Στη Δύση οι ειδικοί δεν είναι βέβαιοι αν η νέα πυρηνική δοκιμή της Βόρειας Κορέας, την περασμένη Κυριακή, ήταν όντως έκρηξη βόμβας υδρογόνου, όπως κομπάζει το καθεστώς της Πιονγιάνγκ. Ακόμη περισσότερο αμφισβητούν τον ισχυρισμό του ότι έχει πετύχει τέτοιο βαθμό συμπύκνωσης των πυρηνικών κεφαλών, ώστε να τις φορτώσει σε διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους, ικανούς να πλήξουν το Σιάτλ ή το Λος Αντζελες.
Το βέβαιο είναι ότι η έκτη και κατά τα φαινόμενα ισχυρότερη μέχρι σήμερα πυρηνική δοκιμή της Βόρειας Κορέας θέτει τη διεθνή κοινότητα και πρωτίστως τις Ηνωμένες Πολιτείες μπροστά σε ορισμένες πολύ ενοχλητικές αλήθειες.
Η πρώτη, την οποία δεν δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τα πιο σοβαρά έντυπα της Δύσης, στα κύρια άρθρα τους, είναι ότι το θέλουμε – δεν το θέλουμε, πρέπει να μάθουμε να ζούμε με την ιδέα ότι η Βόρεια Κορέα θα γίνει πυρηνική δύναμη. Η πρόσφατη ιστορία λέει ότι δεν υπήρξε ούτε μία χώρα που να αυτοεξαιρέθηκε από τη συνθήκη μη διάδοσης πυρηνικών όπλων (ΝΡΤ) και να μην απέκτησε πυρηνικά όπλα. Προχθές ήταν η Ινδία, χθες το Πακιστάν, αύριο θα είναι η Βόρεια Κορέα.
Βεβαίως ο Ντόναλντ Τραμπ αρέσκεται σε ρητορικές πομφόλυγες, απειλώντας τη Βόρεια Κορέα με «φωτιά και μανία» ή με «μαζικό στρατιωτικό πλήγμα», κατά τη λιγότερο γλαφυρή ορολογία του υπουργού Άμυνας Τζιμ Μάτις. Στα μάτια των Βορειοκορεατών, όμως, παρόμοιες απειλές ακούγονται σαν βρυχηθμοί «χάρτινης τίγρης», για να θυμηθούμε τον αφορισμό του Μάο Τσε Τουνγκ. Ενδεχόμενο προληπτικό πλήγμα της Αμερικής αφ’ ενός μεν δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα αφάνιζε το πυρηνικό πρόγραμμα των Βορειοκορεατών, αφ’ ετέρου δε είναι απολύτως βέβαιο ότι θα κόστιζε εκατομμύρια θύματα στη Νότια Κορέα, η οποία θα υφίστατο σε χρόνο μηδέν τα απαντητικά πλήγματα των γειτόνων της.
Η πιο ήπια, εναλλακτική λύση των κυρώσεων αποδεικνύεται τραγικά ατελέσφορη. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν είχε δίκιο αυτήν την εβδομάδα όταν έλεγε ότι οι Βορειοκορεάτες «θα προτιμήσουν να τρέφονται με χόρτα παρά να εγκαταλείψουν το πυρηνικό τους πρόγραμμα». Η μοίρα του Μιλόσεβιτς, του Σαντάμ και του Καντάφι έπεισε τους ηγέτες του καθεστώτος ότι μόνο η απειλή του ραδιενεργού μανιταριού μπορεί να τους προσφέρει πολιτική προστασία – και γι’ αυτό δεν φταίνε μόνο οι ίδιοι. Ακόμη χειρότερα, φαίνεται να έχουν σ’ αυτό το ζήτημα την υποστήριξη του λαού τους, που βλέπει στο πρόσωπο της Αμερικής έναν παραδοσιακό εχθρό και επίδοξο εισβολέα, όπως αναγνώριζε τις προάλλες η γαλλική Le Monde. Έναν επίδοξο εισβολέα, στενό σύμμαχο της Ιαπωνίας, της παλιάς αποικιοκρατικής δύναμης της περιοχής, ο υπουργός Οικονομικών της οποίας, Τάρο Ασο, μόλις τις προάλλες εξυμνούσε τον Χίτλερ εκθειάζοντας τα «θετικά του κίνητρα».
Μια άλλη ενοχλητική αλήθεια είναι ότι για τη σημερινή, πολύ επικίνδυνη πραγματικότητα φέρουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης οι Ηνωμένες Πολιτείες. Τη δεκαετία του 1990, η Βόρεια Κορέα είχε πεισθεί να αναστείλει το πυρηνικό της πρόγραμμα με αντάλλαγμα βοήθεια σε καύσιμα και τρόφιμα, χάρη στην ευέλικτη πολιτική της κυβέρνησης Κλίντον και του Νοτιοκορεάτη ηγέτη Κιμ Ντάε Γιουνγκ, που ακολουθούσε τη λεγόμενη «πολιτική της ηλιοφάνειας». Μάλιστα, η Βόρεια Κορέα είχε δημιουργήσει ζώνες μεικτών επιχειρήσεων, προσελκύοντας κεφάλαια από τους νότιους γείτονές της, αλλά και από την Ιαπωνία, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να ακολουθήσει τον δρόμο της Κίνας του Ντενγκ Σιαοπίνγκ – άνοιγμα στην αγορά, με διατήρηση του πολιτικού ελέγχου από το κομμουνιστικό κόμμα. Αποχώρησε από την ΝΡΤ, έδιωξε τους επιθεωρητές του ΟΗΕ και επανήλθε δριμύτερη στο πυρηνικό της πρόγραμμα μόνον αφ’ ότου ο Τζορτζ Μπους τζούνιορ τη συμπεριέλαβε – ασύνετα και παράλογα – στον «Άξονα του Κακού», μαζί με το Ιράκ και το Ιράν. Και πάλι όμως δέχθηκε να συμμετάσχει στις μακρόχρονες, εξαμερείς διαπραγματεύσεις (με ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Ιαπωνία και Νότια Κορέα) οι οποίες, όμως, δεν κατέληξαν πουθενά.
Όσο αλλόκοτο κι αν ακούγεται, στην πραγματικότητα ο Ντόναλντ Τραμπ έχει πολλούς λόγους να τρίβει τα χέρια του με τον Κιμ Γιονγκ Ουν. Μήπως δεν ήταν ο ίδιος που ομολογούσε δημοσίως, στην προεκλογική περίοδο, ότι θα προτιμούσε να εξοπλιστούν με πυρηνικά όπλα η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, παρά να πληρώνει η Αμερική για την άμυνά τους; Ο Κιμ και οι «τρέλες» του προσφέρουν το ιδεώδες άλλοθι.
Επιπλέον, ο πολεμικός πυρετός στην περιοχή φέρνει σε δύσκολη θέση τον νέο, προοδευτικό πρόεδρο της Νότιας Κορέας, Μουν Τζάε Ιν, ο οποίος επιθυμούσε συνεννόηση με την Πιονγιάνγκ και μεγαλύτερη αυτονομία από τις ΗΠΑ – μέχρι πρότινος είχε παγώσει την εγκατάσταση της αμερικανικής αντιπυραυλικής ασπίδας THAAD, που ανησυχεί σφοδρά Ρωσία και Κίνα, οι οποίες αισθάνονται ότι στρέφεται εναντίον τους. Τέλος, η κρίση με την Πιονγιάνγκ έδωσε τη δυνατότητα στον Τραμπ να επαναφέρει την απειλή οικονομικού πολέμου με την Κίνα, αυτήν τη φορά με πρόσχημα ότι δεν είναι τόσο σκληρή όσο εκείνος θα ήθελε με τους απείθαρχους γείτονές της. Βλέπετε, ο Στιβ Μπάνον, σημαιοφόρος του οικονομικού πολέμου με την Κίνα, έφυγε από τον Λευκό Οίκο, αλλά το πνεύμα του εξακολουθεί να στοιχειώνει τη Δυτική Πτέρυγα.
Το δίδυμο Τραμπ-Κιμ, δύο πολύ διαφορετικών αλλά εξίσου απρόβλεπτων ηγετών, ανησυχεί έντονα τους σώφρονες αναλυτές στη Δύση. Ένας από αυτούς, ο Γκίντεον Ράχμαν των Financial Times, μας καλούσε τις προάλλες να μην παίρνουμε στα αψήφιστα το ενδεχόμενο ενός νέου κορεατικού πολέμου, θυμίζοντας τον ρόλο που έπαιξαν οι εσφαλμένες εκτιμήσεις πολιτικών ηγετών στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και σειρά άλλων φονικών συρράξεων.
Πηγή: Καθημερινή