Έγκλημα και Τιμωρία στο Μενίδι

2333
ανταγωνισμοί

Η ατυχής στιγμή του θανάτου ενός παιδιού στο Μενίδι αποτέλεσε την αφορμή για να ξεσπάσουν αντιδράσεις που σοβούσαν αρκετό καιρό κάτω από την επιφάνεια της κοινωνικής συμπεριφοράς. Αυτό που συμβαίνει εκεί όχι μόνο δεν είναι καινούργιο ή αναπάντεχο, αλλά αντίθετα είναι τόσο προβλέψιμο που το μόνο πραγματικά που κάνει εντύπωση είναι πως καθυστέρησε πολύ.
Στο Μενίδι όπως και αλλού γειτονεύουν δύο παράλληλοι κόσμοι. Δύο κόσμοι με διαφορετικά πολιτισμικά, κοινωνικά οικονομικά και φυλετικά χαρακτηριστικά. Θα έλεγα και διαφορετικά πολιτικά εάν ο ένας από αυτούς δεν ήταν εντελώς απολίτικος. Επειδή η πολιτική αναφέρεται στην οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας γίνετε φανερό ότι ο ένας από τους δύο είναι τέτοιος καθώς δεν συμμετέχει κατά κανέναν τρόπο στην κυρίαρχη οργάνωση. Ζει παράλληλα, δίπλα αλλά έξω από αυτήν.
Από τα λίγα στοιχεία που είναι κοινά και στους δύο κόσμους πέρα από την χωρική γειτνίαση είναι ότι και οι δύο έχουν χτυπηθεί από την οικονομική και κοινωνική κρίση εξίσου.
Οι Ρομά ιστορικά συμμετέχουν στο περιθώριο της παραγωγής και του εμπορίου. Εκεί όπου η φύση της παραγωγής είναι τέτοια που επιτρέπει αλλά και επιβάλλει μια μη θεσμική οργάνωση της, όπως στην εποχιακή αγροτική εργασία ή στην ανακύκλωση υλικών. Επίσης είναι έμποροι διακινώντας φτηνά προϊόντα στους φτωχούς ή σε απομακρυσμένα μέρη εκεί όπου το θεσμοθετημένο εμπόριο θεωρεί μικρή την κερδοφορία του για να υπάρξει ή εκεί όπου το χαμηλό εισόδημα αδυνατεί να πληρώσει τα τέλη της νομιμότητας και της όποιας ασφάλειας αυτή παρέχει. Ανήκουν στο περιθώριο μας και μέχρι πρόσφατα συνυπήρχαν εν μέρη παρασιτικά, μα εν τέλει συμπληρωματικά και μη ανταγωνιστικά με μας.
Αν και η κρίση έχει χτυπήσει και τις δύο κοινότητες με πολύ σκληρό τρόπο εντούτοις ο τρόπος ζωής των Ρομά έχει δεχτεί πλήγματα περισσότερο από μία δεκαετία νωρίτερα. Με το πρώτο μεταναστευτικό ρεύμα από την Αλβανία στην δεκαετία του 90 οι Ρομά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα αποκλείονται από την εποχική εργασία στην ύπαιθρο. Οι Αλβανοί διατεθειμένοι και αυτοί να εργαστούν χωρίς ασφάλεια και με πολύ χαμηλά μεροκάματα αντικαθιστούν τους Τσιγγάνους στα χωράφια. Από τότε οι Αλβανοί έχουν παραχωρήσει την θέση τους στους επόμενους αλλά οι Ρομά δεν επιστρέψανε ποτέ εκεί.
Στο εμπόριο η ανάπτυξή της δεκαετίας του 2000 περιόρισε το αγοραστικό τους κοινό, ενώ σήμερα το κράτος ασκεί πίεση στις μη ελεγχόμενες οικονομικές πράξεις μέσα στο γενικότερο πλαίσιο εξευρωπαϊσμού που επιβάλλεται από τους δανειστές. Η ανακύκλωση υλικών, τομέας που τις προηγούμενες δεκαετίες βρισκόταν στο πρωταρχικό στάδιο ανάπτυξης, είχε στηριχτεί στους Ρομά και στις φτηνές ημιπαράνομες μεταφορές τους. Σήμερα οι επιχειρήσεις του τομέα καθετοποιούν την παραγωγή τους εντάσσοντας τις μεταφορές στις δικές τους οικονομικές πράξεις.
Έτσι πλέον οι Ρομά δεν συμπληρώνουν το επίσημο εμπόριο ή την μισθωτή εργασία αλλά ανταγωνίζονται το επίσημο κράτος και το ιδιωτικό κεφάλαιο σε χώρους που τα ίδια διεκδικούν πλέον για τον εαυτό τους. Έχοντας χάσει την παραδοσιακή θέση μέσα στο οικονομικό γίγνεσθαι οι Ρομά έχουν στραφεί από το παράνομο εμπόριο νόμιμων προϊόντων στο εμπόριο παράνομων προϊόντων όπως τα ναρκωτικά καθώς και σε όλο το φάσμα των παράνομων και παραβατικών συμπεριφορών. Για την μεγάλη πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων τα μόνα μέσα για την οικονομική τους επιβίωση είναι τα κρατικά επιδόματα και οι παράνομες πράξεις με κυριότερες τις κλοπές και τα ναρκωτικά.
Η οικονομική κρίση μετά από 7 χρόνια συνεχόμενης λιτότητας αλλά και δομικής διαμόρφωσης της κοινωνίας και της οικονομίας από τον νεοφιλελευθερισμό έχει μετατραπεί σε κοινωνική. Στα γκέτο των Ρομά, στα σημεία επαφής αυτών των δύο κοινωνιών που βρίσκονται σε κρίση αναπτύσσεται η αναπόφευκτη σύγκρουση με όρους ρατσιστικούς και φυλετικούς. Οι οικονομικές αιτίες του προβλήματος κρύβονται μέσα στις φυλετικές διαφοροποιήσεις μεγεθύνοντας τις υπαρκτές αλλά και δημιουργώντας νέες.
Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη καθώς χάνοντας τον ανταγωνισμό με το κράτος και την επίσημη οικονομία μετατοπίζονται οι Ρομά από την θέση ισορροπίας με την κοινωνία σε θέση επίθεσης απέναντί της για να αποσπάσουν από τους άλλους τους πόρους επιβίωσης που οι ίδιοι στερούνται. Όποιος κατοικεί κοντά σε συνοικισμούς Ρομά το γνωρίζει καλά. Καταστροφή στις αγροτικές υποδομές για την απόσπαση μετάλλων, κλοπές, πορνεία επαιτεία και ναρκωτικά στα αστικά κέντρα. Αν συνυπολογίσουμε και τις μειωμένες αντοχές των λευκών, των μπαλαμο μετά από 7 χρόνια εξαθλίωσης καταλαβαίνουμε πως το κλίμα πλέον δεν μπορεί να είναι παρά εκρηκτικό.
Αυτό επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι οι Ρομά διατηρώντας μέσα από τις εκατονταετίες τα δικά τους ιδιαίτερα κοινωνικά και φυλετικά χαρακτηριστικά δεν διαχέονται μέσα στην κοινωνία των άλλων. Διατηρούν ατόφιες τις δικές τους κοινότητες και σε αντίθεση με τους σύγχρονους μετανάστες συγκεντρώνονται στον ίδιο χώρο. Δεν προβαίνουν σε επιμιξίες με τους λευκούς και δεν κατοικούν ποτέ στις γειτονιές τους. Επομένως και η ίδια η εγκληματική πράξη συγκεντρώνεται στον ίδιο χώρο λειτουργώντας σωρευτικά ως προς την αντίδραση των άλλων αλλά είναι και πιο προφανής η φυλετική της καταγωγή, γεγονότα που ευνοούν συγκεκριμένες αντιδράσεις εναντίων τους.
Γνωρίζουμε καλά ότι όταν το ταξικό – οικονομικό στοιχείο ταυτίζεται με το φυλετικό τότε βρισκόμαστε στην μήτρα που γεννά τον φασισμό.
Στο ίδιο σημείο σύγκρουσης των κοινωνιών εκεί συγκρούονται και οι πολιτικές θεωρίες. Ο φασισμός πρωτόγονος ως σκέψη και αδυνατώντας να συνθέσει από τα επιμέρους τονίζει το προφανές αποδίδοντας την εγκληματική συμπεριφορά στην καταγωγή, στα φυλετικά βιολογικά χαρακτηριστικά. Ο Τσιγγάνος κλέβει γιατί είναι τέτοιος. Επειδή είναι και ανιστορικός δεν αναλύει το αν έκλεβε και πριν ή το αν θα κλέβει και μετά καθιστώντας την ίδια την ύπαρξη ως ένα εν δυνάμει έγκλημα που απλώς δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί ή ακόμα χειρότερα έχει παραμείνει ατιμώρητο. Ως κάτι που δεν προέρχεται από το διαμορφωμένο κοινωνικό περιβάλλον αλλά ενυπάρχει μέσα στο άτομο. Έτσι στρέφει την αντίδραση όχι ως προς την αλλαγή των όρων ζωής και δεν αναζητά την ευθύνη σε αυτούς που τους καθορίζουν δηλαδή τους διαχειριστές του κράτους ή της οικονομίας αλλά ως προς το άτομο και κατ’ επέκταση ως προς το σύνολο της συγκεκριμένης ομάδας. Επειδή τα βιολογικά χαρακτηριστικά δεν αλλάζουν όπως τα κοινωνικά τότε η μόνη λύση που απομένει είναι η καταστολή του ατόμου μέχρι και την φυσική του εξόντωση.
Συνήθως κερδίζει καθώς η λύση της εξόντωσης του αδύναμου είναι πιο εύκολη από την ανατροπή των ισχυρών αλλά και επειδή οι ανταγωνιστικές του πολιτικές θεωρίες πολλές φορές στην προσπάθεια τους να τον απομονώσουν και να του αντιτεθούν, αλλά και να προστατέψουν τον αδύναμο, αρνούνται το ίδιο το πρόβλημα αποδίδοντας με την σειρά τους την κοινωνική συμπεριφορά των οργισμένων σε κάποια έμφυτη φασιστική τους τάση.
Χρέος της Αριστεράς και γενικότερα της προοδευτικής και δημοκρατικής σκέψης είναι να αντικαταστήσει την φασιστική ανάλυση στο πρόβλημα.
Πρώτο βήμα είναι η αποδοχή του προβλήματος και η αναγνώριση ότι όλοι είναι θύματα. Ο οργισμένος κάτοικος πράγματι υποφέρει, ενώ ο τσιγγάνος δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να διεκδικεί την επιβίωσή του με όρους τις περισσότερες φορές χειρότερους από το θύμα του.
Δεύτερο ότι αν και διαφορετικοί ως προς την φυλή τα ήθη και τα έθιμα έχουμε τον ίδιο κοινό εχθρό. Τον πολιτικό και τον οικονομικό παράγοντα που ποτέ δεν κατοικεί κοντά μας και αν και προκαλεί τον πόλεμο ούτε τα δικά του χέρια θα λερώσει ούτε το δικό του σπίτι θα κλαπεί.
Τρίτο και σημαντικότερο πως οι αιτίες του φαινομένου της εγκληματικότητας δεν οφείλονται στα φυλετικά χαρακτηριστικά των κατοίκων μιας περιοχής ή ολόκληρης της χώρας αλλά έχουν ξεκάθαρα ταξική και οικονομική αιτία και πρόσημο. Η αύξηση της εγκληματικότητας δεν είναι παρά ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Η μόνη λύση είναι η άρση των αιτιών που την προκαλούν και όχι η καταστολή όπου ποτέ και πουθενά κατά το παρελθόν δεν κατόρθωσε να περιορίσει το φαινόμενο.

*Ο Σταμάτης Κωνσταντίνος είναι μέλος της ΠΕ ΛΑ.Ε Κορινθίας

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας