Βαριά και καθ’ υποτροπή ανομία της κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας στα εργασιακά

1474
εργασιακά

Σημείωνα στον πρώτο σχολιασμό των μέτρων του αναπτυξιακού νομοσχεδίου της Νέας Δημοκρατίας ότι οι συλλογικές συμβάσεις και η Διαιτησία του ΟΜΕΔ βρίσκονται και πάλι στο στόχαστρο της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, όπως ακριβώς συνέβη και με το παρα-σύνταγμα του δεύτερου Μνημονίου και την ΠΥΣ 6/2012. Δεν πρόκειται απλώς για μια αταβιστική συμπεριφορά, αλλά για κάτι βαθύτερο: για την επιβεβαίωση της ακλόνητης (;) πίστης της Νέας Δημοκρατίας στις μνημονιακές πολιτικές. Τι κι αν αυτές άφησαν ερείπια στην οικονομία και γενικότερα στην κοινωνία…

Ο ΣΕΒ νομοθέτης…

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ΣΕΒ υπαγορεύει ουσιαστικά τα προς νομοθέτηση μέτρα. Δεν υπάρχει κείμενο θέσεων και προτάσεων του ΣΕΒ με το οποίο να μη ζητείται, με εμμονικό τρόπο, η λήψη των μέτρων που φέρνει τώρα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας για τις συλλογικές συμβάσεις και τη Διαιτησία με το λεγόμενο αναπτυξιακό νομοσχέδιο. Ασφαλώς και δεν πρόκειται για σύμπτωση. Η Νέα Δημοκρατία προχωρά ουσιαστικά σε μια άτυπη, de facto, παρα-συνταγματική παραχώρηση νομοθετικής πρωτοβουλίας στον ΣΕΒ.

Γιατί τα προτεινόμενα μέτρα πλήττουν καίρια την προστατευτική λειτουργία των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων αλλά και της οικονομίας – Μειώσεις μισθών και πάλι

Όπως έχει ζητήσει ο ΣΕΒ:

Α. Θεσπίζονται αλλεπάλληλες ρήτρες και φόρμουλες εξαίρεσης πολλών κατηγοριών επιχειρήσεων από τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, επιχειρήσεων που υφίστανται ακόμη και σήμερα τις καταστροφικές συνέπειες από τα ομόρροπα με τα επίμαχα μέτρα του δεύτερου Μνημονίου. Η προσωρινή εξαίρεση επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν προβλήματα βιωσιμότητας από το πεδίο εφαρμογής κλαδικών συλλογικών συμβάσεων φαίνεται, και είναι ως ένα βαθμό, εύλογη. Μόνο που στη χώρα μας:

αα. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι τόσο πολλές, ώστε η εξαίρεσή τους θα αποδομούσε τη λειτουργία των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων.

ββ. Οι επιχειρήσεις αυτές βρίσκονται αντιμέτωπες με σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας εξαιτίας ακριβώς των μέτρων του δεύτερου Μνημονίου, δηλαδή εξαιτίας της εφαρμογής μέτρων ομόρροπων με αυτά που προτείνει τώρα η κυβέρνηση.

γγ. Οι επιχειρήσεις αυτές «ζουν» στη μεγάλη τους πλειονότητα και στηρίζουν τις προοπτικές ανάκαμψής τους στην ενεργό ζήτηση των εργαζομένων. Η ζήτηση αυτή ενισχύεται μετά τον Αύγουστο του 2018, χωρίς βεβαίως να δημιουργείται πρόβλημα από την αύξηση του λεγόμενου μισθολογικού κόστους στην πράξη. Αντίθετα, η εσωτερική ενεργός ζήτηση, που σημειωτέον παράγει περίπου τα 2/3 του ΑΕΠ, θα πληγεί καίρια με μαζικές μειώσεις των κλαδικών μισθών. Αυτό σημαίνει ότι εξ αυτού του λόγου οι προοπτικές ανάκαμψης των επιχειρήσεων αυτών θα υπονομευτούν, αντί να στηριχτούν, αν το αναπτυξιακό νομοσχέδιο γίνει νόμος του κράτους. Όπως το έχει διατυπώσει επιφανής Αμερικανός επιχειρηματίας, «το πρόβλημα με εμάς τους επιχειρηματίες είναι ότι θέλουμε οι πελάτες μας να είναι πλούσιοι και οι εργαζόμενοί μας φτωχοί». Όλα αυτά «διέφυγαν» από την κυβέρνηση, παρότι είναι νωπή η εμπειρία από τις καταστροφές που σώρευσαν τα ομόρροπα μέτρα του δεύτερου Μνημονίου.

Οταν η λειτουργία της οικονομίας επανέλθει σε μια, κατά προσέγγιση, κανονικότητα, τότε θα μπορούσε να συζητηθεί η εισαγωγή ρήτρας εξαίρεσης από τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, με εξαιρετική φειδώ πάντως και μόνο για επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν πράγματι προβλήματα βιωσιμότητας, αντί παραχωρήσεων όπως είναι η διασφάλιση των θέσεων εργασίας. Αρκεί την απόφαση εξαίρεσης να την παίρνουν οι μόνοι αρμόδιοι, οι ίδιες οι συμβαλλόμενες με την κλαδική σύμβαση συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως συμβαίνει π.χ. στο γερμανικό Δίκαιο. Οτι δηλαδή δεν θα δοθεί ένα opt-out (εξαίρεση) στις ίδιες τις επιχειρήσεις, ένα είδος εξαίρεσης με self-service που θα ρήμαζε τη συλλογική αυτονομία και τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις.

Β. Η ναρκοθέτηση με το επίμαχο νομοσχέδιο των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, που αποτελούν το βασικό κλειδί για αποτελεσματική συλλογική διαπραγμάτευση, φτάνει μέχρι και την εξαίρεση επιχειρήσεων από την επέκταση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων με απόφαση του υπουργού Εργασίας, ακόμη και αν οι επιχειρήσεις αυτές δεν θα έχουν εξαιρεθεί προηγουμένως από τις κλαδικές με τη χρήση των λοιπών εργαλείων του νομοσχεδίου.

Γ. Πλήττεται καίρια με τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης επί συρροής κλαδικών και επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων, που έχει και συνταγματική θεμελίωση. Με τη συρρίκνωση της κλαδικής διαπραγμάτευσης πλήττεται ακόμη στα θεμέλιά της η συλλογική αυτονομία που ομοίως εγγυάται το Σύνταγμα.

Δ. Σε άλλα Δίκαια, π.χ. στο γερμανικό Δίκαιο, σε αντίθεση με τα προς νομοθέτηση μέτρα, την απόφαση για εξαιρέσεις επιχειρήσεων από κλαδικές συμβάσεις παίρνουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που τις συνάπτουν. Οι επιμέρους επιχειρήσεις δεν έχουν κανένα δικαίωμα opt-out. Οι κλαδικές οργανώσεις είναι σε θέση, εκτιμώντας όλες τις παραμέτρους, να αποφασίζουν, με μεγάλη φειδώ όπως δείχνει η γερμανική εμπειρία, ποιες επιχειρήσεις πρέπει να εξαιρεθούν. Επομένως αυτό που λέγεται ότι τα επίμαχα μέτρα για τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις απαντώνται και στα Δίκαια αναπτυγμένων χωρών είναι «ψέμα χοντρό και κατασκευασμένο».

Με το επίμαχο νομοσχέδιο δίνεται, κατ’ αρχάς, η δυνατότητα στους συμβαλλόμενους της κλαδικής σύμβασης να αποφασίζουν την εξαίρεση συγκεκριμένων επιχειρήσεων. Αν όμως αυτό δεν συμφωνηθεί από τα μέρη της κλαδικής, και εδώ είναι η ουσιώδης διαφορά από ένα σύστημα που σέβεται τη συλλογική αυτονομία, δίνεται το δικαίωμα αυτό στις ίδιες τις επιχειρήσεις και νομοθετείται η υπερίσχυση επιχειρησιακών και τοπικών κλαδικών συμφωνιών έναντι των εθνικών κλαδικών.

Ε. Με το επίμαχο νομοσχέδιο ακρωτηριάζεται και η Διαιτησία, που βρίσκεται στο στόχαστρο των εργοδοτών από τότε που πρωτονομοθετήθηκε με τον Ν.1876/90.

Η συνταγματικότητα της Διαιτησίας και του δικαιώματος των ενδιαφερομένων να προσφεύγουν μονομερώς σε αυτήν επιβεβαιώθηκε με την ομόφωνη (!) απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 25/2014. Περαιτέρω, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την απόφασή της 2307/2014 έκανε ακόμα ένα βήμα: έκρινε ότι η (μνημονιακή) νομοθετική κατάργηση του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία παραβιάζει το Σύνταγμα, αφού το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής θεμελιώνεται στο ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 22 παρ. 2).

Με τις δύο αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων υπερκεράστηκαν και οι παλαιότερες συστάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για περιορισμό του ελληνικού συστήματος Διαιτησίας. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι στη Διαιτησία και στο δικαίωμα μονομερούς προσφυγής σε αυτήν από τους ενδιαφερομένους ανατίθεται ένας σπουδαίος εγγυητικός ρόλος. Ο ρόλος αυτός συνίσταται στη στήριξη της συλλογικής αυτονομίας, η οποία πρέπει να λειτουργεί αποτελεσματικά παρά τις εγγενείς αδυναμίες των συνδικαλιστικών θεσμών στη χώρα μας. Μόνο έτσι επιτυγχάνεται ο τελικός στόχος του Συντάγματος, που είναι η απώθηση των ατομικών συμβάσεων εργασίας, αυτού του εργαλείου υποδούλωσης των εργαζομένων, υπέρ συλλογικών ρυθμίσεων των όρων εργασίας, οι οποίες έχουν υπέρ αυτών τα εχέγγυα μιας κατά προσέγγιση δίκαιης ρύθμισης. Τώρα η μονομερής προσφυγή στη Διαιτησία από κανόνας μετατρέπεται σε ισχνή εξαίρεση, όταν δεν στραγγαλίζεται.

Στο Σχέδιο Γιούνκερ πριν από το δημοψήφισμα του 2015 περιλαμβανόταν ο ιταμός όρος να καταργηθούν με νόμο οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 2287 – 2290/2015 που είχαν κρίνει αντισυνταγματικές τις μειώσεις των συντάξεων του 2011/2012. Αυτό, που δεν έγινε δεκτό τότε, γίνεται τώρα πράξη με το επίμαχο νομοσχέδιο: καταργούνται, εκ του αποτελέσματος, οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (25/2004) και της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (2307/2014) για τη Διαιτησία και το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής. Ποιος διαφωτισμός, ποια διάκριση των λειτουργιών και ποιο κράτος δικαίου…

*Ο Άρις Καζάκος είναι oμότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας