Η Τουρκία , χωρίς να έχει τις δουλείες της ΕΕ , διαδραματίζει κεντρικό ρόλο σε θέματα Ασφάλειας και Άμυνας αλλά και οικονομίας , ενώ ταυτόχρονα αποσπά μεγάλα κονδύλια για μετανάστευση , οικονομία και τώρα για τη στρατιωτική βιομηχανία!
Π.Λ.
Το υπουργείο Εξωτερικών με αφηγήματα προσπαθεί να καλύψει την είσοδο της Τουρκίας (με την υπογραφή της Ελλάδας) στη «δεξαμενή» των 150 δισ. € του ReArm Europe
Αφού πρώτα συναίνεσε βάζοντας φαρδιά πλατιά την υπογραφή της στην ένταξη της Τουρκίας στον Κανονισμό Δράσης για την Ασφάλεια της Ευρώπης (SAFE) και κατ’ επέκταση σε χρηματοδοτικά εργαλεία για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης (ReArm Europe), συνολικού ύψους 150 δισ. ευρώ, η ελληνική πλευρά αναζητά τρόπους να διασκεδάσει τις αήθεις εντυπώσεις, όμως το μόνο που καταφέρνει στην πραγματικότητα είναι να εκτίθεται ακόμα περισσότερο στη σκιά άλλης μίας διαφαινόμενης εθνικής ήττας. Το αφήγημα που ψελλίζουν στο υπουργείο Εξωτερικών, όπως προέκυψε από διπλωματικές πηγές, επιδιώκει να δημιουργήσει μια πλασματική εικόνα και στηρίζεται σε επικοινωνιακά τεχνάσματα άνευ ουσίας, όπως λόγου χάρη η δυνατότητα κατάθεσης ενστάσεων κατά τη διαδικασία σύναψης διμερούς συμφωνίας μεταξύ Ε.Ε. – Τουρκίας.
Θέλοντας να απαντήσουν στη σφοδρή κριτική που ασκείται σε ακόμα ένα επεισόδιο υποχωρητικότητας από πλευράς Μεγάρου Μαξίμου, οι διπλωματικές πηγές επιδίωξαν να υποβαθμίσουν τη σοβαρότητα της κατάστασης, υποστηρίζοντας ότι το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της Ε.Ε. υιοθέτησε έναν κανονισμό που θέτει το γενικό πλαίσιο συμμετοχής των τρίτων χωρών. «Το κρίσιμο στάδιο είναι εκείνο της υπογραφής διμερούς συμφωνίας με το κάθε κράτος, καθώς τότε θα απαιτείται ομοφωνία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προκειμένου να περάσει η συμφωνία» υποστηρίζει η ελληνική πλευρά, επιμένοντας να εθελοτυφλεί στα σχέδια της Αγκυρας που υλοποιούνται με τις ευχές της Ευρώπης και αφήνουν την Ελλάδα σε ρόλο κομπάρσου.
Η άσκηση βέτο
Οι διπλωματικές πηγές άφησαν να εννοηθεί ότι θα ασκηθεί βέτο τη στιγμή που θα έρθει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το ζήτημα της διμερούς συμφωνίας Ε.Ε. – Τουρκίας, υποστηρίζοντας ότι της δίνεται αυτό το δικαίωμα με βάση το άρθρο 212 της ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 218 της ΣΛΕΕ. Διαφορετική γνώμη έχουν πάντως οι Βρυξέλλες που, σύμφωνα με συγκλίνουσες δημοσιογραφικές πληροφορίες, διευκρινίζουν ότι οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που αφορούν θέματα ασφάλειας και άμυνας λαμβάνονται ομόφωνα μόνον όταν τίθεται ζήτημα απειλής.
Ως εκ τούτου, τίθεται υπό αμφισβήτηση ακόμα και η αναφορά του πρωθυπουργού για άρση του casus belli, καθώς είναι αβέβαιο αν ενδεχόμενη επίκλησή του θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει απειλή για ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε., όταν αφενός υπάρχει από το 1995, αφετέρου η ελληνική κυβέρνηση έχει επιλέξει τη στρατηγική της «αφωνίας» στις εμπρηστικές ενέργειες της Αγκυρας ενώ βρίσκεται εδώ και δύο χρόνια σε διάλογο με την τουρκική πλευρά για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, εκθειάζοντας με κάθε μέσο και σε κάθε ευκαιρία τη στρατηγική των «ήρεμων νερών». Το ζωτικό ψεύδος που διέπει το Μέγαρο Μαξίμου και το αρμόδιο υπουργείο είναι τέτοιας έκτασης, που ανερυθρίαστα έκαναν λόγο για διπλωματική νίκη καθώς, όπως μας εξήγησαν, παρά την ένταξη της Τουρκίας, η ελληνική πλευρά «κατάφερε να εξασφαλίσει ισχυρές νομικές βάσεις ως προς τις προϋποθέσεις συμμετοχής των υποψήφιων προς ένταξη χωρών στο SAFE».
Η ελληνική κυβέρνηση, χαμένη στη μετάφραση και την ένοχη ασάφεια, είναι δεδομένο, ό,τι κι αν επιδιώκει να προβάλει, πως έχει κριθεί οριστικά και αμετάκλητα στη συνείδηση του κόσμου ως ανεπαρκής για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων. Τα παραδείγματα δυστυχώς είναι πολλά και όσα διαδραματίστηκαν στην πρόσφατη συνεδρίαση του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων αποτελούν άλλο ένα επεισόδιο σε αυτή την υποχωρητική πολιτική και μάλλον δεν θα είναι το τελευταίο.