«Η Γενεύη είναι ένα πραξικόπημα, υφαρπαγή της συντακτικής εξουσίας από τον λαό της Κύπρου και απόδοσή της σε ξένες δυνάμεις, προκειμένου να καταλύσουν το κράτος και το δημοκρατικό πολίτευμα», τονίζει ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος στο βιβλίο του Η Κύπρος στο στόχαστρο (εκδ. Ινφογνώμων, 2017).
Ελάχιστες είναι οι φορές που ένα βιβλίο παρεμβαίνει στην πολιτική επικαιρότητα και καταφέρνει να οξύνει την τρέχουσα αντιπαράθεση. Μια από αυτές είναι το πρόσφατο βιβλίο του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου, με τίτλο Η Κύπρος στο στόχαστρο – Γιατί θέλουν μια Κύπρο χωρίς Έλληνες (εκδ. Ινφογνώμων). Πρόκειται για ένα εξαιρετικά χρήσιμο βιβλίο, που δεν αρκείται σε στερεότυπα ή ευχολόγια. Ανασκευάζει και ακυρώνει με εξαιρετική ευστοχία και βάθος τα επιχειρήματα της κυβέρνησης και του διεθνούς παράγοντα (που τα υπαγορεύει) και υπεραμύνεται χωρίς εκπτώσεις, χωρίς προσαρμογές στην… πάντα σκληρή πραγματικότητα των διεθνώς αναγνωρισμένων δικαιωμάτων του κυπριακού λαού.
Αφορμή για να γραφτεί το βιβλίο ήταν οι διαπραγματεύσεις στη Γενεύη, στις οποίες ο πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης προσήλθε χωρίς να ρωτήσει κανέναν πριν αποδεχθεί την πρόταση, χωρίς να συγκαλέσει καν το Εθνικό Συμβούλιο. Για τον συγγραφέα η πρόταση; είναι όχι μόνο εντελώς παράνομη, αλλά και παράλογη. Επιπλέον, «ακόμη κι αν δεν οδηγήσει σε τελική συμφωνία, παράγει σπουδαία πολιτικά και νομικά αποτελέσματα, συνιστά το πρώτο βήμα προς την αυτοκατάλυση, την αυτοκατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη μετατροπή των Κυπρίων σε “κοινότητα εις αναζήτηση κηδεμόνα”». Κατά συνέπεια, το τέλος της Διάσκεψης της Γενεύης δεν σημαίνει ότι αποσοβήθηκε κι ο κίνδυνος, δεδομένου ότι, με πρόταση του ίδιου του Ν. Κοτζιά, η Διάσκεψη έγινε διαρκής…
Σημείο αφετηρίας για να γνωρίσουμε τη στάση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών ήταν η συνέντευξη του Νίκου Κοτζιά στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων, στις 21 Ιανουαρίου 2017, κι όχι φυσικά οι δηλώσεις του on camera ή οι περίφημες «διαρροές» στον Τύπο που ωραιοποιούσαν, σε βαθμό διαστρέβλωσης, την κατάσταση και κατέληγαν σε μια αγιοποίηση του υπουργού. Ο Νίκος Κοτζιάς, πρώην σύμβουλος και θεωρητικός της διπλωματικής πολιτικής του Γ. Παπανδρέου κατά την προηγούμενη θητεία του στο υπουργείο Εξωτερικών, απαντώντας στο γερμανικό Μέσο για τη σκοπιμότητα της Διάσκεψης της Γενεύης, ανέφερε κατά λέξη ότι «φτιάχνουμε Συνθήκη για μια ομοσπονδιακή Κύπρο. Οι Τουρκοκύπριοι θα έχουν πλήρη πολιτική ισότητα. Θα έχουν δικαίωμα βέτο σε όλα τα πολιτικά ζητήματα. Και το Ανώτατο Δικαστήριο θα έχει τέσσερις δικαστές από κάθε εθνική ομάδα». Επίσης αναφέρθηκε σε μια Διεθνή Αστυνομική Δύναμη που θα ασκεί την τελική κυριαρχία στο νησί. Με αυτό τον τρόπο όμως διέψευσε δικές του δηλώσεις που επέμεναν ότι δεν ανακατεύεται σε θέματα εσωτερικής δομής του κυπριακού κράτους… Η πρότασή του ανέδυε επίσης την αποκρουστική οσμή του Σχεδίου Ανάν, το οποίο είχε αποδεχθεί ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, Γ. Παπανδρέου, που είχε σύμβουλο τον Ν. Κοτζιά και προέβλεπε «την τοποθέτηση ξένων αξιωματούχων με αποφασιστική ψήφο σε όλη τη δομή τελικών αποφάσεων του νέου “κράτους”».
Κατά τον συγγραφέα, «η Διάσκεψη αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά η Πενταμερής Διάσκεψη που ζητούσε πάντοτε η Τουρκία και αρνούνταν κατηγορηματικά να δεχθούν τη σύγκλησή της όλες οι κυβερνήσεις της Αθήνας και της Λευκωσίας μετά το 1974… Ο λόγος για τον οποίο αρνούνταν… είναι ότι με τις συμμετοχές και τη διαδικασία που προέβλεπε, μια τέτοια Διάσκεψη δεν ήταν παρά η εφαρμογή της τουρκικής θέσης ότι η Κύπρος δεν είναι ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, ο λαός του οποίου δικαιούται την αυτοδιάθεση και την αυτοκυβέρνησή του, όπως όλοι οι λαοί του κόσμου, αλλά ένα νησί όπου κατοικούν δύο “κοινότητες” σε βρετανική αποικιακή ορολογία».
Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος, που είναι από τους καλύτερους γνώστες του Κυπριακού, όπως μαρτυρούν όχι μόνο τα δύο προηγούμενα βιβλία του (Η Κύπρος σε παγίδα, 2008 και Η αρπαγή τη Κύπρου, 2004), αλλά και οι συνεχείς παρεμβάσεις του για τρέχοντα θέματα (από το σχέδιο Ανάν μέχρι τη Διάσκεψη της Γενεύης), ανασκευάζει πολύ πειστικά το επιχείρημα Αθήνας και Λευκωσίας ότι προσήλθαν στη Γενεύη με μοναδική επιδίωξη την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και την κατάργηση των εγγυήσεων. Αν είναι έτσι, σύμφωνα με τον συγγραφέα «μόνο στη Γενεύη δεν θα πήγαιναν, γιατί εκεί δεν μπορούσαν να το πετύχουν. Όφειλαν να το έχουν θέσει ως προϋπόθεση κάθε συζήτησης… Η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων συνιστά αυτοτελή υποχρέωση της Τουρκίας από το διεθνές Δίκαιο. Τα ψηφίσματα του ΟΗΕ απαιτούν να φύγουν αυτά τα στρατεύματα το συντομότερο και χωρίς όρους, είτε υπάρχει λύση είτε δεν υπάρχει κι όποια λύση κι αν βρεθεί». Όσο για τη Συνθήκη Εγγύησης «είναι έκπτωτη και παράνομη γιατί συγκρούεται με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ… Η πάγια πολιτική της Αθήνας και της Λευκωσίας ήταν ότι οι συνθήκες αυτές και ό,τι απορρέει από αυτές… απλώς δεν υφίστανται, έστω και αν καταγγέλθησαν επισήμως… Ποιος νεκρανέστησε κυριολεκτικά τη Συνθήκη αυτή; Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και η ελληνική κυβέρνηση, οι ίδιοι δηλαδή που φωνάζουν σε όλους τους τόνους ότι θέλουν να καταργήσουν τις εγγυήσεις!!! Πώς το έκαναν αυτό; Αποδεχόμενοι τη σύγκληση της Διάσκεψης Εγγυητριών Δυνάμεων, όπως τις αποκαλεί ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ στην πρόσκλησή του για τη Γενεύη και όπως τις αποκάλεσε ο ίδιος ο Ν. Κοτζιάς σε δηλώσεις του κατά την έξοδο από συνεδρίαση του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ».
Στα θετικά σημεία του βιβλίου εντάσσεται η κριτική στάση που τηρεί έναντι της όψιμης αλλά τόσο ισχυρής στροφής της ελληνικής διπλωματίας προς το Ισραήλ, που έχει παρασύρει τους πάντες: πολιτικούς, δημοσιογράφους, καθηγητές ΑΕΙ, κέντρα μελετών, κ.ο.κ. Ο συγγραφέας του βιβλίου ωστόσο υπενθυμίζει ότι «το Ισραήλ ήταν σύμμαχος της Τουρκίας επί πολλές δεκαετίες και πολέμησε το αίτημα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση, ενώ παρακολουθεί πολύ ενεργά, αλλά μάλλον παρασκηνιακά, οτιδήποτε συμβαίνει στο Κυπριακό από το 1955 και μετά και υποστήριξε το Σχέδιο Ανάν το 2004».
Μία παρατήρηση μας για το πόνημα του Δ. Κωνσταντακόπουλου αφορά τη στάση του έναντι του ΑΚΕΛ, που αγγίζει τα όρια της μεροληψίας. Μολονότι όλα όσα του καταλογίζει είναι ακριβή, μεγαλύτερο κίνδυνο για την ακεραιότητα της Κύπρου αντιπροσώπευε ιστορικά και συνεχίζει να αντιπροσωπεύει η κυπριακή Δεξιά και δη ο ΔΗΣΥ. Αυτή όμως η πραγματικότητα δεν αποτυπώνεται στις σελίδες του βιβλίου με τις δέουσες ιστορικές αναφορές. Μία επιπλέον παρατήρηση αφορά την αντιφατική στάση του συγγραφέα απέναντι στην ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Αν η Κύπρος δεν είχε παραχωρήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα στις Βρυξέλλες και διέθετε νομισματική ανεξαρτησία, δεν θα ήταν αναγκασμένη να δεχθεί την Τρόικα και να καταστρέψει το τραπεζικό της σύστημα, όπως έπραξε το 2013, δυναμιτίζοντας όχι μόνο την ευημερία των πολιτών της, αλλά και τις διεθνείς της συμμαχίες. Σε κάθε περίπτωση, οι συγκεκριμένες αδυναμίες δεν μειώνουν την αξία του έργου.
Στην εγκυρότητα του βιβλίου προσθέτουν μία έκκληση του Μίκη Θεοδωράκη για την Κύπρο, με τίτλο «Όχι στο νέο έγκλημα», με την οποία ξεκινάει το βιβλίο του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου και μία γνώμη του κορυφαίου συνταγματολόγου Γιώργου Κασιμάτη «για την άγνωστης σύνθεσης και αγνώστων σκοπών πολυμερή διάσκεψη Γενεύης», όπου θέτει το αφοπλιστικό ερώτημα «πώς είναι δυνατό μια κυβέρνηση που δεν υπερασπίζεται την Ελλάδα, αλλά και τον εαυτό της, να υπερασπιστεί την Κύπρο;». Τέλος, ο πρόλογος του πρέσβη Θέμου Στοφορόπουλου, «θρύλου» της ελληνικής διπλωματικής παράδοσης όπως τον χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, που διατυπώνει την ευχή το συγκεκριμένο βιβλίο «να συμβάλει σε μια συστηματική προσπάθεια μας να επανατοποθετηθεί το Κυπριακό ως συρροή διεθνών εγκλημάτων, όπως πράγματι είναι»…
Πηγή: περιοδικό Δημοσιογραφία