Μια μέρα σαν και σήμερα, 26 Οκτωβρίου 1954 γεννήθηκε στην Τασκένδη της Σοβιετικής Ένωσης (πρωτεύουσα της σημερινής δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν) ο «Νουρέγιεφ» των ελληνικών γηπέδων Βασίλης Χατζηπαναγής. Παιδί Ελλήνων πολιτικών προσφύγων κυπριακής καταγωγής, που αναγκάστηκαν να αφήσουν την πατρίδα τους πριν τη γέννηση του Χατζηπαναγή.
Ο Βάσια από μικρή ηλικία, δείχνει την κλίση του στον αθλητισμό και ειδικότερα στο ποδόσφαιρο, γεγονός που δεν περνιέται απαρατήρητο και τον φέρνει στις τάξεις των παιδικών τμημάτων της Δυναμό Τασκένδης, με την οποία πραγματοποιεί και τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, με ντεμπούτο μόλις στα 17 του χρόνια.
Ο Χατζηπαναγής παραμένει στη Δυναμό Τασκένδης έως και το 1972, όταν η Παχτακόρ Τασκένδης τον ανακαλύπτει και αποφασίζει να επενδύσει στο αστείρευτο ταλέντο του. Στις τρεις αγωνιστικές σαιζόν με την Παχτακόρ κάνει την κίνηση που έμελλε να αποβεί μοιραία για το ποδοσφαιρικό του μέλλον και θα του στερούσε στη συνέχεια τη συμμετοχή του στην Εθνική Ελλάδας: παίρνει τη σοβιετική υπηκοότητα για να μπορεί να παίξει στα μικρά αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα της ΕΣΣΔ αλλά και να συμμετέχει απρόσκοπτα στο τοπικό πρωτάθλημα.
Τον Δεκέμβριο του 1975, ο Ηρακλής φέρνει στην Ελλάδα και την Θεσσαλονίκη τον μόλις 21 ετών Βασίλη Χατζηπαναγή. Όταν κατεβαίνει από το τρένο στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, νιώθει ξένος αλλά δεν είναι, καθώς η φήμη του είχε υπερβεί ήδη τον εαυτό του:
«Ήρθα με το τρένο στις 22/11 του 1975. Με περίμεναν 1.500 άτομα στο σταθμό, είχε πολύ κόσμο για ένα παιδί που ερχόταν από την Τασκένδη. Ήταν πρωτόγνωρα για μένα. Εντάξει, ήμουν αναγνωρισμένος παίκτης στη Σοβιετική Ένωση με την Παχτακόρ, αλλά εδώ ήταν διαφορετικά. Είδα τη γιαγιά μου να με περιμένει. Ήταν πολύ συγκινητικό. Δεν την είχα δει από κοντά. Εκεί τη γνώρισα, όπως και άλλα μέλη της οικογένειάς μου».
Ο Ηρακλής έκανε ένα τεράστιο δώρο στο ελληνικό ποδόσφαιρο δίνοντας την δυνατότητα στον Βάσια να παίξει στο ελληνικό πρωτάθλημα. Το ντεμπούτο του γίνεται στις 7 Δεκεμβρίου, όταν φορά για πρώτη φορά τη φανέλα του «Γηραιού» κόντρα στον Ατρόμητο Αθηνών και οι φίλαθλοι της ομάδας γεμίζουν ασφυκτικά το γήπεδο της Βέροιας (το «Καυτατζόγλειο» ήταν τιμωρημένο) προκειμένου να θαυμάσουν από κοντά το νέο ταλέντο.
Η μεγαλύτερη αναμφίβολα στιγμή στην καριέρα του διψασμένου για διεθνή ματς Χατζηπαναγή ήρθε το 1984, όταν πήρε μέρος σε φιλικό της Μικτής Κόσμου στις ΗΠΑ και έπαιξε για πρώτη φορά με παίκτες της κλάσης του: Μπεκενμπάουερ, Κέμπες, Κίγκαν, Σίλτον, Κρολ, Φιγκερόα, Ούγκο Σάντσες κ.ά.
Η αναμέτρηση διεξήχθη στις 22 Ιουλίου 1984 στο Νιου Τζέρσεϊ μεταξύ Μικτής Κόσμου και Κόσμος Νέας Υόρκης ενώπιον 40.000 θεατών, από τους οποίους οι 15.000 ήταν Έλληνες ομογενείς, οι οποίοι είχαν σπεύσει για να θαυμάσουν τον Χατζηπαναγή και τον επίσης μεγάλο γκολτζή Θωμά Μαύρο. Ο Βάσια μπήκε αλλαγή στο 65ο λεπτό και μάγεψε την εξέδρα με τις περίτεχνες ενέργειές του.
Ο Χατζηπαναγής στην Εθνική Ελλάδας
«Όλοι με ρωτούσαν πώς γίνεται να μην παίζω στην Εθνική. Ήταν κακό που δεν έπαιζα με την Εθνική γιατί δεν με έβλεπε πολύς κόσμος. Έπρεπε να κάθομαι να εξηγώ. Πάντως, εντάξει, είχα πάνω από 20 φιλικά με την Εθνική (της Σοβιετικής Ένωσης), έπαιξα και τουρνουά, ήμουν στις Ελπίδες, αλλά και στην ολυμπιακή ομάδα που πήραμε την πρόκριση στο Μόντρεαλ». Οι λιγοστές αυτές συμμετοχές του με την Εθνική της ΕΣΣΔ αλλά και οι ιδιομορφίες των διεθνών κανονισμών του στέρησαν το μεγάλο του όνειρο να παίξει με τη γαλανόλευκη όσο και όπως θα ήθελε.
Ο Χατζηπαναγής πραγματοποίησε μόλις μία εμφάνιση με το εθνόσημο της Εθνικής Ανδρών (με τις Ελπίδες έπαιξε σε μια χούφτα αγώνες), η οποία συμπύκνωσε την πικρία αλλά και την τραγική ειρωνεία της καριέρας του:
«Αποτελεί τη μεγαλύτερη πίκρα μου που δεν έπαιξα στην Εθνική Ελλάδος, που είναι ο καθρέφτης για κάθε παίκτη. Πιστεύω πια σίγουρα πως πλήρωσα κιόλας και τα πολιτικά φρονήματα του πατέρα μου, που ήταν αριστερός μέχρι το τέλος της ζωής του. Είχα πάει τόσες φορές στη Σοβιετική Ένωση για να πάρω την ελευθέρας, αλλά τζίφος. Συνέχεια μου έλεγαν ότι δεν γινόταν να πάρω χαρτί για να παίξω στην εθνική μας ομάδα, καθώς είχα αγωνιστεί στην ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης στους αγώνες του Μόντρεαλ και είχαμε πάρει το χάλκινο μετάλλιο. Έλεγαν πως η ΔΟΕ θα ζητούσε πίσω το μετάλλιο».
Τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδος τη φόρεσε πάντως δύο φορές, τη μία σε ένα φιλικό και την άλλη σε έναν αγώνα προς τιμήν του με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της Γκάνας το 1999, όταν ο 45άρης Χατζηπαναγής φόρεσε επιτέλους τιμής ένεκεν τη φανέλα με το εθνόσημο.
Σε ψηφοφορία της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας το 2003, ο Βασίλης Χατζηπαναγής ανακηρύχθηκε ο καλύτερος ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 χρόνων στην Ελλάδα.
[embedyt] https://www.youtube.com/watch?v=uOVLQP5AfT0[/embedyt]