Η ιστορική εμπειρία της αριστερής μετωπικής ενότητας
Από πολλές πλευρές όλο το τελευταίο διάστημα γίνεται επίκληση στην ενότητα της Αριστεράς, η οποία εφόσον επιτυγχάνονταν θα οδηγούσε στην αναβάθμιση του πολιτικού της ρόλου και στην μεγαλύτερη διεύρυνση της επιρροής της. Η πολυδιάσπαση του αριστερού κινήματος θεωρείται ως σημαντικός παράγοντας αναποτελεσματικότητας, εφόσον οι σχηματισμοί της Αριστεράς κινούνται ο καθένας στη δική του τροχιά. Μάλιστα προβάλλεται η αντίληψη μιας κοινής συμφωνίας σε ορισμένα βασικά σημεία (αντίθεση στα μνημόνια, έξοδος από την ευρωζώνη ή και την Ευρωπαϊκή Ένωση κλπ.), που θεωρούνται κοινός τόπος όλων των αριστερών δυνάμεων. Εντούτοις μια τέτοια συμπαράταξη δεν είναι ορατή στον ορίζοντα, και οι μοναδικές φορές που πραγματοποιήθηκε δεν επέφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, οδηγώντας σε καινούριες διασπάσεις των ενωτικών εγχειρημάτων.
Στη μία περίπτωση πρόκειται για την ενότητα που επιτεύχθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1980, μεταξύ του ΚΚΕ και της ΕΑΡ, με ένα περιεχόμενο κυρίως εκσυγχρονιστικό, αναπτυξιολογικό και συναινετικό προς τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, οδηγώντας στις κυβερνήσεις συνεργασίας με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, που άνοιξαν κυριολεκτικά το δρόμο στην άνοδο της ΝΔ του ακραίου νεοσυντηρητισμού στην διακυβέρνηση της χώρας. Επόμενο έτσι ήταν ο ενιαίος Συνασπισμός της Αριστεράς να οδηγηθεί στην αρχή της δεκαετίας του 1990 σε μια καινούρια διάσπαση, με την αυτονόμηση του ΚΚΕ και του Συνασπισμού, και την καταγραφή των χαμηλότερων εκλογικών ποσοστών, με την Συνασπισμό να αποκλείεται από την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση (2,9%), και το ΚΚΕ να πέφτει κατακόρυφα (4%).
Μια δεύτερη ιστορική περίπτωση αριστερής ενότητας καταγράφηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ, που συσπείρωσε τον Συνασπισμό, ένα ευρύτερο ανεξάρτητο αριστερό δυναμικό, και οργανωμένες πολιτικές συλλογικότητες όπως η ΚΟΕ, η ΔΕΑ, η ΑΚΟΑ, το Ξεκίνημα κλπ. Σ’ αυτή την περίπτωση η αριστερή ριζοσπαστική συμπαράταξη είχε μια αποτελεσματικότητα εφόσον μπόρεσε να συσπειρώσει ευρύτερα λαϊκά στρώματα που είχαν πληγεί από τις μνημονιακές πολιτικές. Εντούτοις η πραγματικότητα που προέκυψε ήταν εντελώς διαφορετική : Ο διευρυμένος ΣΥΡΙΖΑ τέθηκε κάτω από την ηγεμονία του εκσυγχρονιστικού μικροαστικού ρεύματος του πρώην Συνασπισμού (ανανεωτική πτέρυγα και κεντριστές – προεδρικοί) έτσι ώστε το ριζοσπαστικό λαϊκό δυναμικό του (Αριστερό Ρεύμα, ΔΕΑ, ΚΟΕ κ.ά.) να αποτελέσει κυριολεκτικά το όχημα πάνω στο οποίο πραγματοποιήθηκε η μνημονιακή μεταστροφή του καλοκαιριού 2015.
Κατά συνέπεια η μέχρι σήμερα συμμαχική εμπειρία των αριστερών δυνάμεων, όχι μόνον δεν κατέληξε σε προωθητικές τομές και πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, αλλά στέφθηκε με δυσμενείς για το κίνημα εξελίξεις. Παρόλα αυτά, αυτή η άγονη τελικά εμπειρία, δεν σημαίνει ότι μια ενότητα της Αριστεράς είναι εξ ορισμού απρόσφορη και αναποτελεσματική. Το κύριο ζήτημα είναι αν η αριστερή συμπαράταξη είναι εφικτή εξ αιτίας της διαφορετικής πολιτικής τροχιάς του κάθε σχήματος, και αν κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λειτουργήσει με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Το βασικό για την επίτευξη μιας τέτοιας ενότητας είναι η ύπαρξη παραπλήσιων ή παράλληλων πολιτικών γραμμών, οι οποίες και να μπορούν να καταλήξουν σε ορισμένους κοινούς στόχους
. Ανέφικτη πολιτική συμμαχία, εφικτό κοινωνικό λαϊκό μέτωπο
Η καταγγελία των συνεπειών της αστικής και ευρωπαϊκής πολιτικής όπως των μνημονίων, της ανεργίας, της επιτροπείας, της οικονομικής στασιμότητας, του δυσβάστακτου βάρους της αποπληρωμής του χρέους κλπ. είναι κοινή για όλα τα αριστερά κόμματα (βασικά ΚΚΕ, Λαϊκή Ενότητα, Ανταρσύα). Ωστόσο χάσμα μεγάλο ανοίγεται όταν επιχειρείται η σύμπτωση σε μια κοινή πολιτική γραμμή, δηλαδή στο επίπεδο της ερμηνείας της σημερινής κατάστασης και του τρόπου αντιμετώπισής της. Έτσι μία άποψη εκτιμά ότι τα σημερινά δεινά του εργαζόμενου λαού προέρχονται από την ενσωμάτωση στην ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ενοποίηση, ενώ μια άλλη οπτική θεωρεί πώς στην αφετηρία της σημερινής κοινωνικής καταστροφής βρίσκεται η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και το πολιτικό εγχείρημα υπέρβασής της προς όφελος των αστικών δυνάμεων. Αντίστοιχα μία αντίληψη θεωρεί ότι η οποιαδήποτε ριζοσπαστική πορεία των πραγμάτων προϋποθέτει απαρέγκλιτα την προοιμιακή αποχώρηση από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ μία άλλη αντιμετώπιση είναι η κεντρική αντιπαλότητα στην καπιταλιστική κυριαρχία ως πρωταρχική πολιτική προτεραιότητα στην ελληνική πραγματικότητα.
Διαπιστώνεται δηλαδή η ουσιαστική ασυμβατότητα ανάμεσα στις διαφορετικές πολιτικές γραμμές των αριστερών κομμάτων, που δεν μπορούν να οδηγηθούν σε μια κοινή πλεύση, τουλάχιστον στο επίπεδο της τακτικής παρέμβασης στη συγκυρία. Από την άλλη πλευρά τίθεται το ερώτημα του κατά πόσον μια συνολική αριστερή συμμαχία μπορεί να προκαλέσει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, και να μην παραμένει άθροισμα των επιμέρους δυνάμεων. Η πραγματικότητα στις σημερινές συνθήκες είναι ότι για να επιτευχθεί αυτή η πολλαπλασιαστική διεύρυνση χρειάζεται να καταγράφεται ήδη μια ορισμένη λαϊκή κίνηση προς τους επιμέρους φορείς της Αριστεράς. Ωστόσο στη σημερινή περίοδο δεν αναδεικνύεται καμία τάση διεύρυνσης της επιρροής των επιμέρους σχημάτων, και έτσι και η συμμαχική τους συνένωση δεν είναι σε θέση να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά. Κατά συνέπεια εκείνο που διαπιστώνεται είναι ότι κάθε αριστερό κόμμα, έχοντας ριζικά διαφορετική πολιτική γραμμή, επικαλείται την ενότητα γύρω από το ίδιο, πράγμα που καταλήγει σε μια συμπαράταξη με τον εαυτό του.
Εκείνο που προκύπτει είναι ότι το αριστερό μέτωπο δεν είναι αντικειμενικά εφικτό, αλλά και η ενδεχόμενη συγκρότησή του δεν μπορεί να λειτουργήσει με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Συνεπώς η επίκληση μιας τέτοιας προοπτικής δεν έχει ρεαλιστική βάση και αντιπροσωπεύει ένα ευχολόγιο περισσότερο παρά μια υπαρκτή δυνατότητα. Μ’ αυτή την έννοια εναπόκειται σε έναν επιμέρους πολιτικό σχηματισμό της Αριστεράς, υπαρκτό ή προς διαμόρφωση, να προσδιορίσει τους όρους μιας αυτοτελούς πολιτικής ανάπτυξης, με βάση ορισμένα θεμελιώδη χαρακτηριστικά, που να μπορούν να συσπειρώσουν λαϊκές δυνάμεις. Και ταυτόχρονα αυτό δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από μια παράλληλη ανάταξη και ενεργοποίηση του εργατικού κινήματος, που και αυτό βρίσκεται σε κατάσταση αποδιάρθρωσης (στον ιδιωτικό τομέα πλήρους αποψίλωσης, στο δημόσιο τομέα συστηματικής παθητικοποίησης). Το πεδίο στο οποίο αποκλειστικά σήμερα μπορεί να προωθηθεί μια μορφή αριστερής συμπαράταξης είναι εκείνο ενός κοινωνικού μετώπου με αυτοτελή υπόσταση, που στην ανάπτυξή του μπορεί να επαναπροσδιορίσει τους όρους κίνησης της Αριστεράς και τις σχετικές της συμμαχίες.
Πραγματικά μπορεί να επιδιωχθεί η ανάδειξη ενός κοινωνικού ριζοσπαστικού μετώπου που να έχει στο επίκεντρό του την προώθηση διεκδικήσεων που αφορούν τις άμεσες ζωτικές λαϊκές ανάγκες, και που να ξεπερνά αγωνιστικά και κινηματικά τις ασύμβατες μεταξύ τους κατευθύνσεις των αριστερών φορέων. Αυτό μπορεί να αποτελέσει το πεδίο συμπαράταξης των ταξικών εργατικών και λαϊκών δυνάμεων, υπερβαίνοντας κατ’ αρχήν τον επικαθορισμό του από πολιτικές κατευθύνσεις που θέτουν προοιμιακά εμπόδια : Προβολή αιτημάτων όπως η αποκατάσταση των μισθών, η γενικευμένη επιδότηση του συνόλου των ανέργων, ο τερματισμός του συνεχούς ροκανίσματος των συντάξεων, η κατάργηση της βαριάς φορολογικής επιβάρυνσης των εργαζομένων (ΕΝΦΙΑ, άμεση φορολογία, ΦΠΑ κλπ.). Αυτή η στοχοθεσία μπορεί να εκφράσει την πλειονότητα του εργατικού δυναμικού της χώρας (το 62% του «όχι» του Ιουλίου 2015, σε σχέση με το 38% του «ναι» των αστικών δυνάμεων), πράγμα που δεν μπορεί να επιτευχθεί με τις επιδιώξεις των επιμέρους πολιτικών κομμάτων της Αριστεράς (π.χ. προοιμιακή υιοθέτηση εθνικού νομίσματος, «ατσάλωμα» του κομματικού υποκειμένου, εδώ και τώρα αποχώρηση από όλες τις μορφές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κ.ά.).
Έχει ήδη αποδειχθεί από την υπαρκτή εμπειρία ότι οι επιμέρους αυτές πολιτικές γραμμές δεν μπορούν να έχουν πλατειά λαϊκά και εργατικά ακροατήρια, ενώ απεναντίας ένα κίνημα λαϊκής χειραφέτησης με την μορφή ενός αγωνιστικού κοινωνικού μετώπου είναι σε θέση να αγκαλιάσει την ίδια τη λαϊκή πλειοψηφία. Αυτή άλλωστε είναι η ευκαιρία για την ίδια την κοινωνική αναβάπτιση της Αριστεράς, σε σχέση με εκφυλιστικά γραφειοκρατικά φαινόμενα, μακριά από τα αγριεμένα κύματα μιας ταραγμένης θάλασσας που είναι η ταξική διαπάλη στους ίδιους τους χώρους της καπιταλιστικής παραγωγής. Γραφειοκρατιών που πάντοτε βρίσκονται υπεράνω των εργατικών ταξικών ανταγωνισμών, θεωρούν αυτόκλητα τον εαυτό τους ως δυνητικό «καθοδηγητή», «συμπαραστέκονται» στους λαϊκούς αγώνες αλλά είναι μακριά από την πυροδότηση και την διεξαγωγή τους.
Ρόλος της αντικαπιταλιστικής πολιτικής στο κοινωνικό κίνημα
Ένα τέτοιο αυτόνομο και πολιτικοποιημένο κοινωνικό μέτωπο μπορεί να ξεκινήσει με την συνδυασμένη παρέμβαση των ριζοσπαστικών εργατικών δυνάμεων, των ανέργων, της νεολαίας και των συνταξιούχων. Το ζήτημα είναι να αποκτήσουν ένα διευρυμένο μέγεθος, πέραν πάντοτε του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, έτσι ώστε να μπορούν ντε φάκτο να θέσουν προς τις δυνάμεις που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ την αναγκαιότητα της ταξικής συμπαράταξης, πέρα από τη λογική του συνδικάτου – μακρύ χέρι του κόμματος. Μια ισχυρή ανάπτυξη του ριζοσπαστικού εργατικού ρεύματος, (μακράν της οποιασδήποτε λογικής «ακτιβισμού» που δεν δημιουργεί κίνημα παρά μόνον εντυπώσεις) είναι σε θέση με βάση τους συσχετισμούς δυνάμεων να εγκαλέσει και να συσπειρώσει (στην περίπτωση που το ΠΑΜΕ συνεχίζει την στάση απομονωτισμού και κομματικής περιχαράκωσης) τον εργατικό κόσμο αυτής της παράταξης, ολοκληρώνοντας τη συγκρότηση ενός αυτοτελούς κοινωνικού αγωνιστικού μετώπου.
Συμπερασματικά προκύπτει ότι η αριστερή συμπαράταξη δεν είναι άμεσα εφικτή εξ αιτίας των ριζικά διαφορετικών πολιτικών γραμμών των υπαρκτών αριστερών ρευμάτων. Άλλωστε δεν είναι δυνατή ούτε και στο επίπεδο των στρατηγικών στόχων, μια και αναδεικνύονται διαφορετικά είδη «σοσιαλισμού» : Στη μία περίπτωση πρόκειται για τον «κρατικό καπιταλισμό» κατά τα ανατολικά κοινωνικά πρότυπα, σε άλλη περίπτωση πρόκειται για τη δημοκρατία των εργαζομένων με αυτοδιαχείριση και πλήρη λαϊκή χειραφέτηση, σε μια άλλη περίπτωση ο «σοσιαλισμός» νοείται ως συνώνυμος της λειτουργίας «κρατικών επιχειρήσεων» και προϊόν της αστικής οικονομικής ανάπτυξης κλπ. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις είναι δυνατή η μετωπική κοινωνική ενότητα της εργατικής τάξης, των ανέργων, των συνταξιούχων και της νεολαίας (μακράν της λογικής της εθνικής συσπείρωσης των πατριωτικών δυνάμεων σε μια διαταξική συμμαχία). Κλασικό το γόνιμο παράδειγμα του γαλλικού κοινωνικού κινήματος με τη λειτουργία της Ιντερσυντικάλ, της οριζόντιας δηλαδή συμπαράταξης των συνδικαλιστικών ρευμάτων (CGT, Solidaires, FO κλπ.), παρά τις επιμέρους σημαντικές πολιτικές διαφοροποιήσεις, όπως αποδείχθηκε στο απεργιακό κίνημα του 2016 απέναντι στο νόμο της Μυριάμ Ελ Κομρί.
Βέβαια και αυτό για να συμβεί αποτελεί στόχο προς κατάκτηση εξ αιτίας του διαχωρισμού ΠΑΜΕ, Παρεμβάσεων και ΜΕΤΑ. Για να επιτευχθεί μια αριστερή κοινωνική συμπαράταξη χρειάζεται την αυτοτελή παρέμβαση των ριζοσπαστικών εργατικών δυνάμεων στο σύνολο της εργαζόμενης κοινωνίας (και όχι μόνον στον συνήθη, προστατευμένο από τη μονιμότητα, χώρο των δημοσίων υπαλλήλων), τη διεύρυνση αυτού του ρεύματος στην καπιταλιστική παραγωγή και στους ανέργους και συνταξιούχους. Μόνον σ’ αυτή την περίπτωση μπορεί να προαχθεί η αριστερή λαϊκή ενότητα, με βάση τη σημαντική αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων, εντός του στρατοπέδου του ταξικού κινήματος. Εάν αυτά πραγματοποιηθούν, τότε η προβολή αυτού του ενωτικού μετώπου στο πολιτικό προσκήνιο με όρους διεκδικητικούς (ουσιαστικά κατάργηση όλων των εφαρμοστικών νόμων των τεσσάρων συνεχών μνημονίων), είναι σε θέση να αναδιατάξει και να επαναπροσδιορίσει τα πράγματα στο ελληνικό αριστερό κίνημα, με όρους ταξικά γειωμένους και ριζοσπαστικά αντικαπιταλιστικούς. Κι’ αυτό γιατί δεν είναι δυνατό να υπάρξει αριστερό πολιτικό και συνδικαλιστικό κίνημα που να μην έχει στο επίκεντρό του την αντικαπιταλιστική πολιτική στο μείζον κοινωνικό ζήτημα. Η Αριστερά είτε θα είναι αντικαπιταλιστική και χειραφετητική, είτε δεν θα υπάρχει και θα αναπαράγεται με στρεβλούς κυριολεκτικά όρους, υπηρετώντας σε τελική ανάλυση την κατίσχυση μικροαστικών ή ακόμα και αστικών συμφερόντων.
Η δρομολόγηση μιας τέτοιας πορείας κοινωνικής λαϊκής αντιπολίτευσης στα σίγουρα απαιτεί την λειτουργία ενός αριστερού πολιτικού υποκειμένου που να χαρακτηρίζεται από σταθερές οι οποίες υπερβαίνουν τις σημερινές ανεπάρκειες των αριστερών σχηματισμών : Έχει στο επίκεντρό του κυρίαρχα το κοινωνικό ταξικό ζήτημα, τη μνημονιακή πολιτική και την καπιταλιστική ανάκαμψη, αντί να παραπέμπει τις όποιες αλλαγές στο απροσδιόριστο μέλλον, ή να προτάσσει προοιμιακές αποχωρήσεις από την ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση. – Αναδεικνύει κατά τρόπο κατηγορηματικό ένα άμεσο μεταβατικό πρόγραμμα στόχων πάλης, σε άμεση συνάφεια με τα ζωτικά λαϊκά προβλήματα και ανάγκες, μόνος δρόμος εφικτός για την διάνοιξη στρατηγικών προοπτικών καθολικής εργατικής χειραφέτησης. – Διαμορφώνει οργανικές σχέσεις με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας της ιδιωτικής καπιταλιστικής παραγωγής, προάγει τις επιδιώξεις της, εδράζεται στην εργατική τάξη σε μια σχέση οργανικής ισότιμης αλληλοτροφοδότησης. – Επιδιώκει την συμμαχία των λαϊκών δυνάμεων των «από κάτω», σε μια βάση ταξική και αντικαπιταλιστική, μακράν των λογικών των διαταξικών συμπαρατάξεων (π.χ. με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή τα «αντιμονοπωλιακά στρώματα») και των εθνικό – πατριωτικών μετώπων κλπ. Τέτοιες άλλωστε είναι οι περιπτώσεις της σημερινής ανόδου του αριστερού κινήματος στο παγκόσμιο σκηνικό, από το βρετανικό Εργατικό Κόμμα μέχρι τους Unidos Podemos, από την «Ανυπότακτη Γαλλία» μέχρι τον Μ. Σάντερς στις ΗΠΑ κ.ά.