Η χρησιμότατη, για τα ελληνικά συμφέροντα, συμφωνία Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης με τη Γαλλία αρχίζει να προκαλεί σοβαρές αντιδράσεις εκ μέρους των ΗΠΑ και της Γερμανίας. Οι επιφυλάξεις τους για το ελληνογαλλικό σύμφωνο, προς το παρόν, διατυπώνονται ήπια στο διπλωματικό επίπεδο, αλλά προδικάζεται ότι θα εκφραστούν εντονότερα –δημοσίως ή μη– και σε πολιτικές επαφές το προσεχές διάστημα.
Η κριτική της Ουάσινγκτον και του Βερολίνου, με δεδομένα τα αντικρουόμενα συμφέροντά τους σε πολλά μέτωπα, δεν είναι σε καμία περίπτωση συντονισμένη. Επικεντρώνεται, ωστόσο, στο συμπτωματικά κοινό ερώτημα αν η κυβέρνηση αποφάσισε μια στροφή ιστορικών διαστάσεων με την “ανάθεση” πτυχών της ελληνικής αμυντικής θωράκισης και μεγάλου τμήματος των εξοπλιστικών προγραμμάτων στο Παρίσι.
Σε περίπτωση που η Στρατηγική Εταιρική Σχέση επικρατήσει έναντι άλλων επιλογών, η Ουάσινγκτον θα είναι αυτονόητα αντίθετη σε οποιαδήποτε δευτερογενή πρωτοβουλία αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ, εισάγοντας νέες ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Αθήνα γνωρίζει ότι –παρά τις διαρροές από το Μαξίμου στις αρχές του έτους περί προσωπικής σχέσης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν– ο Λευκός Οίκος δεν έχει διάθεση εμπλοκής στα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος.
Σε αυτό το πλαίσιο αποδείχθηκαν ορθές οι πληροφορίες ότι ο Τζο Μπάιντεν δεν θα ξόδευε “προσωπικό κεφάλαιο” στο Κυπριακό, παρότι είναι, επί δεκαετίες, από τους ελάχιστους άριστους γνώστες του προβλήματος της Μεγαλονήσου στην αμερικανική πρωτεύουσα. Επιβεβαιώθηκαν, επίσης, άλλες προ μηνών πληροφορίες πως η αυστηρή πολιτική του Τζο Μπάιντεν, του υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν και του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Τζέικ Σάλιβαν θα επικεντρωνόταν κυρίως στο πρόσωπο του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και στη φιλορωσική πολιτική του, με ταυτόχρονη μέριμνα συγκράτησης της Τουρκίας στο στρατόπεδο της Δύσης.
Προλαμβάνοντας τις αμερικανικές επιφυλάξεις
Προς αντιμετώπιση των αμερικανικών επιφυλάξεων έναντι της συμφωνίας Ελλάδας-Γαλλίας και προς πρόληψη ισχυρών αντιδράσεων (με έμμεσο όφελος της Τουρκίας), ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας δήλωσαν επανειλημμένα πως η Αθήνα δεν προβαίνει σε κινήσεις ανταγωνιστικές προς την Ατλαντική Συμμαχία και ότι προσβλέπουν στην ανανέωση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) με τις ΗΠΑ.
Οι προληπτικές δηλώσεις γίνονται με την προσδοκία πως ορισμένοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν και στελέχη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν θα εντάξουν την Ελλάδα σε κάποιο ευρύτερο γαλλικό σχέδιο αναθεώρησης των διευθετήσεων ΕΕ-ΝΑΤΟ και επομένως δεν θα αντιμετωπιστεί δυσμενώς η κυβέρνηση. Έγκυρες πηγές αναφέρουν ότι πράγματι υπάρχει μια πτέρυγα μετριοπαθών Αμερικανών αξιωματούχων, αλλά δεν υπάρχουν απτά στοιχεία ότι θα επικρατήσουν.
Και, ασφαλώς, κανένας απολύτως στην Ουάσινγκτον (παρά τις αντίθετες φήμες στην Αθήνα) δεν είναι ευχαριστημένος από την ευθεία σύνδεση της ελληνογαλλικής συμφωνίας με την προμήθεια των φρεγατών Belharra. Έστω και αν γνωρίζουν πως η ανταγωνιστική αμερικανική πρόταση ήταν κατώτερη των περιστάσεων και των επιχειρησιακών αναγκών του Πολεμικού Ναυτικού.
Διαβάστε περισσότερα εδώ.