Ένκε Φεζολλάρι: Επάγγελμα πόρνη της Λιλής Ζωγράφου στο Tempus Verum Εν Αθήναις, Απρίλιος 2018

2263
θεσμοφοριάζουσες

Τον χώρο του Tempus Verum Εν Αθήναις επέλεξε ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Ένκε Φεζολλάρι για να ανεβάσει ακόμα μια φορά τις δύο αυτοβιογραφικές ιστορίες της Λιλής Ζωγράφου από τη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Επάγγελμα πόρνη.  Πρόκειται για μια θεατρική παραγωγή που μας επισκέπτεται συχνότατα τα τελευταία χρόνια και η οποία έχει περάσει πολλά στάδια ωρίμανσης, δίνοντας τελικά αρκετές διαφορετικές και ενδιαφέρουσες εκδοχές.
Η Ζωγράφου, δημοσιογράφος στο επάγγελμα, υπήρξε πάντα μία από τις πλέον διαβασμένες στη χώρα μας συγγραφείς της μεταπολίτευσης. Το έργο της αναπτύσσεται σε δύο διαφορετικές περιοχές: αφενός στον χώρο του αμιγώς λογοτεχνικού κειμένου (διηγήματα, μυθιστορήματα με έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο) και αφετέρου στο χώρο της εκλαϊκευμένης μελέτης και του δοκιμίου. Ιδιαίτερα αγαπητή σε ένα ευρύ κοινό, υπήρξε πάντα μια περσόνα των ελληνικών γραμμάτων και της αθηναϊκής κοινωνίας. Ευαισθητοποιημένη πάνω σε θέματα που αφορούν την παρουσία της γυναίκας στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, αριστερή και υπέρμαχος της ελεύθερης έκφρασης βρέθηκε άλλοτε έγκλειστη σε σωφρονιστικά καταστήματα και άλλοτε αποκλεισμένη και περιθωριοποιημένη για τις πολιτικές της πεποιθήσεις.
Ο Φεζολλάρι, με ήδη μια δεκαετή θητεία στο θέατρο από το πόστο του σκηνοθέτη, έχει δείξει πολλές φορές την προτίμησή του σε παραστάσεις που κεντρικό πρόσωπο είναι η καταπιεσμένη και συχνά κακοποιημένη γυναίκα των Βαλκανίων αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου: Ορκισμένη παρθένα της Ελβίρα Ντόνες, Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα και πιο πρόσφατα το τελευταίο μυθιστόρημα της Ζωγράφου Η αγάπη άργησε μια μέρα.
Τα δύο κείμενα της εν λόγω παράστασης, που δραματοποιεί σε μορφή μονολόγου και ερμηνεύονται από την Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, προέρχονται από το κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «Της Χούντας» και εντάσσονται στην ευρύτερη θεματική των γυναικών. Στον πρώτο μονόλογο, που είναι βασισμένος στο διήγημα «Επάγγελμα: πόρνη», εξιστορείται από την ηθοποιό με αρκετά γλαφυρό και δεικτικό τρόπο ένα περιστατικό από τη ζωή της συγγραφέα: η απαγόρευση από την κυβέρνηση των Συνταγματαρχών να της δοθεί άδεια να ταξιδέψει εκτός της χώρας με την ιδιότητα της δημοσιογράφου και η απόφασή της να αναγράψει στα επίσημα έγγραφα του κράτους στη θέση του επαγγέλματος τη λέξη Πόρνη, προκειμένου να της δοθεί διαβατήριο. Στον δεύτερο μονόλογο, που αντίστοιχα βασίζεται στο διήγημα «Κινδυνεύει η ζωή», το κλίμα βαραίνει καθώς η διήγηση της Παλαιολόγου-Λιλής Ζωγράφου στρέφεται γύρω από τον εγκλεισμό της σε μια ψυχιατρική κλινική και τον βιασμό της από τους φύλακες της νυχτερινής βάρδιας.
Η Αλεξάνδρα Παλαιολόγου στο πρώτο μέρος ήταν απολαυστική: με χιούμορ, σαρκασμό και ειρωνεία, διηγούμενη τα συμβάντα, απέδωσε το βαρύ και ανορθολογικό κλίμα εκείνων των χρόνων. Στο δεύτερο μέρος περισσότερο καταγγελτική και ταυτόχρονα βαθιά συγκινητική έφερε αντιμέτωπους τους θεατές με τη φρίκη της βίας. Κατάφερε να τρέψει τα στοιχεία του δραματικού προσώπου σε βίωμα και να καταθέσει τη δική της αλήθεια.
Αν και η εποχή που εκτυλίσσονται οι ιστορίες της ηρωίδας-δημοσιογράφου Λιλής Ζωγράφου είναι η «μακρινή» πια Χούντα των Συνταγματαρχών, εμείς δεν αισθανόμαστε ξένοι προς αυτήν.  Η βία και η καταπίεση που ασκήθηκε πάνω της δυστυχώς δεν είναι κάτι που λείπει στις μέρες μας. Η ελευθερία της έκφρασης δοκιμάζεται καθημερινά στις όλο και περισσότερο ‘απολυταρχικές’ δημοκρατίες που ζούμε. Η σκηνοθεσία του Φεζολλάρι και η υποκριτική της Παλαιολόγου «διηγήθηκαν» με απόλυτη ακρίβεια και στόχευση το «παρόν» μας. Κι αν τα βασανιστήρια δικτατορικού τύπου εκλείπουν σε μια δημοκρατία που σέβεται τον εαυτό της, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για όλες τις άλλες πιέσεις που ασκούνται πάνω στους πολίτες της στο όνομα της ευταξίας, της ευνομίας και της «προόδου». Οι όλο και αυξανόμενες πωλήσεις των ψυχοφαρμάκων και οι κατάλογοι των αυτοχείρων, δυστυχώς δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης.
Το σκηνικό (Ένκε Φεζολλάρι και Μαριάνθη Γραμματικού: σκηνικός χώρος, κοστούμια και φωτισμοί), μέσα στο οποίο κινήθηκε η ηθοποιός, ήταν λιτό και λειτουργικό: τρεις παλέτες τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη ώστε να εξυπηρετούν σαν παγκάκι ή τραπέζι, ένα διαφανές πλαστικό φόντο μεγάλων διαστάσεων που πάνω του ήταν ενσωματωμένες σελίδες δημοσιογραφικών εντύπων κι ένα μικρόφωνο για να δυναμώνει και να υπογραμμίζει τον ψιθυριστό ή μύχιο λόγο της ηρωίδας, όπως αυτός εκφέρονταν τις μέρες της ‘απαγόρευσης’ και της ‘παρανομίας’. Τέλος, διακριτικά αλλά καθόλου αδιάφορα λειτούργησε και η μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη που συνόδευε σε συγκεκριμένες στιγμές την παράσταση.
 
*Η Ναταλί Μηνιώτη είναι Διδάκτωρ Θεατρολογίας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας