Αποκάλυψη και σάλος στις ΗΠΑ: Επιχειρηματικά συμφέροντα πίσω από Stanford-Ιωαννίδη

5169
ηπα

Ντόμινο αντιδράσεων στην επιστημονική κοινότητα έχουν προκαλέσει οι διαρροές για έρευνα του πανεπιστημίου Stanford που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα τον Απρίλιο, καθώς πρότεινε πως ο κορονοϊός είναι στατιστικά πολύ πιο ακίνδυνος από όσο εκτιμούν οι υγειονομικές αρχές που επιβάλλουν lockdown και περιορισμούς στα ταξίδια.

Πηγή του πανεπιστημίου, με άμεση γνώση του θέματος, αποκάλυψε πως η συγκεκριμένη έρευνα του Δρ. Τζον Ιωαννίδη και συνεργατών του, είχε χρηματοδοτηθεί εν μέρει από τον ιδρυτή των αερογραμμών JetBlue Airways, επιχειρηματία Ντέιβντ Νίλμαν, που από το ξέσπασμα της πανδημίας επιμένει ότι ο κορονοϊός δεν είναι τόσο θανατηφόρος ώστε να δικαιολογεί την καραντίνα και τα υπόλοιπα αυστηρά μέτρα.

Οι διαρροές που επικαλείται το Buzzfeed, περιλαμβάνουν μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ του στελέχους της αεροπορικής εταιρείας και των επιστημόνων, όσο η έρευνα διεξαγόταν.

Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στις 17 Απριλίου, πριν ελεγχθούν από ανεξάρτητους επιστήμονες, και απασχόλησαν τα διεθνή μέσα, καθώς η έκθεση πρότεινε πως ο ιός πιθανώς να είχε μολύνει από 50 έως και 85 φορές περισσότερους ανθρώπους από τα καταγεγραμμένα κρούσματα στις ΗΠΑ και, ως εκ τούτου, ήταν πολύ λιγότερο επικίνδυνος για τους ανθρώπους από όσο πιστευόταν, ρίχνοντας το ποσοστό θνητότητας στο 0,12% με 0,2%.

Οι επιστήμονες υποστήριξαν πως έλεγξαν 3.300 δείγματα εθελοντών στη Σάντα Κλάρα, και διαπίστωσαν πως ο ιός ήταν ήδη διαδεδομένος σε ασυμπτωματικά άτομα και άλλους που δεν είχαν αντιληφθεί πως είχαν περάσει την νόσο Covid-19.

Όπως σημείωναν, αν τα κρούσματα είναι 85 φορές περισσότερα από όσα έχουν εντοπίσει οι έλεγχοι, η θνησιμότητα είναι υπερβολικά μικρότερη από τα επίσημα στατιστικά, κοντά στα αντίστοιχα ποσοστά της «ακίνδυνης» κοινής γρίπης. Η μελέτη επικρίθηκε σχεδόν αμέσως για την μεθοδολογία και την εγκυρότητά της, αναγκάζοντας τους συγγραφείς της να προβούν σε διορθώσεις δύο εβδομάδες αργότερα, αλλά τα αμφισβητούμενα αποτελέσματα είχαν ήδη διαδοθεί στον διεθνή τύπο, συνοδευόμενα από την εγκυρότητα του ονόματος ενός πανεπιστημίου όπως το Stanford.

Το αφήγημα του περιορισμένου κινδύνου

Συντηρητικά ΜΜΕ στις ΗΠΑ αναπαρήγαγαν την έρευνα, υποστηρίζοντας τη θεωρία πως οι φόβοι για τον κορωνοϊό είναι υπερβολικοί. «Η πλειονότητα του πληθυσμού διατρέχει ελάχιστο κίνδυνο, όσο κινδυνεύετε να σκοτωθείτε ενώ οδηγείτε από το σπίτι στη δουλειά και ξανά πίσω», υποστήριζε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της έρευνας Δρ. Ιωαννίδης, μιλώντας στο κανάλι Fox News.

Αυτό που ωστόσο δεν ανέφερε ο Δρ. Ιωαννίδης, ήταν πως η μελέτη του είχε χρηματοδοτηθεί εν μέρει από τον Νίλμαν που πολλοί υποπτεύονται ότι επιθυμούσε διακαώς ένα καθησυχαστικό αποτέλεσμα, το οποίο θα υποστήριζε την επαναλειτουργία του κλάδου του. «Είναι αναπόφευκτος ο προβληματισμός για το κατά πόσο υπήρχε σύγκρουση συμφερόντων στην περίπτωση των συγγραφέων της έρευνας», σημειώνεται στην ανώνυμη αναφορά που κατατέθηκε στο αρμόδιο γραφείο του πανεπιστημίου Stanford, από πηγή που είχε εμπλακεί προσωπικά στην επίμαχη έρευνα.

Από τα επίμαχα email προκύπτει πως οι συγγραφείς της έρευνας αγνόησαν τις ενστάσεις δύο καθηγητών του πανεπιστημίου, που επιχείρησαν να διασταυρώσουν την ακρίβεια των τεστ αντισωμάτων που χρησιμοποιήθηκαν. Τελικά, οι καθηγητές αρνήθηκαν να συμπεριληφθούν στην λίστα των συνεργατών, καθώς είπαν ότι δεν μπορούσαν να επιβεβαιώσουν επαρκώς τα αποτελέσματα. Στην αναφορά σημειώνεται πως ο Νίλμαν «είναι πιθανό να χρησιμοποίησε οικονομικά κίνητρα για να διασφαλίσει την συνεργασία ενός εκ των επιστημόνων, που αρχικά είχε γράψει στα email ότι ανησυχούσε για την ακρίβεια των τεστ».

Όταν ρώτησαν τον Δρ. Ιωαννίδη αν ο Νίλμαν είχε κάνει δωρεά, ισχυρίστηκε πως δεν ήταν «προσωπικά ενήμερος» για κάτι τέτοιο. «Ο Ντέιβιντ Νίλμαν έχει συγκεκριμένη άποψη, ιδέες και σκέψεις», απάντησε στο BuzzFeed News. «Δεν γνωρίζω ακριβώς ποιοι ήταν οι άνθρωποι που χρηματοδότησαν την έρευνα τελικά. Αλλά όποιοι κι αν ήταν, κανείς τους δεν μας είπε πώς θα έπρεπε να σχεδιαστεί ή να διεξαχθεί η έρευνα, ούτε απαίτησαν κάποιο συγκεκριμένο τύπο αποτελέσματος ή αναφοράς».

Μάλιστα ο καθηγητής πρόσθεσε πως δεν γνώριζε το συνολικό κόστος της έρευνας, αλλά διαβεβαίωσε ότι οι πόροι προήλθαν από ανώνυμες δωρεές που κατατέθηκαν στο γραφείο Ανάπτυξης του Stanford. «Αυτή η μέθοδος χρηματοδότησης είναι η λιγότερο επεμβατική για να διεξαγάγει κανείς μια έρευνα. Διασφαλίζει απολύτως την ανεξαρτησία της».

Από την πλευρά του, ο ιδρυτής της JetBlue Airways παραδέχθηκε ότι ορισμένοι από τους ερευνητές γνώριζαν ότι είχε προσφέρει χρήματα για την μελέτη. Ο Νίλμαν επιβεβαίωσε ότι είχε κάνει δωρεά 5.000 δολαρίων στο Stanford για να δοθούν στους επιστήμονες και επικοινωνούσε προσωπικά μαζί τους. Ωστόσο αρνήθηκε τις μομφές ότι άσκησε επιρροή στα αποτελέσματα με οποιονδήποτε τρόπο, προσθέτοντας πως οι επιστήμονες επέδειξαν «φοβερή ακεραιότητα» και δεν του αποκάλυψαν τα αποτελέσματα πριν αυτά δημοσιευτούν. Κατηγόρησε δε το άτομο που υπέβαλλε την αναφορά στο πανεπιστήμιο, πως κατέληξε σε αβάσιμα συμπεράσματα τα οποία «δεν αποδεικνύονται επειδή είναι αναληθή».

Προβληματισμός στο πανεπιστήμιο

 Παρά τα λεγόμενα του Δρ. Ιωαννίδη και του δωρητή Νίλμαν, εκπρόσωπος του πανεπιστήμιου Stanford απάντησε πως έχει ενημερωθεί για τους «σοβαρούς προβληματισμούς» σχετικά με την έρευνα στη Σάντα Κλάρα. «Η ακεραιότητα των ερευνών του Stanford Medicine είναι στον πυρήνα της αποστολής μας. Όταν δεχόμαστε τέτοια αιτήματα όπως αυτό, τα λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψιν. Το ζήτημα ελέγχεται από τους αρμόδιους μηχανισμούς του Stanford».

Σύμφωνα με το άτομο που ενημέρωσε το Stanford, η μελέτη είναι γεμάτη με πρόχειρες στατιστικές αναλύσεις, προσθέτοντας πως είναι προφανής η σύγκρουση συμφερόντων.

«Καμία σχέση με την επιστήμη»

Ο επιδημιολόγος του πανεπιστημίου Harvard, Μαρκ Λίπσιτς, είχε ασκήσει κριτική στην αρχική έκθεση καθώς και στους ισχυρισμούς του Δρ. Ιωαννίδη πως δεν υπήρχαν αρκετά δεδομένα που να δικαιολογούν ένα μακροπρόθεσμο lockdown.

Αν και ο Λίπσιτς, όπως και σχεδόν το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας, θεωρεί δεδομένο πως οι επιμολύνσεις που καταγράφονται είναι σαφώς λιγότερες από τον πραγματικό αριθμό, εξήγησε στο BuzzFeed News πως οι αποκαλύψεις ενισχύουν τις αμφιβολίες για τα στοιχεία της έκθεσης και τους συγγραφείς της, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να ήταν επηρεασμένοι και η όλη προσπάθεια να στιγματίστηκε από «τσαπατσούλικη μέθοδο».

Όσο για τον Νίλμαν, ο Λίπσιτς σχολιάζει πως: «Δεν έχει καμία σχέση με επιστήμη, αυτό που θέλει είναι να ευδοκιμήσουν οι αερογραμμές του».

Ο ταλαντούχος και ιπτάμενος κ. Νίλμαν

Ο κλάδος των αερομεταφορών πνέει τα λοίσθια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, και εκτιμάται πως, μόνο φέτος, θα καταγράψει απώλειες 314 δισεκατομμυρίων δολαρίων, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων αλλά και του φόβου του επιβατικού κοινού.

Ο Νίλμαν έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα. Το 1999 είχε ιδρύσει τη JetBlue και λίγο αργότερα τις αερογραμμές Azul Brazilian Airlines, ενώ συν-ίδρυσε και την αεροπορική εταιρεία WestJet του Καναδά και τη Morris Air. Παράλληλα διατηρεί μεγάλο μετοχικό πακέτο της TAP Air Portugal.

Στις 7 Απριλίου, δήλωνε στο Daily Wire: “Από το ξέσπασμα της πανδημίας, περνώ τις ημέρες και πολλές από τις νύχτες μου προσπαθώντας να βρω μία λύση για να σώσω όσο το δυνατόν περισσότερες από τις 40.000 θέσεις εργασίας για τις οποίες είμαι υπεύθυνος. Κάνω ότι μπορώ για να βοηθήσω να αποφύγουμε την οικονομική καταστροφή που έρχεται”.

Στην αναζήτηση αυτής της λύσης ανακάλυψε, όπως λέει, «τρεις εκπληκτικούς και αφοσιωμένους καθηγητές της σχολής Φαρμακευτικής του πανεπιστημίου Stanford με άψογα διαπιστευτήρια»: τον Τζέι Μπατατσάρια, τον Έραν Μπεντάβιντ και τον Δρ. Ιωαννίδη.

  Τα τεστ

Στις 3 και στις 4 Απριλίου, περισσότεροι από 3.300 εθελοντές έκαναν τεστ σε τρεις σταθμούς στην πόλη. Αν τα αποτελέσματα της εξέτασης αίματος ήταν θετικά για αντισώματα στην Covid-19, αυτό θα σήμαινε ότι έχουν περάσει την νόσο χωρίς να το καταλάβουν και είναι πλέον ασφαλείς.  Αρκετοί από τους συμμετέχοντες έμαθαν για την έρευνα από το Facebook και άλλοι έλαβαν ένα μήνυμα από τη σύζυγο του Μπατατσάρια, που υποστήριζε ψευδώς ότι το τεστ ήταν εγκεκριμένο από την Υπηρεσία Φαρμάκων και Τροφίμων (FDA) και θα αποκάλυπτε με βεβαιότητα αν μπορούσαν «να επιστρέψουν χωρίς φόβο στην δουλειά».

Αν και ο Νίλμαν υποστηρίζει πως δεν γνώριζε τα αποτελέσματα πριν αυτά δημοσιευτούν (στις 17 Απριλίου), δέκα ημέρες νωρίτερα σχολίαζε δημοσίως: «Οι καθηγητές Ιωαννίδης, Μπατατσάρια και Μπεντάβιντ πιστεύουν ότι ο πραγματικός αριθμός περιστατικών είναι πιθανώς δεκαπλάσιος ή και ακόμα μεγαλύτερος». Ο ιδρυτής της JetBlue Airways, πρόσθετε πως αν ο πραγματικός αριθμός των ανθρώπων που έχουν περάσει Covid-19 είναι 3 με 10 εκατομμύρια παραπάνω από τα καταγεγραμμένα κρούσματα, το ποσοστό θνητότητας θα ήταν ένα μικροσκοπικό κλάσμα των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων.

Πόσο λιγότερο φονικός είναι ο ιός;   Θεωρείται βέβαιο πως το ποσοστό θνητότητας είναι χαμηλότερο από το 6,75% επί των καταγεγραμμένων κρουσμάτων (308.899 θάνατοι σε σύνολο 4.574.902 περιστατικών). Ωστόσο, εκτός από τα κρούσματα και οι θάνατοι από Covid-19 υπο-καταγράφονται.

«Βεβαιότητα» αντί για υποθέσεις

Όμως ορισμένοι από τους συγγραφείς της έρευνας δεν περιορίστηκαν στις συγκρατημένες υποθέσεις και διακήρυξαν ότι  ο Sars-Cov-2 δεν είναι πολύ πιο θανατηφόρος από την κοινή γρίπη. Στο βίντεο που ανακοίνωσε τα ευρέως αμφισβητούμενα αποτελέσματα, ο Δρ. Ιωαννίδης ακούγεται να λέει πως «Η θνητότητα είναι στην ίδια κλίμακα με την εποχική γρίπη».    Την 1η Μαΐου επανέλαβε μάλιστα στο περιοδικό Wired πως «βάσει των όσων βλέπουμε τώρα, η θνητότητα του ιού είναι περίπου ίδια με της γρίπης, περίπου στο 0,1%. Τα προηγούμενα στοιχεία ήταν εντελώς ανυπόστατα».

Ένας από τους ερευνητές της μελέτης, ο Άντριου Μπόγκαν, δήλωνε με την ίδια βεβαιότητα στην Wall Street Journal πως η εκτίμηση για περισσότερες επιμολύνσεις ήταν «εξαιρετική είδηση» και η θνητότητα του κορoνοϊού κυμαινόταν, κατά τα λεγόμενά του, από 0,12% έως 0,2%.

Πολύ πιο επικίνδυνος από την γρίπη

Όμως προς το παρόν, ο κορoνοϊός φαίνεται να είναι σαφώς πιο θανατηφόρος από την γρίπη. Σύμφωνα με μία προκαταρκτική ανάλυση 12 πρόσφατων μελετών, το ποσοστό θνητότητας φαίνεται πως κυμαίνεται από 0,49% έως 1,01% – είναι δηλαδή έως και δέκα φορές πιο θανατηφόρος.

«Δεν είναι δίκαιη η σύγκριση», εξηγεί η βιοστατιστικολόγος του πανεπιστημίου της Φλόριντα Νάταλι Ντιν. Προς το παρόν δεν υπάρχει ανοσία στον κορoνοϊό, ούτε κάποιο εμβόλιο και πολλοί περισσότεροι άνθρωποι κινδυνεύουν από την Covid-19 από ότι από την γρίπη. «Πολλοί περισσότεροι άνθρωποι είναι πιθανό να μολυνθούν από αυτό, πολλοί περισσότεροι είναι πιθανό να πεθάνουν», επιμένει κάνοντας λόγο για τεράστια διαφορά.

Σύμφωνα με την καταγγελία πάντως, ο Νίλμαν επέλεξε και χρηματοδότησε τους συγκεκριμένους επιστήμονες επειδή οι απόψεις τους συνέκλιναν με τις δικές του σχετικά με την στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί. Στη διαρροή περιλαμβάνονται screenshots από email, από τις αρχές του Απριλίου. Σε ένα από αυτά, ο βέβαιος Μπόγκαν συνομιλεί με τον Νίλμαν. Σε κάποιο άλλο, ο Άντριου εκφράζει την ευγνωμοσύνη του στον Ντέιβιντ, και οι δυο τους μιλούν πλέον σε πρώτο πρόσωπο.

«Σε ευχαριστώ ξανά για την διάθεσή σου να βοηθήσεις εμένα και τους φίλους μου στην Sillicon Valley, στην οικονομική υποστήριξη αυτής της ρηξικέλευθης μελέτης που έρχεται την κατάλληλη στιγμή», φαίνεται να γράφει στον επιχειρηματία.    «Νομίζω ότι όλοι συμφωνούμε πόσο σημαντικό είναι να ενημερώσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα τους επικεφαλής της Δημόσιας Υγείας και των υπηρεσιών για την χάραξη πολιτικής σε όλο το έθνος». Ο Νίλμαν παραδέχεται ότι δέχτηκε αυτό το email αλλά ο Μπόγκαν δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα για κάποιο σχόλιο.    Πέντε ημέρες πριν την δημοσίευση των αποτελεσμάτων, δύο από τους ερευνητές, ο Μπατατσάρια και ο Μπόγκαν, εμφανίστηκαν στο FoxNews μαζί με τον επιχειρηματία, στο σόου The Next Revolution, του οποίου ο παρουσιαστής ανέλυσε μια στρατηγική εξόδου από το οικονομικό shutdown, προλογίζοντας τους καλεσμένους του ως τους ανθρώπους που κατέστρωσαν το σχέδιο.

Αναφερόμενος στους ηλικιωμένους, όπως οι γονείς του, ο Νίλμαν είπε «πρέπει να τους προστατεύσουμε αλλά και να φέρουμε πίσω τον κόσμο στην δουλειά του με τον πιο ασφαλή τρόπο».

«Χρειάζεστε χρήματα;»

Στις αρχές Απριλίου η επιστημονική ομάδα συνάντησε εμπόδια, όταν ζήτησε την βοήθεια της Τάια Γουάνγκ, μιας ειδικής σε μεταδοτικές ασθένειες. Η Γουάνγκ κλήθηκε να αξιολογήσει την ακρίβεια των τεστ αντισωμάτων και, από την δική της οπτική, οι επιστήμονες βιάζονταν να καταλήξουν σε συμπεράσματα.    Το τεστ που χρησιμοποιήθηκε στα 3.300 άτομα δεν έχει πιστοποιηθεί από τη FDA αλλά εισήχθη και χρησιμοποιήθηκε στις ΗΠΑ από την εταιρεία Premier Biotech. Τα τεστ κατασκευάζονταν από την κινεζική Hangzhou Biotest Biotech που παρείχε εσωτερική ενημέρωση για το ποσοστό ακριβείας.

Όμως η ακρίβεια έπρεπε να ελεγχθεί ανεξάρτητα πριν ολοκληρωθεί η έρευνα. Ο Μπεντάβιντ άρχισε να καλεί και να στέλνει email στην Γουάνγκ στις 29 Μαρτίου. «Φαίνεται πως υπήρχε τεράστια βιασύνη» έγραψε η ερευνήτρια στα μέσα Απριλίου σε ένα email.   Σε άλλο email που είχε σταλεί τόσο στον Δρ. Μπόγκαν, όσο και στον επιχειρηματία Ντέιβιντ Νίλμαν, φαίνεται πως συζητούν τους ελέγχους της Τάια Γουάνγκ. «Ντέιβιντ, νομίζω ότι θα πρέπει να γράψεις στην Τάια και να της πεις ότι θα υποστηρίξεις το εργαστήριό της, αν επικυρώσει το κιτ των τεστ», διαβάζει κανείς στο μήνυμα, του οποίου ο αποστολέας δεν εμφανίζεται.

Ο Νίλμαν όντως της έγραψε: «Πρώτα και κύρια πρέπει να επιβεβαιώσουμε χωρίς αμφιβολία την αποτελεσματικότητα αυτών των τεστ», της είπε, δηλώνοντας απογοητευμένος από τους αργούς ρυθμούς προόδου. Παράλληλα εξέφρασε το ενδιαφέρον του για μία αντίστοιχη έρευνα και στη Νέα Υόρκη. «Δυστυχώς ο επικοινωνιακός αντίκτυπος και η δυνατότητα να συγκεντρώσουμε μεγάλα ποσά γρήγορα δεν θα είναι ο ίδιος αν ανακοινώσεις ότι το 1% της Σάντα Κλάρα βρέθηκε θετικό σε αντισώματα. Αντίθετα αν το 30% των Nεοϋορκέζων βρεθεί θετικό, ο αντίκτυπος θα είναι τεράστιος».

Τελικά ο Νίλμαν άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να χρηματοδοτήσει την Γουάνγκ, για να διεξαγάγει αυτό το μελλοντικό τεστ στην Νέα Υόρκη. «Αν προτίθεσαι να κάνεις 5.000 τεστ στη Νέα Υόρκη, απλώς πες μου το κόστος και θα συγκεντρώσω αμέσως τα χρήματα», της έγραψε, υπογράφοντας με τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου. «Ο χρόνος είναι ύψιστης σημασίας», καταλήγει σε ένα email που ο Νιλμαν φαίνεται να μοιράζεται τις επισημάνσεις του προς την Γουάνγκ και με τους επικεφαλής της έρευνας.

Η Γουάνγκ αρνήθηκε να σχολιάσει τα επίμαχα email. Δήλωσε μόνο πως ταράχθηκε από την πρόταση του Νίλμαν και υποστήριξε πως επικοινώνησε μαζί του μία φορά στο τηλέφωνο. «Εξέφρασε το ενδιαφέρον για έρευνες στη Νέα Υόρκη και του είπα πως θεωρούσα ότι ήταν καλή ιδέα αλλά δεν θα το κάνω. Το εργαστήριό μου δεν λειτουργεί με συμβόλαια. Δεν είναι αυτό που κάνουμε. Δεν ζήτησα χρηματοδότηση ούτε έλαβα χρηματοδότηση για οτιδήποτε σχετικό».

Ο Νίλμαν από την πλευρά του υποστήριξε ότι απλώς ήθελε να βοηθήσει και ήταν περίεργος για την πρόοδο της αξιολόγησης. Είπε ότι θυμόταν να τη ρωτά «χρειάζεστε χρήματα;» με εκείνη να του απαντά «όχι, έχω αρκετά χρήματα».   «Είχε τα τεστ έτοιμα όταν μιλήσαμε. Ήταν ένας ευχάριστος διάλογος. Δεν την πίεσα».

Ο Μπεντάβιντ λέει πως πρόθεσή του ήταν να βοηθήσει όπως μπορούσε την Γουάνγκ σε μία εποχή μεγάλου στρες, όχι να την πιέσει οικονομικά. Ο ίδιος δηλώνει πως δεν προβληματίστηκε από τον ρυθμό με τον οποίο έλεγξε τα τεστ. «Καταλάβαινα πλήρως τους περιορισμούς».    Τα πειράματα της Γουάνγκ όμως την θορύβησαν, όπως υποστηρίζει η ίδια, που ενημέρωσε τηλεφωνικά τον Μπεντάβιντ ότι κάποια τεστ δεν ανίχνευαν καθόλου αντισώματα. Τόνισε δε πως τα τεστ αντιδρούσαν ανεπαρκώς σε χαμηλά επίπεδα αντισωμάτων, όπου είναι και η συνηθέστερη περίπτωση για ανθρώπους με ήπια συμπτώματα ή και εντελώς ασυμπτωματικούς φορείς.

Στην έκθεση έχουν περιληφθεί τα αποτελέσματα της Γουάνγκ όπου σημειώνεται ότι σε μία ομάδα 30 ατόμων που δεν είχαν αντισώματα, το τεστ ήταν 100% ακριβές αλλά σε άλλο γκρουπ με θετικά δείγματα, κατάφερε να ανιχνεύσει μόνο 27 από 37 περιπτώσεις. Αλλού, αντί για 27 γίνεται λόγος για 25 σωστά αποτελέσματα.   Η Γουάνγκ επέμεινε πως δεν ήθελε να μπει το όνομά της στην έρευνα με ένα mail που έστειλε πέντε μόλις μέρες πριν την δημοσίευση.

Τα ανακριβή τεστ αποτελούν μεγάλο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, καθώς εσφαλμένως θετικά αποτελέσματα θα έδιναν σε ανθρώπους που δεν έχουν ακόμα νοσήσει την ψευδαίσθηση της ασφάλειας, ωθώντας τους να σταματήσουν να τηρούν τα μέτρα ατομικής προστασίας και αποστασιοποίησης, αυξάνοντας την πιθανότητα να κολλήσουν και να μεταδώσουν τον ιό.

Παράλληλα υπάρχει πολύ μεγαλύτερο ρίσκο για ένα λάθος θετικό αποτέλεσμα σε περιοχές που δεν έχει εξαπλωθεί ακόμα ο ιός από ότι για ένα εσφαλμένως αρνητικό δείγμα. Οι εθελοντές έλαβαν διαβεβαιώσεις πως αν τα τεστ ήταν θετικά, το πανεπιστήμιο θα επικοινωνούσε μαζί τους εντός ολίγων ημερών. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνέβη και ο Μπεντάβιντ απέδωσε αυτή την απόφαση στους περιορισμούς του πρωτοκόλλου που εγκρίνει το Στάνφορντ.

Ο παθολόγος Σκοτ Μπόιντ, που επίσης κλήθηκε να διαπιστώσει την αξιοπιστία των τεστ, μοιράστηκε την αμφιβολία του και ζήτησε επανεξέταση των θετικών δειγμάτων αλλά ο Μπεντάβιντ ήταν αντίθετος στην ιδέα. «Είναι επειδή θα έπαιρνε κάποιον χρόνο;» αναρωτιέται ο Μπόιντ.

Τελικά η ομάδα έσπευσε να προ-δημοσιεύσει την έρευνα στο MedRxiv, χωρίς να ενημερώσει τον Μπόιντ, πριν ολοκληρωθεί η δεύτερη επαλήθευση των τεστ. Η προδημοσίευση στις 17 Απριλίου διαδόθηκε αστραπιαία στα social media από δημοφιλείς υποστηρικτές της Δεξιάς με χάσταγκ όπως #ReopenAmerica, #EndTheLockdown και #BackToWork (μτφρ: Ανοίξτε ξανά την Αμερική, Τέλος στο Lockdown και Πίσω στη Δουλειά).

Τόσο πριν όσο και μετά την δημοσίευση οι ερευνητές μιλούσαν δημοσίως για τα αποτελέσματα σε μεγάλα μέσα όπως το BBC και το CNN. O Μπατατσάρια έλεγε στις 14 Απριλίου ότι η θνητότητα είναι δεκάδες φορές μικρότερη από την καταγεγραμμένη. Στις 15 Απριλίου ο Μπόγκαν μίλησε στο ραδιοφωνικό σόου του Τζον Φεντερίκις και, μία εβδομάδα αργότερα, ο Δρ. Ιωαννίδης εμφανίστηκε στο σόου της Λόρα Ίνγκραχαμ.

Στην αναφορά – καταγγελία, η πηγή επισημαίνει πως οι συγγραφείς της έρευνας έκαναν συντονισμένες εμφανίσεις στα ΜΜΕ μετά την δημοσίευση και συνέχισαν να προωθούν την μελέτη τους, παρά την σοβαρή κριτική από πολλούς στατιστικολόγους. Ένας από τους επικριτές μάλιστα, χαρακτήρισε την έρευνα το «εγχειρίδιο όσων ΔΕΝ πρέπει να κάνουμε στην στατιστική», αξιολογώντας ως πρόχειρη τη δουλειά.

Από τα βασικά σημεία αμφισβήτησης, ήταν φυσικά το ποσοστό λάθους στα θετικά τεστ. Στις 21 Απριλίου ο Ιωαννίδης επιχείρησε να απαντήσει στην κριτική, δηλώνοντας στους New York Times «Δεν είναι τέλεια η έρευνα, αλλά είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να προσφέρει η επιστήμη».

Την ίδια ώρα στο παρασκήνιο, η ομάδα έδινε στα εύσημα στον Μπόιντ για την συνεισφορά του, αλλά εκείνος είχε πολύ διαφορετική άποψη και διάθεση: «Μόλις τα αποτελέσματα του επανελέγχου βγουν αύριο, θα χαρώ να τερματίσω την συμμετοχή μου, χωρίς καμία σύνδεση ή αναγνώριση στην τρέχουσα, στην ανανεωμένη ή σε οποιαδήποτε μελλοντική προδημοσίευση, δημοσίευση ή άλλη δημόσια παρουσίαση των αποτελεσμάτων» έγραφε σε mail.

Και ο Μπόιντ αρνήθηκε να σχολιάσει το ρεπορτάζ.   Στις 30 Απριλίου, αναρτήθηκε μια δεύτερη, διορθωμένη προδημοσίευση με μεγαλύτερα όρια σφάλματος και αβεβαιότητας. Σε αυτήν, οι αναθεωρημένες εκτιμήσεις για τον πολλαπλασιαστή των πραγματικών κρουσμάτων είχαν μετακινηθεί από το αρχικό 50-85 στο 26-95. Η πρόταση που είχε αρχικά διατυπωθεί με βεβαιότητα: «Η μόλυνση είναι πολύ πιο διαδεδομένη από ότι καταδεικνύουν τα επιβεβαιωμένα κρούσματα» είχε αλλαχθεί σε «μπορεί να είναι πολύ πιο διαδεδομένη». Παράλληλα, οι ερευνητές ανέβασαν το ποσοστό εκτιμώμενης θνητότητας στο 0,17%.

Ωστόσο η πηγή που έκανε την καταγγελία παρατηρεί ότι και η νέα έκθεση βρίθει κενών και ασάφειας, αφού στην επικαιροποίηση έχουν προστεθεί 2.923 δείγματα χωρίς να εξηγείται από που έχουν προέλθει.

Σε ένα εσωτερικό memo αναφερόταν πάντως πως τα περισσότερα είχαν προσφερθεί ως δεδομένα από την κατασκευάστρια εταιρεία των τεστ Hangzhou Biotest. «Αυτό εγείρει ανησυχίες πως τα δεδομένα έχουν αλλοιωθεί, εκούσια ή ακούσια, παρουσιάζοντας μία εξωπραγματικά θετική εικόνα για τα τεστ», σημειώνεται στην καταγγελία, που τονίζεται ότι η επιστημονική ομάδα υποστηρίζει ότι το τεστ είναι 7,5 φορές πιο ακριβές, από τα αποτελέσματα οποιουδήποτε άλλου σχετικού ελέγχου στο επίμαχο κιτ.    Ο Μπεντάβιντ υποστηρίζει από την πλευρά του ότι αυτοί οι ισχυρισμοί είναι αναληθείς, στο βαθμό που έχει γνώση των γεγονότων.

Παραμένει άγνωστο πόσο πολύ θα επηρεάσει η έρευνα τις αποφάσεις για το «άνοιγμα» των Πολιτειών μετά το lockdown, αλλά ο Ιωαννίδης κατέθεσε στην γερουσία την άποψη πως «αν και στην αρχή τα lockdown ήταν δικαιολογημένα […] το έθνος θα έπρεπε τώρα να προστατεύσει τις ομάδες υψηλού κινδύνου και να διαβεβαιώσει τους περισσότερους πολίτες, και ιδίως εκείνους μικρότερων ηλικιών χωρίς υποκείμενα νοσήματα, ότι διατρέχουν πολύ μικρό κίνδυνο».

Την ίδια εβδομάδα, ο Νίλμαν έγραψε στο Twitter πως «όταν όλα αυτά τελειώσουν, ο Δρ. Ιωαννίδης θα δικαιωθεί, αν και προς το παρόν δυσφημείται».

Μέχρι και σήμερα, ο ερευνητής επιμένει στις αρχικές θέσεις του. «Είναι μία πολύ κοινή μόλυνση, πολύ συχνά ασυμπτωματική και περνά κάτω από το “ραντάρ”». Επιμένει μάλιστα ότι η άποψή του βασίζεται στα δεδομένα και όχι στην πολιτική. «Είμαι απλά ένας επιστήμονας», διατείνεται.

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας