Γιατί οι “27” διστάζουν μπροστά στην Τουρκία

768
ανάκαμψη της Κίνας

Η υποτονική στάση των ευρωπαϊκών ηγεσιών έναντι της Τουρκίας, με ιδιαίτερη επιμονή μάλιστα μιας ομάδας κρατών περί τη Γερμανία, την Ισπανία, την Ουγγαρία και τη Μάλτα στη “θετική ατζέντα” των σχέσεων με την χώρα του Ταγίπ Ερντογάν, αποτελεί ένα δεδομένο που δυσαρεστεί την ελληνική πλευρά, αλλά δεν μπορεί να εκπλήσσει. Η λογική της μετάθεσης των σκληρών αποφάσεων από Σύνοδο Κορυφής σε Σύνοδο Κορυφής είναι προ πολλού κατοχυρωμένη, ώστε να αναμένονται ανατροπές.

Ερμηνείες υπάρχουν προφανείς. Αφορούν τα συμφέροντα ηγετικών κρατών-μελών στη μεγάλη και αναπτυσσόμενη τουρκική αγορά, το πολιτικό βάρος των Τούρκων μεταναστών σε χώρες όπως η Γερμανία, την ομηρεία στην οποία τέθηκε οικειοθελώς η Ευρώπη παραδίδοντας στον Ταγίπ Ερντογάν τον έλεγχο των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών με τη συμφωνία του 2016.

Ωστόσο, η ανάλυση θα πρέπει να προχωρήσει βαθύτερα. Άλλωστε, πολλά από τα δεδομένα που προαναφέρθηκαν ισχύουν προ πολλού – όμως η “παράλυση” των “27” έναντι της Άγκυρας μοιάζει να επιδεινώνεται ειδικά την τελευταία περίοδο.

Ποια αυτονομία;

Η χρονική σύμπτωση με την κρίση που προκάλεσε το πολωνικό και ουγγρικό βέτο στον πολυετή κοινοτικό Προϋπολογισμό είναι διαφωτιστική. Η Ε.Ε. δυσκολεύεται να επιβάλλει τον σεβασμό των αξιών που επικαλείται, είτε αυτές αφορούν το κράτος δικαίου είτε τις σχέσεις καλής γειτονίας, ακόμη και στο εσωτερικό της, πόσω μάλλον σε παίκτες που δεν μετέχουν του κοινοτικού “παιχνιδιού” με τους περίπλοκους συμβιβασμούς του.

Η Τουρκία δεν είναι απλώς ένας “παραβάτης”, απέναντι στον οποίο αρκεί να κινηθούν οι “27” με πειθαρχική λογική. Είναι μία χώρα της G20 η οποία κινείται αποφασισμένη να αξιοποιήσει πλήρως το γεωπολιτικό της κεφάλαιο και να ενισχύσει τον βαθμό αυτονομίας της στη διεθνή σκακιέρα. Τους περιορισμούς της ευρωπαϊκής αυτονομίας, πάλι, αναδεικνύει το γεγονός ότι οι “27” αναμένουν στην πραγματικότητα τα δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης Μπάιντεν στις ΗΠΑ, προτού οι ίδιοι προσαρμοστούν αναλόγως. Αλλά και επ’ αυτού, θα ήταν πολύ απλουστευτικό να αναμένουμε μία αμερικανική στάση μονοσήμαντα τιμωρητική έναντι της Άγκυρας – και πάντως τα κριτήρια με τα οποία θα κινηθεί η Ουάσινγκτον αφορούν τη μεγάλη εικόνα του νέου Ψυχρού Πολέμου με τις ευρασιατικές δυνάμεις και της εκ νέου στροφής του αμερικανικού ενδιαφέροντος στη Μέση Ανατολή, όχι το “παράπλευρο μέτωπο” της ανατολικής Μεσογείου το οποίο προσφέρεται για ποικίλες διαπραγματευτικές χρήσεις.

Από ασφαλή θέση

Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία παραμένει μία χώρα του ΝΑΤΟ (και μάλιστα διαχειρίζεται την ιδιόμορφη εταιρική της σχέση με τη Ρωσία ακριβώς από την ασφαλή θέση που της προσφέρει αυτή η ένταξη), η οποία επενδύει τα μέγιστα στην εξοπλιστική της απεξάρτηση, ενώ ακόμη και οι αδυναμίες της μετατρέπονται στην παρούσα συγκυρία σε όπλο, αν αναλογισθεί κανείς τι θα σήμαινε τυχόν οικονομική της κατάρρευση, λ.χ., για το ισπανικό και ιταλικό χρηματοπιστωτικό σύστημα με τη μεγάλη έκθεση στο τουρκικό ιδιωτικό χρέος.

Επιπλέον, δυνάμεις όπως η Γαλλία, που αντιμετωπίζουν ως ευθέως ανταγωνιστικές τις φιλοδοξίες της Άγκυρας στη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, καταγράφουν καθημερινά τη μείωση του ειδικού τους βάρους εντός της Ε.Ε. σε μία σειρά μετώπων, ώστε να μπορούν να δώσουν συνολικά τον τόνο μιας συγκρουσιακής σχέσης των “27” με την Τουρκία.

Το ζήτημα των κυρώσεων δεν καλύπτει τα κενά

Την κατάσταση δεν διευκολύνει το ότι ασαφής παραμένει στα μάτια πολλών τρίτων ο ορίζοντας στον οποίο προσβλέπει το “κλαμπ των συγκρουσιακών”. Μία ευρύτερη αλλαγή ισορροπιών στην περιοχή που μεταξύ άλλων θα διακινδυνεύσει ρήξη στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ; Μία νέα συνεννόηση, αντιθέτως, μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, που θα στερεί από την Άγκυρα τα περιθώρια ελιγμών; Μια μελλοντική μεταπολίτευση εντός της Τουρκίας (με ανύπαρκτες, ωστόσο, εγγυήσεις για αλλαγή της διεθνούς της συμπεριφοράς); Ένας συμβιβασμός στις θαλάσσιες δικαιοδοσίες ή μήπως απλώς η εξαγορά χρόνου και η διαιώνιση των εκκρεμοτήτων εν αναμονή καλύτερων συσχετισμών;

Ατυχώς για την ελληνική πλευρά ο χρόνος δεν περνά αναξιοποίητος, παρά ευνοεί το ξεδίπλωμα των αναθεωρητικών βλέψεων της Τουρκίας και φορτώνει ολοένα και περισσότερο το “καλάθι” των διμερών σχέσεων. Πρόκειται για μία πραγματικότητα την οποία το ερώτημα “περισσότερες ή λιγότερες κυρώσεις, πότε και από ποιους” από μόνο του δεν απαντά. Οι κυρώσεις εξαρτούν την αποτελεσματικότητά τους από τον σκοπό τον οποίο υπηρετούν – και βεβαίως το κόστος τους για εαυτούς και αλλήλους.

Πίσω από τις γραμμές

Άλλωστε, τα πάντα έχουν διπλή ανάγνωση. Οι “27” σημείωσαν μεν ότι “οι μονομερείς και προκλητικές ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο συνεχίζονται και αυτό περιλαμβάνει την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου”, ωστόσο κατέγραψαν παράλληλα την απόσυρση του ερευνητικού σκάφους Ορούτς Ρέις, υποστηρίζοντας ότι πρέπει “η αποκλιμάκωση να διατηρηθεί, ώστε να επιτραπεί η επανάληψη και συνέχιση των απευθείας διερευνητικών συνομιλιών της Τουρκίας με την Ελλάδα”. Με άλλα λόγια, παραχώρησαν αντικειμενικά στην Τουρκία το πλεονέκτημα να εμφανίζεται ως ο “επισπεύδων” για μία συνεννόηση, η οποία θα τελεί υπό την αίρεση της δικής της μονομερούς και απροσδιόριστου χρονικού ορίζοντα “αυτοσυγκράτησης”.

Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, πάλι, πλειοδοτώντας πάντοτε, υποδέχθηκε με τη συνήθη καταγγελτική φρασεολογία τις αποφάσεις των Βρυξελλών τις οποίες χαρακτήρισε “μεροληπτικές και παράνομες”, ωστόσο, την ίδια στιγμή συγκράτησε την πρόταση για πολυμερή διάσκεψη των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, την οποία καλείται να προετοιμάσει ο Ζοζέπ Μπορέλ, ως “μια ευκαιρία να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα για τις θαλάσσιες ζώνες στην περιοχή”. Πρόσθεσε μάλιστα πως η Άγκυρα είναι έτοιμη για διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα “χωρίς προϋποθέσεις” και κάλεσε την Ε.Ε. να δράσει “με αρχές, στρατηγικά και με λογική”.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας