Βασίλης Τσιτσάνης: Εκφραστής της λαϊκής συνείδησης στα χρόνια του Εμφυλίου

2418
1975

«Ο Βασίλης Τσιτσάνης σφραγίζει με το έργο του βαθιά και τελειωτικά την εποχή μας», έλεγε ο Μίκης Θεοδωράκης, προλογίζοντας τη συναυλία προς τιμή του μεγάλου λαϊκού συνθέτη, στον Κόκκινο Βράχο, στη Νίκαια, το 1983. Αναφερόμενος σ’ αυτόν που χαρακτήριζε δάσκαλό του στη λαϊκή μουσική, ένα χρόνο πριν τον θάνατό του, στις 18 Ιανουαρίου 1984, την ίδια ημερομηνία της γέννησής του, το 1915.

Πράγματι, θα ήταν εντελώς παράδοξη η όποια αναφορά στον ελληνικό πολιτισμό του 20ού αιώνα, που δεν θα συμπεριλάμβανε την εκρηκτική παρουσία του Τσιτσάνη και την τεράστια συμβολή του στην ανάδειξη του λαϊκού τραγουδιού των πόλεων σε τραγούδι με παλλαϊκή και πανελλήνια απήχηση και αποδοχή.

Γεννημένος στα Τρίκαλα, ο Βασίλης Τσιτσάνης θα ζήσει τα χρόνια της δικτατορίας Μεταξά και της Κατοχής στην Αθήνα και κυρίως στη Θεσσαλονίκη, και εκείνα ακριβώς τα χρόνια θα πραγματοποιήσει μια μεγάλη τομή, που αποτελεί συνάμα και συνέχεια.

Έχοντας αγαπήσει το ρεμπέτικο τραγούδι, τη μορφή με την οποία εκφραζόταν το λαϊκό τραγούδι των πόλεων στην περίοδο του Μεσοπολέμου, θα βασιστεί σ’ αυτό για να συμβάλλει καθοριστικά στη μετεξέλιξή του από τραγούδι του κόσμου που ζούσε στα συγκεχυμένα όρια μεταξύ εργατικής τάξης και περιθωριακών κοινωνικών ομάδων, σε τραγούδι που αγκαλιάστηκε από το σύνολο του κόσμου της εργασίας, σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Όπως επισήμανε ο Νέαρχος Γεωργιάδης (1), στην περίοδο της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου «διασταυρώθηκαν τρεις διαφορετικές εκδοχές του Λαϊκού Τραγουδιού. Το μικρασιάτικο ύφος, με κεντρικό πρόσωπο τον Παναγιώτη Τούντα, εκτοπίστηκε απ’ τη δικτατορία, για να χαθεί μέσα στα σκοτάδια της Κατοχής. Το μάγκικο-ρεμπέτικο ύφος, με αρχηγό τον Μάρκο Βαμβακάρη, παραγκωνίστηκε κι έχασε τον πρωταγωνιστικό του ρόλο. Μέσα στο κενό που δημιουργήθηκε από την αναγκαστική αφυπηρέτηση των δύο προηγουμένων, επικράτησε ένα νέο ύφος με ευρωπαϊκά στοιχεία, όπως οι αρμονίες, οι διφωνίες κ.λπ. με κεντρικό πρόσωπο τον Τρικαλινό Βασίλη Τσιτσάνη».

Τα χρόνια εκείνα σημαντική υπήρξε η επενέργεια της λογοκρισίας, που αποσκοπούσε στην απάλειψη των «ανατολίτικων» στοιχείων και των αναφορών στην παραβατικότητα. Εντούτοις, η στροφή που σηματοδοτούσε το «ύφος Τσιτσάνη» συνδέεται και με συνολικότερες κοινωνικές και ιδεολογικές διαδικασίες, με κυριότερη την ενίσχυση των όρων συνάφειας μεταξύ των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, που διαμόρφωναν αντίστοιχη συνείδηση κοινών συμφερόντων. Μια συνάφεια και μια συνείδηση που εκφράστηκε στους κοινούς λαϊκούς αγώνες των χρόνων 1930-36 και αποτέλεσε τη βάση για τη συγκρότηση του γιγάντιου εαμικού κινήματος στα χρόνια της Κατοχής.

Παραδόξως, η δικτατορία, επιβάλλοντας περιορισμούς και απαγορεύσεις, συνέβαλε άθελά της στη διαμόρφωση μιας ενιαίας λαϊκής έκφρασης στο τραγούδι, που θα ολοκληρωθεί στην αμέσως επόμενη ιστορική περίοδο.

Στις συνθήκες της Κατοχής και της Αντίστασης το «ύφος Τσιτσάνη» θα κυριαρχήσει στο λαϊκό τραγούδι, αφομοιώνοντας ακόμη περισσότερο τόσο ευρωπαϊκά όσο και στοιχεία από την παραδοσιακή μουσική του ηπειρωτικού και νησιωτικού ελλαδικού χώρου.

Όπως έγραφα παλιότερα (2), «η λαϊκή ενότητα που είχε επιτευχθεί στις γραμμές του εαμικού κινήματος εκφράστηκε και με μια βαθιά αίσθηση αλληλεγγύης, που πήγαζε από τη συναίσθηση της κοινής μοίρας και των κοινών ελπίδων. Η νέα αυτή πραγματικότητα εκδηλώθηκε και στον τρόπο που αντιμετωπιζόταν, πλέον, η πολιτιστική διαφορετικότητα».  Ο ίδιος ο Τσιτσάνης θα πει ότι «η Κατοχή με δυο λόγια είναι η καρδιά του Λαϊκού Τραγουδιού» (3).

Κατά την αμέσως επόμενη περίοδο, της εμφύλιας αντιπαράθεσης και των διώξεων κατά του κόσμου της Αντίστασης και της Αριστεράς, ο Τσιτσάνης, έχοντας καταξιωθεί ήδη ως συνθέτης με μεγάλη λαϊκή απήχηση, θα παρακολουθήσει από κοντά τις συγκλονιστικές εξελίξεις και τον τρόπο που τις βίωνε ο λαϊκός κόσμος.

Σε μια προσπάθεια να αποφύγει τον σκόπελο της λογοκρισίας, θα υιοθετήσει ένα αλληγορικό τρόπο γραφής στίχων, μεταφέροντας, συνήθως, «τα ψήγματα της συλλογικής περιπέτειας, μέσω μιας ερωτικής ιστοριούλας» (4).

Από τα πλέον αντιπροσωπευτικά τραγούδια του αυτής της περιόδου, είναι το «Μπορεί να το ‘χουν πλανέψει» ή «Ακρογαλιές – δειλινά», γραμμένο το 1948. Στο τραγούδι αυτό, ο στίχος «Βραδιάζει γύρω κι η νύχτα απλώνει σκοτάδι βαθύ» είναι χαρακτηριστικός του συναισθηματικού κλίματος που προκαλεί η εμφύλια σύγκρουση και η λαϊκή διαίσθηση πως ο αγώνας χάνεται. Η αναφορά στον «ήλιο που έχει χαθεί» και αναζητείται «στα σκοτάδια» από μια «σκλαβωμένη… δόλια καρδιά», δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ως προς τον βαθύ πολιτικό χαρακτήρα του τραγουδιού.

Εντούτοις, δεν λείπει και κάποια αχτίδα ελπίδας. Χαρακτηριστική έκφρασή της το «Κάνε υπομονή» ή «Μην απελπίζεσαι», τραγούδι επίσης του 1948.

Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει, κοντά σου θα ‘ρθει μια χαραυγή

καινούργια αγάπη να σου ζητήσει. Κάνε λιγάκι υπομονή.

Διώξε τα σύννεφα απ’ την καρδιά σου και μες στο κλάμα μην ξαγρυπνάς

τι κι αν δεν βρίσκεται στην αγκαλιά σου, θα ΄ρθει μια μέρα, μην το ξεχνάς.

Γλυκοχαράματα θα σε ξυπνήσει κι ο έρωτάς σας θ’ αναστηθεί.

Καινούργια αγάπη θα ξαναρχίσει. Κάνε λιγάκι υπομονή.

Όπως σχολιάζει ο Παναγιώτης Κουνάδης (5), πρόκειται για «ερωτικό, φαινομενικά, τραγούδι (…) Εδώ, η πρώτη στροφή παραπέμπει στην υπομονή του αγωνιστή, που μπορεί να βρίσκεται στο βουνό, στη φυλακή ή στην εξορία, αλλά και στην αλληγορική του εκδοχή, στην αναμενόμενη ειρήνη. Η δεύτερη στροφή, με το “διώξε τα σύννεφα” προτείνει τη λύση, ενώ με την τρίτη δίνει την ελπίδα για μια ειρηνική ζωή».

Ο Νέαρχος Γεωργιάδης (6) επισημαίνει ότι «η λέξη κλειδί για την αποκρυπτογράφηση του τραγουδιού είναι η “χαραυγή”», η οποία «πρέπει να θεωρηθεί σαν υποκείμενο: αυτό που λείπει, αυτό που θα ‘ρθει… Θα έρθει η χαραυγή, δηλαδή η ελευθερία, και θα διώξει τα σκοτάδια της σκλαβιάς».

Προφανής είναι η αλληγορία και παρούσα η ελπίδα και στο τραγούδι «Ως πότε πια τέτοια ζωή». Όπως και οι αναφορές στους «φίλους, γνωστούς και ξένους», που υπονοούν την αγγλοαμερικάνικη επέμβαση στο εμφύλιο αιματοκύλισμα.

Ως πότε πια τέτοια ζωή να ζούμε χωρισμένοι

και στη δική μας συμφορά να χαίρονται οι ξένοι.

Να χαίρονται και να γελούν φίλοι, γνωστοί και ξένοι.

Μπορούμε να ξεχάσουμε τα τόσα όνειρά μας

που κάνανε σ’ ένα σκοπό οι χτύποι της καρδιάς μας;

Αυτοί που μας ζηλεύουνε απ’ τον καημό ας λιώσουν.

Ζωή χρυσή για μας θα ΄ρθει κι αυτοί θα μετανιώσουν.

Τον πόνο της μάνας για το παιδί της που είτε βρίσκεται στη φυλακή ή την εξορία είτε πολεμάει από τις τάξεις του Δημοκρατικού ή του κυβερνητικού στρατού, εξέφρασε το τραγούδι «Κάποια μάνα αναστενάζει».

Κάποια μάνα αναστενάζει, μέρα νύχτα ανησυχεί

το παιδί της περιμένει που έχει χρόνια να το δει.

Με υπομονή προσμένει και λαχτάρα στην καρδιά

ο λεβέντης να γυρίσει απ΄ τη μαύρη ξενιτιά.

Μέσα στην απελπισιά της κάποιος την πληροφορεί

ότι ζει το παλικάρι κι οπωσδήποτε θα ‘ρθει.

Αναφερόμενη στην επικοινωνία μεταξύ των αγωνιστών του ΔΣΕ, του οποίου μαχήτρια ήταν και η ίδια, και των στρατιωτών του κυβερνητικού στρατού, η Μαρία Μπέικου, έγραψε ότι «πολλές φορές οι σκοπιές είχαν τη δυνατότητα να συνομιλούν και μάλιστα φιλικά. Μαθαίναμε τα τραγούδια της εποχής από τους στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού, όπως το τραγούδι “Κάποια μάνα αναστενάζει”, τραγούδι που συγκινούσε και απευθυνόταν και στους δυο στρατούς και βέβαια δεν ξέραμε πως το είχε γράψει ο Τσιτσάνης» (7).

Τα τραγούδια αυτά θα απαγορευτούν τελικά, όταν θα διαπιστωθεί ότι κάθε άλλο παρά «πολιτικά ακίνδυνα» ήταν. Χαρακτηριστικό ήταν και το γεγονός ότι με την απαγόρευσή τους εντάσσονταν στη λίστα των «απεπιθύμητων ανήθικων τραγουδιών»!

Ο Βασίλης Τσιτσάνης θα συνεχίσει και τα επόμενα χρόνια, μετά την ήττα του ΔΣΕ, να εκφράζει τα λαϊκά συναισθήματα με τραγούδια όπως το «Της κοινωνίας η διαφορά».

Δυο δρόμοι τη χωρίζουνε την κοινωνία ετούτη

και φέρνουν μαύρες συμφορές, η φτώχεια και τα πλούτη.

Της κοινωνίας η διαφορά

φέρνει στον κόσμο μεγάλη συμφορά.

Έχει η ζωή γυρίσματα, έχει και μονοπάτια.

Γκρεμίζουν φτωχοκάλυβα και χτίζονται παλάτια.

Θα ήταν παράδοξο ένα τέτοιο τραγούδι που αποτυπώνει τη λαϊκή αίσθηση της κοινωνικής αδικίας αμέσως μετά τη συντριβή του εργατικού-λαϊκού κινήματος και των ελπίδων που γέννησε η εαμική εποποιία, να μην απαγορευόταν.

  1. Νέαρχος Γεωργιάδης, Ρεμπέτικο και πολιτική – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1993, σ. 102.
  2. Γιώργος Αλεξάτος, Το τραγούδι των ηττημένων. Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στη μεταπολεμική Ελλάδα – β΄ έκδ. Κουκκίδα 2014, σ. 49.
  3. Κώστας Χατζηδουλής, Τσιτσάνης Βασίλης. Η ζωή και το έργο του – Νεφέλη 1979, σ. 20.
  4. Μανόλης Αθανασάκης, Βασίλης Τσιτσάνης 1946 – περιοδ. Ο Πολίτης, τ. 79, 2000.
  5. Παναγιώτης Κουνάδης, Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών. Κείμενα για το ρεμπέτικο τραγούδι – Κατάρτι 2000, σ. 217.
  6. Νέαρχος Γεωργιάδης, ό.π., σ. 184.
  7. Μαρία Μπέικου, Από τη Διμοιρία Επονιτισσών, στον Δημοκρατικό Στρατό – στο συλλογικό Πτυχές του Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, Φιλίστωρ 2000, σ. 504.

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας