Η Κίνα του Σι Τζινπίνγκ δεν είναι πλέον ο υπ’ αριθμόν ένα πιστωτής των ΗΠΑ. Την αμφίβολη αυτή τιμή την έχει παραχωρήσει στην Ιαπωνία.
Η έκθεση της Κίνας στο αμερικανικό χρέος έχει υποχωρήσει κατά 40% την τελευταία δεκαετία – και οι κινήσεις των τελευταίων μηνών υποδηλώνουν εντατικοποίηση αυτής της τάσης. Στα τέλη Αυγούστου ο όγκος των Treauries που διακρατεί το Πεκίνο διαμορφωνόταν στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 14 ετών.
Είναι σαφές λοιπόν γιατί πολλοί αποδίδουν και στην Κίνα την αναστάτωση που επικρατεί τις τελευταίες ημέρες στην αγορά ομολόγων, με τις αποδόσεις να διαμορφώνονται σε υψηλό 17ετίας. Και είναι επίσης σαφές γιατί, παραμονές της προγραμματισμένης για τις 15 Νοεμβρίου συνάντησης του Τζο Μπάιντεν με τον Σι Τζινπίνγκ στο περιθώριο της συνόδου του φόρουμ Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC) στο Σαν Φρανσίσκο, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλλεν είχε την περασμένη Πέμπτη και Παρασκευή συνομιλίες με τον αντιπρόεδρο της κινεζικής κυβέρνησης Χε Λιφένγκ, με κεντρικό μήνυμα το ότι η Ουάσιγκτον δεν επιθυμεί την οικονομική αποσύνδεση (decoupling) από το Πεκίνο.
Ούτε όμως και για τους Κινέζους ιθύνοντες είναι εύκολη απόφαση η αποσύνδεση. Για την ακρίβεια, η σχέση εξάρτησης που διαμορφώνει η έκθεση της Κίνας στο αμερικανικό χρέος γεννά ανεπίλυτα διλήμματα. Αν μη τι άλλο διότι, αφήνοντας κατά μέρος όποιες άλλες επιπτώσεις, καμία μαζική πώληση αμερικανικών ομολόγων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς να απαξιωθεί ο μεγάλος όγκος χρέους που θα συνεχίσει να παραμένει εις χείρας Πεκίνου.
Αποτελεί ερώτημα για τους αναλυτές το ποιό είναι το βάθος της κινεζικής απομάκρυνσης από τα αμερικανικά ομόλογα και ποιά τα αίτιά του.
Το 2013, έτος ανόδου του Σι Τζινπίνγκ στην εξουσία, η Κίνα διακρατούσε αμερικανικά ομόλογα αξίας 1,3 τρισ. δολαρίων. Στην παρούσα φάση το ποσό ανέρχεται σε 805,4 δισ. δολάρια – εμφανώς μειωμένο, αλλά διόλου αμελητέο.
Ήδη το 2013 αξιωματούχοι της Τράπεζας της Κίνας διακήρυσσαν ότι “δεν είναι πλέον προς το συμφέρον της χώρας” η οικοδόμηση μεγάλων αποθεματικών ξένου συναλλάγματος, ενώ το 2018 ο τότε πρεσβευτής της Λαϊκής Δημοκρατίας στην Ουάσιγκτον προειδοποιούσε ότι εξετάζει “όλες τις επιλογές”.
Είναι ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός το κυριότερο κίνητρο των επιλογών του Πεκίνου; Η ερμηνεία αυτή ακούγεται εύλογη εν μέσω των εντάσεων που έχουν συσσωρευθεί μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά δεν είναι υποχρεωτική. Αναλυτές υποστηρίζουν ότι η πορεία των κινεζικών συναλλαγματικών αποθεμάτων υπακούει περισσότερο σε οικονομικούς υπολογισμούς, τόσο μακροπρόθεσμους όσο και βραχυπρόθεσμους.
Από πλευράς της Fed τονίζεται, κάπως καθησυχαστικά, ότι παρά τον μειωμένο όγκο αγορών το Πεκίνο παραμένει καθαρός αγοραστής αμερικανικού χρέους, ενώ η στροφή προς τα μετρητά μπορεί να ερμηνευθεί και από τις ανάγκες ανάπτυξης του “νέου δρόμου του μεταξιού”, τα project του οποίου εξακολουθούν να χρηματοδοτούνται σε δολάρια. Ειδικότερα στην παρούσα συγκυρία, σημαντικό ρόλο παίζει η ανάγκη στήριξης του γιουάν, η ισοτιμία του οποίου υποχώρησε κατά 5,5% εντός του έτους, ενώ την ίδια στιγμή η υποχώρηση της ζήτησης διεθνώς δεν αποφέρει το συνάλλαγμα που συνήθως αντιστοιχούσε στις κινεζικές εξαγωγές.
Σε κάθε περίπτωση οι Κινέζοι ιθύνοντες θα πρέπει κάποτε να επιλύσουν τον γρίφο ως πότε θα συνεχίσουν να αιμοδοτούν την οικονομία μίας δύναμης, η οποία βλέπει το αξιόχρεό της να υποβαθμίζεται, την πολιτική της σκηνή να βυθίζεται στην παράλυση, αλλά και την γεωπολιτική της στάση να γίνεται όλο και πιο συγκρουσιακή.