Αυτός ο κόσμος που αλλάζει, σε ποιόν θα μοιάζει;

1721
κάλπες

Η κρισιμότητα των επερχόμενων εκλογών στην Ευρώπη
Η παράφραση του τίτλου του τραγουδιού του Αλκίνοου Ιωαννίδη νομίζω ότι αποτυπώνει εύλογα τις κοσμογονικές πολιτικές εξελίξεις που σαρώνουν τον πλανήτη από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης τους 2008 μέχρι σήμερα. Είναι εμφανές ότι ο κόσμος αλλάζει πολιτικά ως αποτέλεσμα των συνεπειών αυτής της κρίσης. Το ερώτημα όμως είναι προς ποια κατεύθυνση και σε ποιο βαθμό σε σχέση και με τις κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις που έρχονται στην Ευρώπη.
Η δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος επηρέασε άμεσα ή έμμεσα κάθε γωνιά της γης και μεταφερόμενη στο πεδίο της πολιτικής έχει επιφέρει ισχυρό πλήγμα στις μορφές της παραδοσιακής πολιτικής εκπροσώπησης. Ιδιαίτερα στο Δυτικό κόσμο όπου οι πολιτικές ανακατατάξεις διαδέχονται η μία την άλλη και ίσως ακόμη να είναι πολύ νωρίς για να αντιληφθούμε το μέγεθος και την έκταση αυτών των αλλαγών. Έχουμε ωστόσο μερικά σοβαρά δεδομένα που μας οδηγούν σε κάποιες πρώτες εκτιμήσεις.
Τα τελευταία χρόνια η κυρίαρχη πολιτική αντίληψη φαίνεται να κλονίζεται από διαφορετικές κατευθύνσεις. Έτσι, από τη μία βλέπουμε την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, της Αριστεράς στην Ισπανία και την Πορτογαλία, του αριστερόστροφου J.Corbyn στην ηγεσία των Εργατικών στην Αγγλία, την εμπνευσμένη καμπάνια του Bernie Sanders στις Η.Π.Α και από την άλλη τη νίκη του Trump και τη δυναμική που εμφανίζουν κόμματα της άκρας Δεξιάς όπως το FN στη Γαλλία, το AFDστη Γερμανία και τα αντίστοιχα κόμματα σε Αυστρία, Φιλανδία, Ολλανδία και Ανατολική Ευρώπη . Ταυτόχρονα, κινήματα που κινούνται στη σφαίρα της μεταπολιτικής όπως το κίνημα Cinque Stelle στην Ιταλία εισβάλουν δυναμικά στην πολιτική σκηνή αναπαράγοντας ένα δημαγωγικό πολιτικό λόγο με έντονα στοιχεία λαϊκισμού. Οτιδήποτε μοιάζει να διαφοροποιείται από τον λόγο των ελίτ αυξάνει σε δυναμική.
Αν και ο συνεχής αναβρασμός και αναταραχή που επικρατεί στον αραβικό κόσμο έχει επίσης τις ρίζες του στην οικονομική κρίση και στην εκμεταλλευτική πρακτική των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων οι αλλαγές που συντελούνται στον πυρήνα των καπιταλιστικών κρατών γεννούν το σπόρο της εκ των έσω υπονόμευσης και θέτουν σε συναγερμό τους θεματοφύλακες της καθεστηκυίας τάξης όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι αλλαγές αυτές ωστόσο δεν μπορούν να μας οδηγούν εύκολα στο συμπέρασμα ότι το υπάρχον πολιτικό σύστημα πνέει τα λοίσθια ή ότι η Ένωση βρίσκεται λίγο πριν την κατάρρευση. Ασφαλώς το αποτέλεσμα του Βρετανικού δημοψηφίσματος συγκλόνισε τις Βρυξέλλες όμως η E.E δεν πρόκειται να τελειώσει τόσο εύκολα όπως πιστεύουν πολλοί και τούτο γιατί αφενός είναι εκφραστής γιγαντιαίων συμφερόντων και αφετέρου γιατί εμφανίζεται ως το μόνο ισχυρό αντίβαρο στους εθνικούς ανταγωνισμούς και διαμάχες.
Οι μεγάλες πολιτικές και εκλογικές διακυμάνσεις στις χώρες της Δύσης αντλούν ευρύτερα τη δυναμική τους από τις συνέπειες της κρίσης και την εφαρμογή των περιοριστικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών, επηρεάζονται ωστόσο άμεσα από διάφορους άλλους εξωγενείς παράγοντες όπως το προσφυγικό και οι τρομοκρατικές επιθέσεις. Επηρεάζονται επίσης και από εσωτερικούς παράγοντες του κάθε κράτους όπως η ιστορία, η δομή του κοινωνικού σχηματισμού, η έκβαση της προεκλογικής εκστρατείας αλλά και από απρόβλεπτα γεγονότα που μπορούν να συμβούν. Το ίδιο το κράτος εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο ως πεδίο που εξελίσσονται οι πολιτικοί ανταγωνισμοί και ως ισχυρός διεθνής παίκτης ενώ όπως εύστοχα επισημαίνει η Catarina Prencipe στο άρθρο της «How to understand the European Union» που δημοσιεύτηκε στο jacobinmag.com «η υπόθεση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αποκλειστικά ένα διεθνικό φαινόμενο αρνείται τον κεντρικό ρόλο που τα κράτη παίζουν στη διαμόρφωσή της».
Έτσι, στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου πχ την Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία με πρόσφατη τη συλλογική μνήμη από τα δικτατορικά καθεστώτα είναι δύσκολο τα ρεύματα της Ακροδεξιάς να γίνουν κυρίαρχα και ηγεμονικά στην κοινωνία. Αντίθετα, σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που πριν λίγα μόλις χρόνια εισήλθαν στο «θαυμαστό κόσμο» του καπιταλισμού και που η έννοια της Αριστεράς είναι σχεδόν ποινικοποιημένη ο νεοφασισμός βρίσκει πολύ πιο πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί. Ακόμη όμως και σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης με σταθερά πολιτικά συστήματα και ισχυρή κοινοβουλευτική παράδοση όπως η Γαλλία, η Βρετανία και η Γερμανία παρατηρούνται τάσεις φυγόκεντρες από το πολιτικό comme il faut. Με λίγα λόγια θα λέγαμε πως η γενικευμένη κρίση έχει προκαλέσει μια έντονη κίνηση της ιστορίας σε διαφορετικές κατευθύνσεις ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου και την έκβαση των πολιτικών ανταγωνισμών.
ΟΙ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΕΙΣ, Ο ΣΥΡΙΖΑ, Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών σε Γαλλία και Γερμανία δυο ακόμη κάλπες θα έχουν εξαιρετική σημασία. Το δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου στην Ιταλία όπου σε περίπτωση ήττας των προτάσεων Ρέντσι για τον περιορισμό των εξουσιών της Γερουσίας η χώρα θα οδηγηθεί πιθανότατα σε πρόωρες κάλπες και οι εκλογές του Μαρτίου στην Ολλανδία. Και εκεί το ξενοφοβικό «κόμμα της Ελευθερίας» αναμένει να αυξήσει τα ποσοστά του συνεπικουρούμενο από την νίκη του Trump στις ΗΠΑ.
Είναι ωστόσο οι εκλογές του ερχόμενου Απριλίου στη Γαλλία και Σεπτεμβρίου στη Γερμανία που θα αποτελέσουν το βαρόμετρο για την περαιτέρω εξέλιξη των πραγμάτων. Και στις δύο περιπτώσεις η Αριστερά χρειάζεται, κατά τη γνώμη μου, προκειμένου να επιτύχει ένα ελπιδοφόρο αποτέλεσμα να ανοίξει δύο ταυτόχρονα μέτωπα, ενάντια στο νεο-φιλελευθερισμό και στο νεο-φασισμό ενώ την ίδια στιγμή να κόψει οποιονδήποτε πολιτικό δεσμό με τον μεταλλαγμένο ΣΥΡΙΖΑ.
Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015 ανέκοψε σε κάποιο βαθμό τη δυναμική της Αριστεράς στην Ευρώπη. Αντίθετα με την ενίσχυση που της είχε δώσει μέχρι το δημοψήφισμα η άτακτη υποχώρηση του διέψευσε τις ελπίδες των ευρωπαίων αριστερών και ανέστειλε μια συνολικότερη αντεπίθεση των αριστερών δυνάμεων.
Η μετατροπή του σε κόμμα της μνημονιακής σοσιαλδημοκρατίας και η πιστή εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων μέτρων τον καθιστά σήμερα ως μια τοξική βόμβα ανάμεσα στην Αριστερά της Ευρώπης. Όποιος τον ακουμπάει μολύνεται.
Η ήττα του συνέβαλε στην αποτυχία των Unidos Podemos να κερδίσουν τις ισπανικές εκλογές ενώ στην Πορτογαλία η έξυπνη τακτική των κομμάτων της Αριστεράς, του PCP και του παραδοσιακού του συμμάχου του BLOCO να διαχωρίσουν πολιτικά τη θέση τους, βοήθησε στο πολύ θετικό εκλογικό αποτέλεσμα.
Αντίστοιχη χρειάζεται να είναι η στρατηγική των αριστερών κομμάτων τόσο στη Γερμανία όσο και στη Γαλλία. Το Die Linke που πρωτοστάτησε στη διεθνή αλληλεγγύη προς τον ελληνικό λαό την περίοδο του δημοψηφίσματος, σε δύσκολες γι΄ αυτό συνθήκες και κάτω από την πίεση των γερμανικών mediaδεν έχει να κερδίσει τίποτε από την διατήρηση της πολιτικής σχέσης με τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ. Η ταύτισ
η του με μία παραδομένη κυβέρνηση χωρίς καμία διεθνή αίγλη μπορεί μόνο να του στοιχίσει πολιτικά και εκλογικά.
Όμως οι εκλογές στις δυο χώρες δε θα κριθούν τόσο από την οικειοποίηση ή όχι του φαντάσματος του ΣΥΡΙΖΑ. Η Αριστερά πρέπει να πρωτοστατήσει στη μάχη ταυτόχρονα ενάντια στον καπιταλισμό και την ακροδεξιά με προτάσεις, αιτήματα και συμμαχίες πολύ πιο ριζοσπαστικοποιημένα σε σχέση με το παρελθόν. Είναι κατάλληλη η στιγμή να τεθεί ανοιχτά στη συζήτηση το αίτημα για την φορολόγησητου πλούτου και την αναδιανομή του υπέρ της εργατικής τάξης, η σύγκρουση με το εποικοδόμημα τηςΕ.Ε Ένωσης, η αποκάλυψη του ρόλου της Ευρωζώνης σε βάρος των ευρωπαίων εργαζομένων, η αντίθεση στην ασυδοσία της Ε.Κ.Τ και του τραπεζικού συστήματος, η πλήρης καταδίκη του ΝΑΤΟ και των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, η άρση των περιορισμών των κοινωνικών και ατομικών ελευθεριών. Αιτήματα που ούτως ή άλλως τίθενται διαρκώς σε συζήτηση στους κόλπους της γαλλικής και γερμανικής Αριστεράς.
Η ριζοσπαστικοποίηση των αιτημάτων και του δημόσιου λόγου χρειάζεται παράλληλα να συνδεθεί με τον οριστικό διαχωρισμό από τη Σοσιαλδημοκρατία, η συνεργασία με την οποία έχει στοιχίσει ιστορικά στα κόμματα της Αριστεράς. Στη Γαλλία, η καταστροφική πενταετία της διοίκησης Hollande δίνει τη δυνατότητα στην Αριστερά να ανατινάξει μια και καλή τις γέφυρες με τη Σοσιαλδημοκρατία. Είναι ώρα οι Γάλλοι αριστεροί να επιτεθούν πολιτικά στη συνεχιζόμενη δεξιά στροφή των σοσιαλιστών, που έχουν μετατραπεί σε κατεξοχήν κόμμα της καθεστηκυίας τάξης και να διακηρύξουν ότι ο χώρος δεν μπορεί να οριοθετείται πια ως “la Gauche de la Gauche”(η Αριστερά της Αριστεράς) αλλά ως «la vraie Gauche»(αληθινή Αριστερά) ή ακόμη καλύτερα ως “la seule Gauche»(μοναδική Αριστερά).
To ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της Γερμανίας. Τον τελευταίο καιρό αναπαράγονται έντονα τα σενάρια για μια ευρύτερη μετεκλογική συμμαχία μεταξύ σοσιαλιστών, Αριστεράς και Πρασίνων, η συμμαχία RedRedGreen όπως ονομάζεται από τα χρώματα των τριών κομμάτων. Η Αριστερά δεν πρέπει να έχει καμία αυταπάτη για το ρόλο των σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία και στην Ευρώπη. Εκτός της μακροχρόνιας συγκυβέρνησης τους με το CDU της Μέρκελ και της πολιτικής ευθύνης που φέρουν για τη μετατροπή της Ευρώπης σε ζώνης λιτότητας και βαθύτερης καπιταλιστικής εκμετάλλευσης θα είναι έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν την Αριστερά, ως πολιτικό τους σωτήρα, σε μια ενδεχόμενη συγκυβέρνηση και κυρίως θα την καταστήσουν συνένοχο στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές τους. Ήδη ωστόσο, έχουν αποκαλύψει τις πραγματικές τους προθέσεις με τη σύμπραξη με το CDU για την από κοινού στήριξη του σοσιαλιστή Υπουργού Εξωτερικών F.W Steinmeier για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ας μην ξεχνάμε βέβαια και τη στάση των Ισπανών σοσιαλδημοκρατώνοι οποίοι με πραξικοπηματικές εσωκομματικές διαδικασίες αποφάσισαν να στηρίξουν μια καινούρια συντηρητική κυβέρνηση του Rajoy στην Ισπανία.
Από την άλλη μεριά η νίκη του Trump και η οικειοποίηση του αποτελέσματος του βρετανικού δημοψηφίσματος από την Marine Lepen συνδυαστικά με την κρίση που πλήττει τα λαϊκά στρώματα και τον φόβο από τις τρομοκρατικές επιθέσεις δημιουργούν το υπόβαθρο για την εκλογική της επιτυχία. Το Front National, υιοθετώντας έξυπνα τα τελευταία χρόνια θέσεις που θα ταίριαζαν περισσότερο στην Αριστερά όπως η κριτική στην Ε.Ε και στην Ευρωζώνη κατόρθωσε να αυξήσει την επιρροή του στην εργατική τάξη ενώ επιχειρεί να αποκαταστήσει τη χαμένη εθνική αξιοπρέπεια των Γάλλων που πλήττεται από τις αποφάσεις της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών. Πατώντας επάνω σε υπαρκτά προβλήματα και στην αντίκοινωνική διακυβέρνηση των σοσιαλιστών και της Δεξιάς προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την έντονη κοινωνική δυσφορία.
Εδώ ακριβώς χρειάζεται να εστιαστεί η παρέμβαση της Αριστεράς. Από τη μία μεριά να προβάλει μια ριζοσπαστική πολιτική αντιπρόταση απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των σοσιαλιστών και της Δεξιάς και από την άλλη να αποκαλύψει τον πραγματικό ρόλο της Ακροδεξιάς ότι πέρα από μεγαλοστομίες δεν έχει καμία πρόθεση να συγκρουστεί με τις καπιταλιστικές αιτίες που γεννούν τη φτώχεια και την ανισότητα. Ότι η Ακροδεξιά δηλαδή είναι κομμάτι του ίδιου συστήματος που υποτίθεται καταγγέλλει.
Είναι επίσης ανάγκη η Αριστερά να εντείνει τη μάχη απέναντι στην ισλαμοφοβία και στον περιορισμό των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών που προκύπτει από τη συνεχή παράταση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Ο περιορισμός των ελευθεριών, εκτός των άλλων, πετάει τη μπάλα στο γήπεδο της Ακροδεξιάς ενώ δεν έχει ουσιαστικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση του ισλαμικού φονταμενταλισμού.
Τέλος, είναι μείζον ζήτημα για τη γαλλική Αριστερά να ευθυγραμμιστεί με τις κοινωνικές αντιστάσειςκαι κινήματα που προέκυψαν το προηγούμενο διάστημα και ιδιαίτερα από τους αγώνες ενάντια στο “Loi Travail”(εργασιακό νόμο) της υπουργού Εργασίας M. El Khomri. Η δυναμική που δημιούργησαν τα κινήματα νεολαίας με προεξάρχον το “Nuit Debout” και οι μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις των συνδικάτων ενάντια στο νόμο πρέπει να αξιοποιηθούν από την Αριστερά, όχι βέβαια με μια διαδικασία που θα εξαντλείται στα αποτελέσματα της κάλπης αλλά με μια διαλεκτική σχέση που θα παράγει ευρύτερα πολιτικά αποτελέσματα. Ο αγώνας άλλωστε εναντία στην καπιταλισμό και το φασισμό δεν εξαντλείται μόνο στην κάλπη. Η Αριστερά χρειάζεται να εμπνεύσει και να εμπνευστεί από τη ριζοσπαστικότητατης νεολαίας. Τα νέα εργαλεία παραγωγής πολιτικής, που οι νέοι άνθρωποι χρησιμοποιούν κατά κόρον, πρέπει να προστεθούν στα κλασσικά που χρησιμοποιεί η Αριστερά για την πολιτική της παρέμβαση.
Την ίδια στιγμή, διμέτωπος χρειάζεται να είναι ο αγώνας της Γερμανικής Αριστεράς απέναντι στα κόμματα της αστικής τάξης και τα ξενοφοβικά μορφώματα που αναπτύσσονται ταχύτατα. Ο δομικός σχεδιασμός και η λειτουργία της ευρωζώνης έχει αναμφισβήτητα πλήξει τα εισοδήματα των εργαζομένων σε μια σειρά ευρωπαϊκών κρατών, περιλαμβανομένης και της Γερμανίας που παρά τη βελτίωσή των δεικτών της οικονομίας στα χρόνια της κρίσης, κυρίως λόγω της αύξησης των εξαγωγών από την πτώση της τιμής του Ευρώ, η εργατική τάξη της χώρας δεν είδε τη θέση της να βελτιώνεται. Η επιβολή της πολιτικής ΜέρκελΣόιμπλε στις αδύναμες οικονομίες του Νότου εξασφάλισε το φτηνό Ευρώπου χρειαζόταν η γερμανική βιομηχανία. Τα κέρδη του γερμανικού κεφαλαίου διασφαλίστηκαν παράλληλα από το πάγωμα των μισθών των εργαζομένων, εδώ και πολλά χρόνια και ιδιαίτερα μετά την Agenda 2010 που εισήγαγε το 2003 ο τότε σοσιαλιστής καγκελάριος G.Schröder. Το χαμηλό εργατικό κόστος είναι αναγκαία προϋπόθεσή για την ανταγωνιστικότητα της χώρας, την αύξηση δηλαδή των καπιταλιστικών κερδών. Οι ελάχιστες αυξήσεις των τελευταίων χρόνων (2,5% το 2015) είναι πολύ χαμηλότερες από την αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας. Είναι επομένως ουσιώδες το ερώτημα κατά πόσο τα συμφέροντα των ευρωπαίων εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων και των Γερμανών, ικανοποιούνται εντός πλαισίου Ευρωζώνης και Ε.Ε.
Αυτή η παράμετρος θα πρέπει να προστεθεί στον αντίλογο της Αριστεράς έναντι της ρητορικής μίσους του Pegida και του πολιτικού του βραχίονα, του AFD. Ο Γερμανός εργάτης δεν κινδυνεύει ούτε από τους ταλαιπωρημένους Σύριους πρόσφυγες, ούτε από τους εξιδεικευμένους μετανάστες οι οποίοι εδώ και πολλές δεκαετίες αναστήλωσαν την οικονομία της χώρας μέσα από τα ερείπια του Β’ παγκοσμίουπολέμου και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να συμβάλλουν στην αύξηση του γερμανικού ΑΕΠ.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν θα έλεγα ότι οι παρακάτω άξονες αποτελούν τις προϋποθέσεις, με βάση τις οποίες θα μπορέσει, κατά τη γνώμη μου, η Αριστερά στις δύο χώρες να δώσει νικηφόρα τη μάχηαπέναντι στις δυνάμεις της άρχουσας τάξης και της Ακροδεξιάς. Η Ριζοσπαστικοποίηση των θέσεων και του λόγου της, η διακοπή των πολιτικών δεσμών με τη σοσιαλδημοκρατία, η ανάδειξη της νεολαίας και των κοινωνικών κινημάτων στο προσκήνιο, η αποκάλυψη του ρόλου της Ακροδεξιάς ως το μακρύ χέρι του καπιταλισμού και τέλος ο διαχωρισμός από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών θα επηρεάσουν και τις γερμανικές ενώ και οι δύο θα έχουν άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στις πολιτικές εξελίξεις άλλων κρατών. Μια ενίσχυση των αριστερών δυνάμεων θα συμβάλει στην αυτοπεποίθηση και της ελληνικής Αριστεράς καθώς στον αγώνα της για κατάργηση των μνημονίων και σύγκρουσης με την Ευρωζώνη και την Ε.Ε έχει ανάγκη την ύπαρξη ισχυρών αριστερών κομμάτων στον πυρήνα του δυτικού καπιταλισμού. Η αλληλεγγύη, ο συντονισμός και η ριζοσπαστικοποίηση θα ενισχύσουν τους συλλογικούς αγώνες.
Σε κάθε περίπτωση οι εξελίξεις προμηνύονται ενδιαφέρουσες. Οι ταραγμένες πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα προοιωνίζουν ένα μέλλον αβέβαιο αλλά ενδεχομένως και ελπιδοφόρο. Από τη μια μεριά τα κόμματα που εκπροσωπούν το υπάρχον πολιτικό σύστημα πιέζονται αλλά δεν έχουν ακόμη ηττηθεί ενώ η Ακροδεξιά, είτε ως πολιτική έκφραση είτε ως δημόσιος λόγος στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ ήρθε για να μείνει. Ταυτόχρονα, κινήματα μεταπολιτικής εκμεταλλεύονται την παρακμή του πολιτικού συστήματος για να παρεισφρήσουν στην πολιτική σφαίρα. Από την άλλη η Αριστερά σε διάφορες γωνιές του πλανήτη αρχίζει να ξαναβρίσκει το χαμένο της γόητρο με διαφορετικούς τρόπους και διαφορετικό βηματισμό. Η μάχη έχει μόλις ξεκινήσει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα διαρκέσει πολύ. Ούτε βήμα πίσω λοιπόν.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας