Η γερμανική οικονομία διάγει χρόνους βαθείας κρίσης και δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα έξοδος κινδύνου, σύμφωνα με όσα αναφέρει σε άρθρο της η Wall Street Journal.
Ειδικότερα, η οικονομία της Γερμανίας, η μεγαλύτερη στην ήπειρο και η τέταρτη μεγαλύτερη στον κόσμο, συρρικνώθηκε πέρυσι, γεγονός που παρατείνει μια εξαετή ύφεση και εγείρει φόβους για αποβιομηχάνιση.
Η παραγωγή στη χώρα πιθανότατα συρρικνώθηκε κατά 0,3% το δ’ τρίμηνο έναντι του γ’ τριμήνου, όπως ανακοίνωσε τη Δευτέρα η γερμανική ομοσπονδιακή στατιστική υπηρεσία.
Για το 2023 συνολικά συρρικνώθηκε κατά 0,3%, ανέφερε ο οργανισμός.
Σε αντίθεση, άλλες μεγάλες οικονομίες της ευρωζώνης πιθανότατα αναπτύχθηκαν πέρυσι, συμπεριλαμβανομένων της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ύφεση αντανακλά μια συρροή αντίθετων ανέμων που ανατρέπουν το επιχειρηματικό μοντέλο της χώρας με επίκεντρο τις εξαγωγές: από την βραδύτερη ανάπτυξη στην Κίνα έως τις υψηλότερες τιμές στην Ενέργεια και τα επιτόκια, τις γεωπολιτικές εντάσεις γύρω από το παγκόσμιο εμπόριο και μια δύσκολη μετάβαση στην Πράσινη Ενέργεια.
Χωρίς να υπάρχει κανένα σημάδι ότι κάποιος από αυτούς τους κυκλικούς και διαρθρωτικούς παράγοντες πρόκειται να βελτιωθεί, οι ειδικοί ομονοούν στο ότι οι προοπτικές της Γερμανίας δεν φαίνονται καλές.
«Δεν έχω ανησυχήσει ξανά τόσο για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη Γερμανία» δήλωσε ο Dirk Schumacher, οικονομολόγος της Natixis στη Φρανκφούρτη, ο οποίος παρακολουθεί τη γερμανική οικονομία εδώ και δεκαετίες.
Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της χώρας, προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό, είναι μόνο 1% μεγαλύτερο από ό,τι ήταν στα τέλη του 2017.
Αντίθετα, η οικονομία των ΗΠΑ, προσαρμοσμένη στον πληθωρισμό, αναπτύχθηκε κατά 13% κατά την ίδια περίοδο, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat και του Γραφείου Οικονομικής Ανάλυσης.
Νέες οικονομικές απειλές
Το 2024, η Γερμανία αντιμετωπίζει νέες οικονομικές απειλές: από την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων έως τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή που διακόπτει τον εμπορικό δρόμο Ασίας-Ευρώπης.
Παρά την αύξηση της ανεργίας και τη μετανάστευση ρεκόρ, οι επιχειρήσεις διαμαρτύρονται για ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό.
Τα κυβερνητικά σχέδια για τις δαπάνες έχουν βγει «εκτός» έπειτα από απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου που περιορίζει τη χρήση κεφαλαίων εκτός προϋπολογισμού.
Η δύσκολη οικονομική κατάσταση τροφοδοτεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Τη Δευτέρα 15 Ιανουαρίου, οι Γερμανοί αγρότες απέκλεισαν δρόμους του Βερολίνου, διαμαρτυρόμενοι για τις περικοπές των επιδοτήσεων και τις περικοπές στο ντίζελ.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία θα μπορούσε να αναδειχθεί ως η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στη χώρα στις επερχόμενες ευρωεκλογές τον Ιούνιο, αλλά και στις πολιτειακές εκλογές αργότερα μέσα στο 2024.
Σύμφωνα με τη Wall Street Journal, όλα αυτά αναβιώνουν τον χαρακτηρισμό του «μεγάλου ασθενούς της Ευρώπης» (επιθετικό προσδιορισμό ο οποίος της αποδόθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000), καθώς τότε είχε απολέσει την ανταγωνιστικότητά της στον απόηχο της επανένωσης Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας.
«Η απειλή της αποβιομηχάνισης είναι πραγματική» δήλωσε ο Max Jankowsky, διευθύνων σύμβουλος του GL Giesserei Lössnitz, ενός χυτηρίου 175 ετών στο κρατίδιο της Σαξονίας της ανατολικής Γερμανίας.
Η εταιρεία βρίσκεται στην καρδιά της ναυαρχίδας της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, η οποία απασχολεί περίπου 800.000 άτομα και εξάγει περίπου τα τρία τέταρτα της παραγωγής της.
Στους πελάτες της περιλαμβάνονται οι BMW, Daimler και Volkswagen.
Παρότι οι τιμές της ενέργειας έχουν μειωθεί, ο Jankowsky λέει ότι εξακολουθεί να πληρώνει τρεις ή τέσσερις φορές περισσότερα για την ηλεκτρική ενέργεια από ό,τι πριν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία – και περισσότερο από πέντε φορές περισσότερο από ό,τι πληρώνουν οι Αμερικανοί ανταγωνιστές.
«Ακόμα δεν διαφαίνεται κάποια ολοκληρωμένη στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης» από την κυβέρνηση για την αντιμετώπιση του ζητήματος, είπε.
Ο Jankowsky σχεδιάζει να επενδύσει 10 εκατομμύρια ευρώ, που ισοδυναμούν με περίπου 10,9 εκατομμύρια δολάρια, για την κατασκευή ενός ηλεκτρικού φούρνου για το χυτήριό του, που θα αντικαταστήσει τον μεγάλο φούρνο που λειτουργεί με άνθρακα, ο οποίος συμπιέζεται από τους υψηλότερους φόρους άνθρακα.
Αλλά με τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος τόσο υψηλές και χωρίς σαφές σχέδιο από την κυβέρνηση για τη μείωσή τους, ο νέος φούρνος δεν θα είναι ανταγωνιστικός, είπε.
«Δεν μπορούμε να μετακυλήσουμε το κόστος στους κατασκευαστές αυτοκινήτων, διότι τότε αυτοί θα μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στην Τουρκία ή την Κίνα», είπε ο Jankowsky.
Η φημισμένη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία παλεύει με τον ανταγωνισμό που προέρχεται από την Tesla και τους Κινέζους, οι οποίοι αυξάνουν τις πωλήσεις ηλεκτρικών οχημάτων στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με τη Γερμανική Ένωση Αυτοκινητοβιομηχανίας, η παραγωγή αυτοκινήτων στη Γερμανία είναι -25% σε σχέση με τα επίπεδα των μέσων της δεκαετίας του 2010.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, η γερμανική μεταποίηση στο σύνολό της είναι μικρότερη από ό,τι το 2019 και βαίνει διαρκώς συρρικνούμενη.
Τώρα, λόγω της έντασης που επικρατεί στην Ερυθρά Θάλασσα και τις αναταράξεις στη ναυτιλιακή δραστηριότητα, διαφαίνεται το φάσμα μιας νέας κρίσης σε ό,τι αφορά τις εφοδιαστικές αλυσίδες για τους ευρωπαίους κατασκευαστές.
Για παράδειγμα, η Tesla την Παρασκευή 12 Ιανουαρίου δήλωσε ότι θα σταματήσει την παραγωγή στο μεγαλύτερο εργοστάσιό της στην Ευρώπη, λίγο έξω από το Βερολίνο, από τις 29 Ιανουαρίου έως τις 12 Φεβρουαρίου, λόγω έλλειψης εξαρτημάτων.
Βέβαια, ορισμένοι οικονομολόγοι είναι αισιόδοξοι, επισημαίνοντας το χαμηλό ποσοστό ανεργίας της Γερμανίας και το χαμηλό δημόσιο χρέος.
Η Γερμανία μπορεί να προσαρμοστεί στο υψηλότερο ενεργειακό κόστος και την βραδύτερη ανάπτυξη στην Κίνα, οπότε θα μπορούσε να λάβει ώθηση όταν ανακάμψει το παγκόσμιο εμπόριο, δήλωσε ο Holger Schmiding, επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank.
Ωστόσο, πρόσφατη δημοσκόπηση του Γερμανικού Βιομηχανικού και Εμπορικού Επιμελητηρίου σε περισσότερες από 2.200 γερμανικές βιομηχανικές εταιρείες επεσήμανε πως το κλίμα για τις προοπτικές είναι το χειρότερο από την έναρξη της έρευνας το 2008.
Λiγότερο ελκυστική
Σύμφωνα με την αμερικανική εφημερίδα, «η Γερμανία γίνεται όλο και λιγότερο ελκυστική για τη βιομηχανία και τους εταίρους της.
Ως αποτέλεσμα οι απαραίτητες επενδύσεις δεν γίνονται ή γίνονται σε άλλες τοποθεσίες», δήλωσε ο γενικός διευθυντής του επιμελητηρίου, Martin Wansleben.
Η Bank of America την περασμένη εβδομάδα αναθεώρησε επί τα χείρω τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη για τη Γερμανία, αναμένοντας πλέον ότι η οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 0,1% φέτος, έχοντας προηγουμένως προβλέψει ανάπτυξη 0,3%.
Αλλά οι «πόνοι» δεν περιορίζονται στην οικονομία.
Μόνο το 19% των ψηφοφόρων είναι ικανοποιημένο με τον καγκελάριο Olaf Scholz -το χαμηλότερο ποσοστό για κάθε καγκελάριο από το 1997- σύμφωνα με δημοσκόπηση Infratest dimap.
Οι κρίσεις εξαπλώνονται από την απόφαση της κυβέρνησης να επιταχύνει την ατζέντα της για την πράσινη μετάβαση έως την αποτυχία της να περιορίσει την απότομη αύξηση της παράνομης μετανάστευσης.
Η δημοφιλία των εταίρων του Scholz έχει επίσης καταρρεύσει.
«Ο άνεμος φυσάει στα πρόσωπά μας», είπε ο Ralph Wiechers, επικεφαλής οικονομολόγος στη Γερμανική Ένωση Μηχανολόγων Μηχανικών.
Οι παραγγελίες στον τομέα της μηχανολογίας, ο οποίος απασχολεί περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους στη Γερμανία, προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό μειώθηκαν κατά 13% τον Νοέμβριο σε ετήσια βάση.
Φυσικά, η κρίση δεν αφορά μόνο τις κατασκευές.
Σύμφωνα με στοιχεία της Natixis, οι επενδύσεις και η ιδιωτική κατανάλωση έχουν επίσης μειωθεί κάτω από τα επίπεδα του 2019, υστερώντας σημαντικά σε σχέση με άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Γαλλίας και της Ισπανίας.
Η αγορά εργασίας της Γερμανίας αρχίζει επίσης να ραγίζει.
Η ανεργία αυξήθηκε στο 5,9% τον περασμένο μήνα από το χαμηλό 5% το 2022.
«Οι Γερμανοί πελάτες ξοδεύουν λιγότερα, το νιώθεις», είπε ο Joern Brinkmann, ιδιοκτήτης του Staendige Vertretung, ενός εστιατορίου στο κέντρο του Βερολίνου.
Ο φόρος προστιθέμενης αξίας στα εστιατόρια αυξήθηκε στο 19% από 7%.
Αυτό είναι πιθανό να μειώσει περαιτέρω τη ζήτηση, είπε ο Brinkmann.
Για να εξοικονομήσει χρήματα, αγοράζει ενέργεια στην αγορά σποτ και ο μόνος λόγος που δεν έχει αυξήσει ακόμη τις τιμές είναι το υψηλό κόστος της επανεκτύπωσης μενού.
Αρκετοί λιανοπωλητές κατέθεσαν πρόσφατα αίτηση πτώχευσης, συμπεριλαμβανομένης της Galeria Karstadt Kaufhof, μιας αλυσίδας πολυκαταστημάτων με περισσότερους από 15.000 υπαλλήλους.
«Έχουμε τη μία κρίση μετά την άλλη… Το καταναλωτικό συναίσθημα υποχωρεί, επειδή όλα είναι τόσο αβέβαια», δήλωσε ο Alexander Grosse, διευθύνων σύμβουλος του Wiederholdt, ενός καταστήματος γραφείων και σχολικών ειδών με 18 υπαλλήλους στην πανεπιστημιακή πόλη του Γκέτινγκεν.
Η εμπορική περίοδος των Χριστουγέννων ήταν απογοητευτική, είπε ο Grosse, με τα έσοδα να μειώνονται από το προηγούμενο έτος μετά την προσαρμογή του πληθωρισμού.
Την τελευταία φορά που η οικονομία της Γερμανίας βρισκόταν σε παρατεταμένη ύφεση, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η κυβέρνηση θέσπισε αντιδημοφιλείς εργατικές διατάξεις, βοηθώντας έτσι τις επιχειρήσεις να μειώσουν το κόστος και να αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητα.
Αυτή τη φορά, δεν είναι ξεκάθαρο πώς μπορεί να αναδυθεί η Γερμανία, είπε ο Schumacher του οίκου Natixis.
Η Κίνα, η οποία βοήθησε να βγει η Γερμανία από τις προηγούμενες υφέσεις, αναπτύσσεται πολύ αδύναμα αυτή τη στιγμή και οι εταιρείες της ανταγωνίζονται ολοένα και περισσότερο τους Γερμανούς κατασκευαστές.
Πίσω στο Βερολίνο, ο συνδυασμός υψηλότερου κόστους, λιγότερων ταξιδιωτών για επαγγελματικούς λόγους και κακής οικονομικής προοπτικής αναγκάζει πολλούς ιδιοκτήτες εστιατορίων να κλείσουν, είπε ο Brinkmann.