Θα γραφτούν σίγουρα πολλά για την άνοδο και την πτώση της First Republic Bank. Η εξυπηρέτηση πελατών της ήταν θρυλική στο τραπεζικό σύστημα, όπως και η λίστα με τους πλούσιους πελάτες της με τις άφθονες καταθέσεις και η υγιής όρεξή της για έκδοση jumbo στεγαστικών δανείων σε υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας δανειολήπτες. Ωστόσο, τελικά η τράπεζα πέρασε από τον θαυμασμό τον οποίο προκαλούσε στο να υποστεί κατάσχεση από τις ρυθμιστικές αρχές και να πωληθεί σε άλλη τράπεζα.
Εκείνο το οποίο προέκυψε το πρωί της Δευτέρας δεν ήταν τέλεια λύση, παρά τις εβδομάδες συζητήσεων και ελιγμών. Εκείνο που έχουμε μπροστά μας είναι κρατικοί θεσμοί των ΗΠΑ παγιδευμένοι στις πολιτικές επιπτώσεις ενός κόσμου της “δεύτερης καλύτερης λύσης” – δηλαδή, την επαναλαμβανόμενη αδυναμία εξεύρεσης μιας βέλτιστης λύσης. Εκείνο λοιπόν που τελικά προέκυψε θα έρθει με παράπλευρες ζημιές και ακούσιες συνέπειες.
Η First Republic βρέθηκε σε παρόμοια κατάσταση με την Silicon Valley Bank, η οποία έκλεισε από τις ρυθμιστικές αρχές τον Μάρτιο. Η αποτυχία της να διαχειριστεί μια αναντιστοιχία επιτοκίων στον ισολογισμό της τελικά την ακρωτηρίασε, καθώς οι καταθέσεις “πέταξαν” ως απάντηση στις προηγούμενες τραπεζικές χρεοκοπίες. Η τρωτότητά της ενισχύθηκε από τον αρχικό εσφαλμένο χαρακτηρισμό του υψηλού πληθωρισμού από την ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) ως παροδικού, την αποτυχία έγκαιρης λήψης μέτρων και την αναπόφευκτη εξαιρετικά συγκεντρωμένη σειρά αυξήσεων επιτοκίων που ακολούθησαν.
Κενά και διδάγματα
Οι αναπόφευκτες εκτιμήσεις και αναλύσεις γύρω από τη χρεοκοπία της First Republic είναι επίσης πιθανό να υποδεικνύουν σημαντικά κενά στο εποπτικό και ρυθμιστικό πλαίσιο των τραπεζών – το είδος των αστοχιών οι οποίες αναφέρθηκαν λεπτομερώς την περασμένη Παρασκευή σε έκθεση της Fed, η οποία, αναζωογονητικά και ενθαρρυντικά, έδειξε την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ να αναλαμβάνει επιτέλους την ευθύνη ενός λάθους και να προσπαθεί να αντλήσει διδάγματα απ αυτό. Σε αντίθεση με άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, είχε επανειλημμένα αποτύχει σε αυτό το πεδίο, όσον αφορά τη νομισματική πολιτική.
Η First Republic έγινε ολοένα και πιο εύθραυστη καθώς η συρρίκνωση των καταθέσεων σε αυτήν επιδείνωσε το κόστος χρηματοδότησής της, βάθυνε μια κεφαλαιακή τρύπα και οδήγησε σε κατρακύλα την τιμή της μετοχής της κατά περίπου 95%. Αυτά ήταν τα άσχημα νέα. Τα καλά νέα ήταν ότι, τουλάχιστον στα χαρτιά, υπήρξε μια εποικοδομητική ευθυγράμμιση κινήτρων μεταξύ των κύριων παραγόντων που εμπλέκονται στη διαδικασία εξυγίανσης των τραπεζών.
Έχοντας ήδη χάσει τρία τραπεζικά ιδρύματα, το τραπεζικό σύστημα στο σύνολό του χρειαζόταν απεγνωσμένα μια τακτική λύση για τη First Republic η οποία θα ελαχιστοποιούσε τον κίνδυνο περαιτέρω διαταραχών. Αυτό δεν ίσχυε μόνο για τις περιφερειακές και κοινοτικές τράπεζες των ΗΠΑ, όπου οι κίνδυνοι αιφνιδιαστικής φυγής καταθέσεων και οι αναντιστοιχίες διάρκειας βρίσκονταν υπό έντονο φως. Το ίδιο ισχύει και για τις 11 μεγαλύτερες τράπεζες, καθώς είχαν εισφέρει δεκάδες δισεκατομμύρια καταθέσεις στην First Republic σε μια προηγούμενη προσπάθεια να σταθεροποιήσουν την κατάσταση.
Το ίδιο ίσχυε και για τις ρυθμιστικές αρχές, ιδιαίτερα την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εγγύησης Καταθέσεων (FDIC) των ΗΠΑ και τη Fed. Η FDIC ήθελε να αποφύγει να βρεθεί υπόλογη για χρηματοοικονομικές ζημίες και να χρειαστεί να διαθέσει τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις ακόμη μιας τράπεζας. Η δε Fed δεν ήθελε να ενεργοποιήσει ξανά τη ρήτρα “συστημικού κινδύνου” προκειμένου να επιτρέψει την επέκταση της εγγύησης σε θεωρητικά ανασφάλιστες καταθέσεις. Η Fed ήταν επίσης πρόθυμη να κρατήσει ανοικτή την πόρτα για την “αρχή του διαχωρισμού” των πολιτικών, που διαχωρίζει την πολιτική επιτοκίων ως μέσο για τον έλεγχο του πληθωρισμού και τα άλλα εργαλεία νομισματικής πολιτικής ως μέσα για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Παρά αυτή την ευθυγράμμιση, χρειάστηκαν εβδομάδες για να προκύψει μια λύση. Και, όταν συνέβη, περιλάμβανε δυσμενείς διαρροές, καθώς και μια από τις μεγαλύτερες και πιο κυρίαρχες τράπεζες της χώρας – την JPMorgan – να γίνεται ακόμη μεγαλύτερη. Μαζί με αυτό έρχεται η περαιτέρω εξέλιξη των μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από σημαντικές πηγές συστημικού κινδύνου σε σταθεροποιητές του ίδιου του συστήματος. Επιπλέον, και ξεφεύγοντας επίσης από την προηγούμενη κοινή πεποίηθηση, οι μεγαλύτερες και πιο διαφοροποιημένες τράπεζες θεωρούνται πλέον “ασφαλέστερες” από τις “στενού χαρακτήρα” τράπεζες που είτε δεν έχουν είτε είτε έχουν πολύ περιορισμένο φάσμα δραστηριοτήτων στην κεφαλαιαγορά, οι οποίες παραδοσιακά θεωρούνταν πηγή κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Παράπλευρες ζημίες και συνέπειες
Η λύση που προέκυψε νωρίς το πρωί της Δευτέρας αντιμετωπίζει την άμεση απειλή μιας άτακτης χρεοκοπίας της First Republic και, ως εκ τούτου, δεν τροφοδοτεί τον ήδη δυσάρεστο κίνδυνο πιθανών πρόσθετων διαταραχών σε άλλες περιφερειακές και κοινοτικές τράπεζες. Ωστόσο, η πιθανή παράπλευρη ζημία και οι ανεπιθύμητες συνέπειες δεν είναι καθόλου ασήμαντες. Τέσσερις ξεχωρίζουν ιδιαίτερα.
Πρώτον, οι ΗΠΑ έχουν τώρα ένα πιο συγκεντρωμένο τραπεζικό σύστημα, με εκείνες που θεωρούνταν πριν από λίγο καιρό ως “πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν”/”πολύ μεγάλες για να τις διαχειριστεί κανείς” τράπεζες να γίνονται ακόμη μεγαλύτερες.
Δεύτερον, υπάρχει ακόμη μεγαλύτερη αμφιβολία για τη φύση του συστήματος ντε φάκτο εγγύησης καταθέσεων.
Τρίτον, ο δομικός κίνδυνος εντός του τραπεζικού συστήματος για λιγότερες πιστώσεις προς την οικονομία θα συνεχιστεί, επιδεινώνοντας δυνητικά τους αντίρροπους προς μια υψηλή και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη ανέμους.
Τέλος, το συνολικό κόστος της διάλυσης της First Republic μένει να εκτιμηθεί, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου κατανομής του βάρους μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και, μαζί με αυτήν, του μεγέθους της “διάσωσης” για τις 11 τράπεζες που είχαν εναποθέσει μεγάλες καταθέσεις στην First Republic.
Η οικονομία των ΗΠΑ συνεχίζει να υποφέρει από τα πάρα πολλά χρόνια εύκολου χρήματος και από τον επακόλουθο λάθος χειρισμό του κύκλου αύξησης των επιτοκίων, μαζί με τα κενά στην εποπτεία και τη ρύθμιση.
Μαζί με τα παραπάνω, έρχεται και ο διαρκώς παρών κίνδυνος παράπλευρων ζημιών και ακούσιων συνεπειών, δεδομένου ότι οι βέλτιστες λύσεις πολιτικής δεν είναι πλέον διαθέσιμες.