Η σκηνοθέτις Γεωργία Μαυραγάνη και η ομάδα Happy End ανέβασε τις πρώτες μέρες του Ιουλίου στο Δ της Πειραιώς 260 το έργο του Tennessee Williams Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι, ξαφνιάζοντας μας με αυτήν την επιλογή. Μετρ του Devised Theatre η Μαυραγάνη, με πολλές επιτυχημένες παραστάσεις (και περγαμηνές!), τα τελευταία χρόνια σε αυτό το, ομολογουμένως απαιτητικό, θεατρικό είδος, προκάλεσε, χωρίς καθόλου να απογοητεύσει, το κοινό της με αυτή τη στροφή στο «κλασικό» ρεπερτόριο.
Βέβαια δεν είναι μόνο η Μαυραγάνη σε αυτή τη θεατρική παραγωγή που παρουσιάζεται διαφορετική. Και το έργο του Williams, τα τελευταία χρόνια, προσπαθεί να δείξει ένα άλλο πρόσωπο μέσα από τις παραστάσεις σύγχρονων θεατρικών ομάδων (ενδεικτικά αναφέρω το θέατρο δωματίου της Μπρούσκου που ανέβασε το Λεωφορείο ο Πόθος το 2008). Αγωνίζεται να αποτινάξει την πατίνα του ρεαλισμού που του επέβαλαν οι κινηματογραφικές σκηνοθετικές προσεγγίσεις στις δεκαετίες του 1950 και 1960. Ο ίδιος, άλλωστε, ο συγγραφέας δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά του για αυτή τη «λάθος» ανάγνωση, υποστηρίζοντας πως τα έργα του έριχναν μια ειρωνική και περιπαιχτική ματιά πάνω στη νοσούσα κοινωνία του αμερικάνικου Νότου (κλειστοφοβική, οπισθοδρομική, ρατσιστική). Δεν προέχει ούτε η τρυφερότητα, ούτε η συμπάθεια για τους ήρωες, αλλά ο σαρκασμός και το χιούμορ.
Το Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι (1958) ανήκει στα έργα που ακολούθησαν των μεγάλων επιτυχιών του συγγραφέα, όπως ήταν ο Γυάλινος κόσμος (1945), το Λεωφορείο ο Πόθος (1947) και η βραβευμένη με Πούλιντζερ Λυσσασμένη γάτα (1955). Πρόκειται για ακόμα ένα θεατρικό του που πρωταγωνιστικό ρόλο κατέχουν οι γυναίκες: η κυρία Βέναμπλ, μητέρα του νεκρού ποιητή Σεμπάστιαν και η νεαρή εξαδέλφη του Κάθρην Χόλλυ. Και οι δύο, παθολογικά δεμένες μαζί του, εξιστορούν γεγονότα από τη ζωή και το θάνατό του, αποκαλύπτοντας η κάθε μια το δικό της βαθύτερο αδιέξοδο να συνεχίσει να ζει χωρίς εκείνον. Αντίζηλες σε αυτό τον αγώνα μνήμης, προσπαθούν αλληλοσπαρασσόμενες να διασώσουν, η κάθεμια την εικόνα του δικού της Σεμπάστιαν, αφήνοντας τον θεατή, τελικά, μόνο του να αντιμετωπίσει στο τέλος του έργου μια σκηνή ωμοφαγίας, με θύμα τον ποιητή και θύτες τα μικρά πεινασμένα παιδιά του Μεξικού, ως αποκάλυψη της Αλήθειας ή κάποιας εκδοχής της. Το Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι, χωρίς να πάψει να φέρει υποδόρια αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, όπως σχεδόν το σύνολο του έργου του, έχει χαρακτήρα περισσότερο αφηγηματικό παρά θεατρικό, με παντελή σχεδόν την έλλειψη σκηνικής δράσης, ενώ υπάρχει σαφής μετατόπιση του ενδιαφέροντος προς τον συμβολισμό.
Η Μαυραγάνη φάνηκε να έχει λάβει υπόψη της σοβαρά τις «διαμαρτυρίες» του συγγραφέα σχετικά με την ρεαλιστική αντιμετώπιση των έργων του και να επιχειρεί μια δική της ερμηνευτική και παραστασιακή πρόσληψη, «παίζοντας» με το καλλιτεχνικό παρελθόν της ομάδας Happy End και με τον συμβολισμό του Williams, παρακάμπτοντας εντελώς τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του έργου. Έχοντας μαζί της τους δοκιμασμένους συνεργάτες της: σκηνικά-κοστούμια Άρτεμις Φλέσσα, φωτισμοί Τάσος Παλαιορούτας, ηθοποιοί Βαγγέλης Αμπαζής (γιατρός Ζάχαρη), Ελίνα Ρίζου (Κάθρην), Γρηγόρης Μπαλλάς (Τζωρτζ Χόλλυ), Ναζίκ Αϊδινιάν, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη και την πολύτιμη παρουσία της Μαρίας Κεχαγιόγλου (κυρία Βέναμπλ) και της Άννας Μάσχα (κυρία Χόλλυ) κατάφερε να στήσει μια παράσταση με έντονο τον χαρακτήρα της αποστασιοποίησης, κλείνοντας ευφυώς το μάτι στον συγγραφέα. Δημιούργησε έναν υπέροχο σκηνικό χώρο, φτωχό στη χρήση αντικειμένων και ταυτόχρονα κραυγαλέο, καθώς μια τζαμαρία, που θύμιζε σέρα της αγγλικής υπαίθρου, και δεκαεννιά μηχανικά παλ σομόν τριαντάφυλλα αναπαριστούσαν τον γεμάτο εξωτικά και σαρκοβόρα φυτά κήπο του ποιητή Σεμπάστιαν, δηλαδή τον δραματικό χώρο του έργου. Σε αυτό το «μηχανικό» γκρίζο, ως επί το πλείστον, περιβάλλον, εξαίρετα φωτισμένο από τον Παλαιορούτα, οι ηθοποιοί, φορώντας απόλυτα ταιριαστά στη γενικότερη αισθητική του σκηνικού κοστούμια (ξεχώρισαν το βιολετί λαμέ της κυρίας Βέναμπλ και το επίσης λαμέ πράσινο της Κάθρην), χρησιμοποίησαν τεχνικές από το ρεαλιστικό και το φορμαλιστικό θέατρο, χωρίς ωστόσο να υπογραμμίζονται οι μεταβάσεις. Ανάμεσά τους η Μαρία Κεχαγιόγλου, στο ρόλο της κυρίας Βέναμπλ, στάθηκε ένα σκαλοπάτι πάνω από όλους· κέντησε πραγματικά το ρόλο με την υποκριτική της δεινότητα, έτσι που και ο πιο απομακρυσμένος θεατής μπορούσε να «διακρίνει» και την παραμικρή έκφραση του προσώπου της.
Όλη η παράσταση υπάκουε στη ρυθμολογία μιας παρτιτούρας ηχητικής και εικαστικής, η οποία ταυτόχρονα διατηρούσε σε πρώτο πλάνο και τον λόγο του κειμένου (πολύ καλή η μετάφραση της σκηνοθέτιδας), επαληθεύοντας απόλυτα τις προθέσεις της ομάδας, όπως αναφέρονται στο πρόγραμμα του φεστιβάλ: «να αφηγηθεί αυτή την ιδιαίτερη ιστορία του Τέννεσση Γουίλλιαμς σαν μια παραβολή για την εποχή μας».
Ναταλί Μηνιώτη
Διδάκτωρ Θεατρολογίας