίωσης στην ιδέα των Ελλήνων σκιτσογράφων να «του φορέσουν» φουστανέλα, θα κινδύνευε να βρεθεί – ο ίδιος- ντυμένος με κάτι λιγότερο βολικό: Με ζουρλομανδύα.
Οι μεγάλες «πετριές», όμως, ενίοτε αφήνουν κουσούρια. Διαχρονικά, οι πολιτικές ελίτ στην Ελλάδα διακατέχονται από μία εμμονή: Ότι θα αποσπάσουν «κάτι καλό» – έως και… ιστορικά «βαρυσήμαντο» ή «εθνικά σωτήριο» – από τους Αμερικανούς, κάθε φορά που βρίσκονται σε «κακό φεγγάρι» οι σχέσεις της Ουάσινγκτον με την εκ παραδόσεως δύστροπη Άγκυρα.
Αυθεντική εμμονή, ή πρόσχημα που απλώς «δικαιολογεί» – αενάως- την ατλαντική υποτέλεια; Μικρή σημασία έχει. Ο μύθος ούτως ή άλλως διατυπώνεται, διατρανώνεται, ξεφτιλίζεται, νεκρανασταίνεται, αναπαράγεται και «φτου κι απ’ την αρχή». Κι όχι μόνο από τα εκάστοτε κυβερνητικά χείλη. Τον εκστόμισε κι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας για το ταξίδι του Αλ. Τσίπρα στις ΗΠΑ. Είπαμε, μπροστά σε μια «εθνική προσμονή», στέκονται όλοι προσοχή.
Μπορεί η ελληνική άρχουσα τάξη να έκανε τον «ευρωπαϊσμό» έσχατη «μεγάλη ιδέα» της, αλλά τη διακατέχουν και επί μέρους ιδέες – έμμονες. Μπορεί να άφησε κατά μέρος τα όνειρα για Κόκκινες Μηλιές και «μαρμαρωμένους βασιλιάδες», αλλά, εδώ και δεκαετίες, περιμένει κάτι άλλο: Η Άγκυρα να «πληρώσει το μάρμαρο» των συχνών αταξιών της. Να αποφασίσει ο δάσκαλος του μεγάλου ατλαντικού σχολείου ότι άλλος μαθητής αξίζει να χριστεί επιμελητής. Ο μονίμως φρόνιμος, υπάκουος, πρόθυμος για όλα.
Πόσο αντέχει αυτό το «δόγμα» στη δοκιμασία της αντιπαραβολής του με τις ιστορικές εμπειρίες και το πέρασμα του χρόνου; Ελάχιστα έως καθόλου. Πόσο αντέχει, εάν αναμετρηθεί με βασικούς κανόνες της γεωπολιτικής «σκακιέρας», με τον συνυπολογισμό των συσχετισμών, με το ειδικό βάρος κάθε «παίκτη» στα σχέδια των ίδιων των ΗΠΑ; Ελάχιστα έως καθόλου.
Είδατε,όμως, συγκινητική επιμονή; Αφού, από το πρώτο εξάμηνο του 2015 κατέληξε σε ιλαροτραγωδία η προσδοκία πως «θα αξιοποιούσαμε τις αντιθέσεις στις τάξεις των δανειστών», αφού οι διαφορές «σκληρών της ΕΕ – λογικών της ΕΕ» και Βρυξελλών – ΔΝΤ έγιναν «ρουφήχτρες» που αφάνισαν μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές δαπάνες, ελπίδες, ε, καιρός είναι να επιβεβαιώσουμε…αλλιώς την πίστη μας: Δεν μπορεί- σε κάποιων άλλων τα χάσματα θα ριζώσει η καλοτυχία μας. Κάπου «θα μας κάτσει»…
Δεν είναι όμως αυτό, δυστυχώς, το πλέον εξωφρενικό από όσα ακούσαμε τις τελευταίες ημέρες. Μπορεί κάποιος να υποστηρίξει την «ορθότητα» της αιώνιας αναζήτησης «ημετέρων κερδών» στις αμερικανοτουρκικές έριδες, έστω κι αν στη διελκυστίνδα με την πραγματικότητα η τύχη των επιχειρημάτων του θα φαντάζει προδιαγεγραμμένη, περίπου όσο και αυτή της πρωταθλήτριας Μάλτας, σε ένα ματς εναντίον της Μπαρτσελόνα. Υπάρχει κάτι άλλο που… δεν αντέχεται καν. Το αξίωμα πως, εφ’ όσον ο πρωθυπουργός πήγε στον Λευκό Οίκο, η διεθνής θέση της χώρας… αναβαθμίζεται, ο σημαντικός της ρόλος αναγνωρίζεται – και δώσ’ του «ταρατατζούμ».
Έλεος πια, με τούτο το παιδαριώδες «παράγωγο» του επαρχιώτικου ναρκισσισμού! Από τον Δεκέμβριο του 1946, όταν ο Τσαλδάρης έγινε δεκτός από τον Τρούμαν (και συζήτησαν για την αντιμετώπιση των «κομμουνιστοσυμμοριτών») έως την επίσκεψη του Σαμαρά στον Λευκό Οίκο, το 2013, δέκα πρωθυπουργοί της μετα- κατοχικής Ελλάδας πήγαν εκεί. Να υποθέσουμε πως κάθε τέτοια επίσκεψη αποδείκνυε άνοδο του «διεθνούς κύρους της χώρας»; Σοβαρά, τώρα; Τόση καθεστωτική αυταρέσκεια ή τόση υποτίμηση της νοημοσύνης του κόσμου;
Δηλαδή, ας πούμε, τον Μάρτιο του 2010, όταν ο… μέγας Γ. Α. Παπανδρέου συναντήθηκε στην Ουάσιγκτον με τον Ομπάμα, θεώρησε κανείς ότι «η Ελλάδα αναβαθμιζόταν»; Λίγες εβδομάδες πριν από το διάγγελμα του Καστελόριζου, την υπαγωγή σε μνημόνιο, η απαρχή της μετατροπής μας σε «αποικία χρέους»;
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, το εν λόγω αστείο προβλήθηκε ως «σοβαρή» διαπίστωση, με τρόπο σχεδόν ψυχωτικό. Και αποτελεσματικό; Πολύ αμφιβάλλουμε, διότι οι πάντες γνωρίζουν ότι μια επίσκεψη Έλληνα πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο «σφραγίζεται» κυρίως από το τι θέλει η αμερικανική κυβέρνηση, από την ελληνική.
Εκτός πια, αν μετράμε σε κλίμακα κατά φαντασία αναβάθμισης τα «μπράβο» που ακούμε. Κι όπως φαίνεται, αυτή τη… λύση βρήκαμε! «Μπράβο» που δίνουμε τόσα λεφτά για το ΝΑΤΟ, μολονότι δεν έχουμε για στοιχειώδεις κοινωνικές δαπάνες (μας το είπε στην Αθήνα κι ο Ομπάμα). «Μπράβο» που κάνουμε «θαυμάσια δουλειά με τις μεταρρυθμίσεις», δηλαδή ιδανικό κοινωνικο- οικονομικό χαρακίρι (από το οποίο θα… μας έσωζε ο Ομπάμα, που θα «έκοβε το βήχα των Γερμανών», για να θυμηθούμε τι ακούγαμε – ψιθυριστά, έστω- στις αρχές του 2015). Κι έπονται, κατά πως φαίνεται, κι άλλα «μπράβο». Για τη Σούδα, το Καστέλι, την Aνδραβίδα, τα drones. Για τα 2,4 δισεκατομμύρια των F-16. Για την εφ’όλης της ύλης παροχή στρατιωτικών διευκολύνσεων. Για την ελληνική συνδρομή στη διαμόρφωση του διεθνούς ενεργειακού χάρτη, έτσι όπως τον θέλουν οι ΗΠΑ. Για, για, για…
Αφού όμως χαρήκαμε με τα «μπράβο» για τη στωική μας κατάπτωση και θα χαρούμε με όσα θα επαινέσουν την ιδιότητα του υπάκουου παιδιού, μήπως είμαστε στην ευχάριστη θέση να εκστομίσουμε κι εμείς κανένα; Ω, ναι. Μπράβο, λοιπόν, στον Τραμπ που του… εκμαιεύσαμε – κι αυτού- την τετριμμένη, νεφελώδη θέση πως κάποια στιγμή, κάτι πρέπει να γίνει με το χρέος. Τίποτα δεν του κόστισε, αλλά «μπράβο». Εμάς και μόνο η δουλειά με τα F-16 θα μας κοστίσει, όσο να πεις, κάτι πιο απτό…
Όλα αυτά, λοιπόν, τα βάζεις στη ζυγαριά του «δούναι και λαβείν» και είναι σαν να βλέπεις τη ζυγαριά να σε κοροϊδεύει – που χρειάζεσαι και μετρήσεις… Αλλά, να το ξέρετε, σε αυτή τη ζυγαριά τα βάλαμε, όχι σε καμία ιδεολογική. «Πεισθήκαμε», που λέτε, πως στις διεθνείς σχέσεις υπάρχει μόνο η ψυχρή λογική και η έννοια «συμφέρον», χωρίς καμία έγνοια για το ποιος είναι ο Τραμπ, ο Νετανιάχου, ο Σίσι…
Δεν επιζητήσαμε «αριστερές προσεγγίσεις» σε αυτά τα θέματα, κατανοώντας – συν τοις άλλοις- πως πρέπει να ξαποστάσει και λίγο το «αριστερό» σπαθί, έπειτα από τόσες κοπιαστικές μάχες που έδωσε στα άλλα πεδία… Εμείς «πήραμε τοις μετρητοίς» τις σχετικές νουθεσίες, αλλά, διάβολε, γιατί τούτη η ζυγαριά του… ρεαλισμού δεν καταδέχεται καν να μετρήσει;
*Πηγή: Εφημερίδα «ΠΡΙΝ», 22/10/2017.