Υποκλοπές-Βραχύχρονα τα πολιτικά κέρδη απ’τη συγκάλυψη-Μόνιμη η ζημιά στους θεσμούς

Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Η φράση «επιχείρηση συγκάλυψης» είναι αλήθεια ότι έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές υπερβολικά.

Όμως, έρχονται κάποιες στιγμές που αποτελεί ακριβή περιγραφή του τι συμβαίνει.

Και μία τέτοια στιγμή είναι αυτά που βλέπουμε σήμερα.

Γιατί ενώ υπήρχε η δυνατότητα να χυθεί πραγματικά φως στην υπόθεση των υποκλοπών και της χρήσης του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού Predator, όπως  άλλωστε δεσμεύτηκε ο πρωθυπουργός όταν γνωστοποιήθηκε το σκάνδαλο, και να αποδοθούν οι πραγματικές ευθύνες που υπάρχουν, αυτό που έγινε ήταν να ανακοινωθεί από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ότι η υπόθεση για τις πιο σημαντικές πλευρές της, αυτές που αφορούσαν την εμπλοκή της ΕΥΠ και τη συμμετοχή κρατικών αξιωματούχων, μπαίνει στο αρχείο και μόνο για ορισμένους ιδιώτες των εταιρειών που εμπλέκονται στη εμπορία του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού υπάρχουν ενδείξεις για πλημμελήματα.

Και όλα αυτά παρότι υπάρχει ένας εντυπωσιακός όγκος στοιχείων, που έφερε στο φως ένα ευρύ φάσμα δημοσιογραφικών ερευνών, οι οποίες συνεχίζονται και αποκαλύπτουν συνεχώς νέες πτυχές του σκανδάλου, που περιλαμβάνει μερικά αδιάψευστα γεγονότα:

  • Η ΕΥΠ επικαλούμενη «λόγους εθνικής ασφαλείας», χωρίς καμία περαιτέρω αιτιολόγηση παρακολουθούσε τις επικοινωνίες υπουργών, γενικών γραμματέων, πολιτικών, δικαστικών, δημοσιογράφων, χωρίς ποτέ να δοθεί εξήγηση γιατί αυτά τα πρόσωπα βρέθηκαν στο στόχαστρο μιας πρακτικής που κανονικά αφορά ανθρώπους που αποτελούν απειλή για την εθνική ασφάλεια.
  • Ένας καθόλου ευκαταφρόνητος αριθμός προσώπων, που περιλαμβάνουν πολιτικούς, ανώτατους αξιωματικούς, στελέχη του κρατικού μηχανισμού και έναν δικαστικό, αποδεδειγμένα έτυχαν «νόμιμης επισύνδεσης» από την ΕΥΠ και «μόλυνσης» ή απόπειρας «μόλυνσης» με το παράνομο κατασκοπευτικό λογισμικό Predator, πράγμα που αντικειμενικά παραπέμπει στο ότι υπήρξε ένα κοινό κέντρο που αρχικά έκανε χρήση των «νόμιμων επισυνδέσεων» και μετά του παράνομου λογισμικού πιθανώς γιατί άφηνε λιγότερα ίχνη και επέτρεπε αποτελεσματικότερη παρακολούθηση όλων των επικοινωνιών.
  • Οι εταιρείες που εμπλέκονται στη διακίνηση του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού είχαν διαφόρων ειδών συναλλαγές με το δημόσιο, ενώ κάποια από τα πρόσωπα που εμπλέκονται σε αυτές ταυτόχρονα είχαν και επαφές και σχέσεις με κυβερνητικά στελέχη.
  • Η ΕΥΠ δεν είναι ένα «αυτόνομο φέουδο», αλλά υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό – μια πολιτική απόφαση που πήρε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκη και η κυβέρνηση της ΝΔ νωρίς – και το πρωθυπουργικό γραφείο, εκεί όπου γενικός γραμματέας ήταν ο ανιψιός του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης.

Όλα αυτά τα χειροπιαστά στοιχεία – και όχι εικασίες – σαφώς παραπέμπουν σε εμπλοκή της ΕΥΠ και στις παρακολουθήσεις και στην προσπάθεια να δοκιμαστεί η χρήση του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού και κατά συνέπεια σε ευθύνες και της κυβέρνησης που πολιτικά προΐσταται της ΕΥΠ.

Και ήταν ακριβώς αυτά τα στοιχεία που η ελληνική κοινωνία περίμενε ότι η Ελληνική Δικαιοσύνη θα ερευνούσε και θα απέδιδε ευθύνες εκεί που έπρεπε, βρίσκοντας επιπλέον στοιχεία, συνδυάζονται τα δεδομένα που υπάρχουν, μελετώντας την ακολουθία των εταιρικών σχέσεων, των πολιτικών αποφάσεων και τελικά των παρακολουθήσεων.

Και πολύ απλά αυτό δεν έγινε.

Αντιθέτως, τα στοιχεία που έμπρακτα αποδεικνύουν την ύπαρξη κοινού κέντρου παρακολουθήσεων αντιμετωπίζονται ως «απλές συμπτώσεις» και οι καταθέσεις των εμπλεκομένων ως αδιαμφισβήτητες αλήθειες.

Και σαν μην έφτανε και αυτό: ακόμη και το ίδιο το πρωτοφανές γεγονός να γίνεται συντονισμένη προσπάθεια να παγιδευτούν με παράνομο κατασκοπευτικό λογισμικό τα τηλέφωνα πολιτικών, υπουργών, ανώτατων αξιωματικών, δικαστών, επιχειρηματιών, αντιμετωπίζεται ως απλό παράπτωμα κάποιων ιδιωτών που θα αντιμετωπιστεί σε επίπεδο πλημμελήματος.

Εύλογο ήταν μετά από αυτό η κυβέρνηση να βγει και να πανηγυρίζει γι’ αυτό το πόρισμα, καθώς θεωρεί ότι την απαλλάσσει από κάθε ευθύνη και της επιτρέπει να λέει στο δικό της ακροατήριο ότι «δείτε δεν μπορούν να μας χτυπήσουν με τίποτα».

Μόνο που αυτό δεν αναιρεί ότι αυτό που πραγματικά έχει αποτυπωθεί στη συνείδηση της κοινωνίας δεν είναι το κυβερνητικό αφήγημα αλλά πολύ περισσότερο η βεβαιότητα ότι όντως έγιναν παρακολουθήσεις με κυβερνητική απόφαση και ευθύνη.

Ακόμη χειρότερα: έχει εμπεδωθεί η αντίληψη ότι οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν την ΕΥΠ ως μηχανισμό παρακολούθησης πολιτικών φίλων και αντιπάλων και ότι ούτως ή άλλως «μας ακούν». Και ότι όλα όσα λέγονται για θεσμικές δικλείδες ασφάλειας είναι απλά φύλλα συκής για τον κυνισμό της εξουσίας.

Με αποτέλεσμα να βγαίνει τώρα ένα πόρισμα από την υποτίθεται ανεξάρτητη Δικαιοσύνη και μάλιστα στο ανώτατο επίπεδο το οποίο στα μάτια μεγάλου μέρους της κοινωνίας είναι της κατηγορίας «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».

Για να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι πρώτα μαθαίνουμε ότι γίνονταν και παρακολουθήσεις δικαστικών, κάτι που στα μάτια πολλών σημαίνει απόπειρα να βρουν τρόπο «να τους κρατάνε» και μετά βλέπουμε μια απόφαση αρχειοθέτησης μιας υπόθεσης που στην πραγματικότητα μόνο το κυβερνητικό αφήγημα εξυπηρετεί.

Όλα αυτά δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να εμπεδώνουν στην κοινωνία την αντίληψη ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι τελικά ένας μπερντές του Καραγκιόζη πίσω από τον οποίο οι αποφάσεις λαμβάνονται επί της ουσίας ερήμην των πολιτών, ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι απλή ρητορική και άρα εύκολα μπορούν να παραβιαστούν και η δικαιοσύνη κάθε άλλο παρά «τυφλή» είναι όταν πρέπει να σταθμίσει ποια συμφέροντα θα εξυπηρετήσει. Ένα απρόσμενο και πολύτιμο δώρο στην Ακροδεξιά, που γρήγορα κάποιοι ξέχασαν ότι καραδοκεί.

Γι’ αυτό τον λόγο και στην κυβέρνηση κακώς κάνουν και πανηγυρίζουν. Τα πολιτικά κέρδη που πιστεύει ότι θα αποκομίσει από αυτό το βιαστικό «κουκούλωμα» της υπόθεσης των υποκλοπών, είναι πολύ μικρότερα και βραχύβια από όσο πιστεύει. Γιατί η κοινωνία δεν θα ξεχάσει τις υποκλοπές, όπως δεν ξέχασε και τα Τέμπη.

Πάνω από όλα, όμως αυτό που θα είναι μόνιμο από τέτοιες επιλογές και πρακτικές θα είναι το βαθύ τραύμα στην όποια εμπιστοσύνη στους θεσμούς έχει απομείνει στους πολίτες. Και κοινωνίες που χάνουν την εμπιστοσύνη τους στους δημοκρατικούς θεσμούς είναι κοινωνίες που όταν δεν θα εκρήγνυνται χωρίς προοπτική, θα γοητεύονται από όποιον θα κάνει τον κυνικό αυταρχισμό πολιτική πρόταση.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας