Σημαντικές απώλειες καταγράφουν και οι τρεις κύριοι δείκτες της Wall Street την Τετάρτη, καθώς η πίεση στον χρηματοοικονομικό κλάδο εντάθηκε με τη μετοχή της ελβετικής τράπεζας Credit Suisse, η οποία διατηρεί σημαντική δραστηριότητα στις ΗΠΑ, να καταγράφει πτώση έως και 30% (έκλεισε στο -24%), ενώ η διαπραγμάτευσή της αναστάλθηκε ενδοσυνεδριακά.
Στο ταμπλό, ο βιομηχανικός Dow Jones χάνει άνω των 600 μονάδων ή 2% στις 31.490, ο ευρύτερος S&P 500 υποχωρεί κατά 1,85% στις 3.845 μονάδες και ο τεχνολογικά σταθμισμένος Nasdaq διολισθαίνει κατά 1,28% στις 11.280 μονάδες.
Από τις 30 μετοχές που απαρτίζουν τον Dow, 6 κινούνται ανοδικά με κέρδη κάτω του 1%, ενώ οι υπόλοιπες 24 είναι στο “κόκκινο” με την Boeing να βρίσκεται στον πυθμένα χάνοντας 6,4%, και από κοντά οι Caterpillar, JP Morgan και Chevron με βουτιά άνω του 5%. Σημαντικές απώλειες που ξεπερνούν το 4% καταγράφουν οι Goldman Sachs, Dow Inc, American Express και Travelers Cos.
Όσον αφορά τους τίτλους των μεγάλων αμερικανικών τραπεζών, η Citigroup βλέπει τη μετοχή της να χάνει άνω του 6%, η Wells Fargo βρίσκεται πέριξ του -5% και η Bank of America διολισθαίνει κατά 3%.
Οι περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ, που πήραν μια ανάσα οδηγώντας σε ανάκαμψη της αγοράς την Τρίτη, δέχονται σήμερα ισχυρές πιέσεις. O τίτλος της First Republic Bank κατρακυλά κατά 24% στον απόηχο της διπλής υποβάθμισής της. Ειδικότερα, η S&P Global υποβάθμισε σε “junk” την τράπεζα εν μέσω ανησυχιών ότι οι πελάτες της θα συνεχίσουν να αποσύρουν καταθέσεις από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της τράπεζας με έδρα την Καλιφόρνια μειώθηκε σε “BB+” από “Α-” και παραμένει σε καθεστώς επιτήρησης για πιθανή υποβάθμιση. Στο μεταξύ, και ο οίκος αξιολόγησης Fitch υποβάθμισε τη First Republic Bank, σε “BB” από “A-“, επικαλούμενη κινδύνους για τη χρηματοδότηση και τη ρευστότητα της τράπεζας.
Σημαντικές απώλειες και για τη Fifth Third Bancorp που χάνει 5,6%, ενώ η Old National Bancorp βρίσκεται στο -4,35% και η Zions Bancorp στο -3,2%.
Τις τελευταίες ημέρες, η διεθνής κρίση γύρω από τον χρηματοοικονομικό κλάδο είχε επικεντρωθεί σε περιφερειακές αμερικανικές τράπεζες, όπως η Silicon Valley Bank και η Signature Bank, οι οποίες κατέρρευσαν λόγω κακής διαχείρισης εκ μέρους των διοικήσεών τους, εν μέσω ενός περιβάλλοντος ταχείας αύξησης επιτοκίων το τελευταίο έτος από πλευράς της Federal Reserve.
Την Τετάρτη το πρωί, ωστόσο, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος πέρασε σε μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, με τη μετοχή της Credit Suisse να πέφτει σε νέο ιστορικό χαμηλό.
Ο μεγαλύτερος ιδιώτης μέτοχος του ομίλου Credit Suisse απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο να αιμοδοτήσει την ελβετική τράπεζα, επικαλούμενος ζητήματα ρυθμιστικού πλαισίου.
“Η απάντηση είναι ένα απόλυτο όχι, για πολλούς λόγους πέραν του απλούστερου, ότι υπάρχει ζήτημα ρυθμιστικού πλαισίου και καταστατικού καθώς η συμμετοχή μας θα υπερβεί το 10% (σ.σ. αυτή τη στιγμή το ποσοστό που κατέχει ανέρχεται σε 9,88%”, ανέφερε ο πρόεδρος του Δ.Σ. της Saudi National Bank, Ammar Al Khudairy, σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του πρακτορείου Bloomberg TV την Τετάρτη, όταν ρωτήθηκε για το κατά πόσον η τράπεζά του θα ήταν ανοικτή στο να βοηθήσει την Credit Suisse, εάν εκείνη προέβαινε σε αίτημα για παροχή ρευστότητας.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Credit Suisse, Axel Lehmann, δήλωσε σήμερα ότι η κρατική βοήθεια προς την τράπεζα “δεν είναι αναγκαία”. Μιλώντας σε συνέδριο του χρηματοπιστωτικού κλάδου στη Σαουδική Αραβία, ο Lehmann τόνισε ότι δεν είναι ακριβές να συγκριθούν τα προβλήματα της Credit Suisse με την πρόσφατη κατάρρευση της Silicon Valley Bank, κυρίως επειδή οι ρυθμιστικοί κανόνες που διέπουν τις δύο τράπεζες είναι διαφορετικοί. “Έχουμε ισχυρούς δείκτες κεφαλαίου, έναν ισχυρό ισολογισμό”, υπογράμμισε ο Lehman και πρόσθεσε πως “πήραμε ήδη το φάρμακο”, σημειώνοντας ότι η τράπεζα βρίσκεται σε καλό δρόμο όσον αφορά το πρόγραμμα αναδιάρθρωσής της.
Σύμφωνα με τους Financial Times, η Credit Suisse απηύθυνε αίτημα στην Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας για στήριξη μετά την κατάρρευση της μετοχής της (έως και τα 1,56 ελβετικά φράγκα) που πυροδότησε ένα ευρύτερο sell-off στις διεθνείς αγορές. Η Credit Suisse ζήτησε επίσης παρόμοια δήλωση από τη Finma, την ελβετική ρυθμιστική αρχή, ανέφεραν πηγές στους FT, αλλά κανένα από τα δύο ιδρύματα δεν έχει ακόμη αποφασίσει να παρέμβει δημοσίως.
ΗΠΑ: Απροσδόκητη μείωση τιμών παραγωγού τον Φεβρουάριο
Στα μακροοικονομικά στοιχεία της ημέρας, κατά 4,6% αυξήθηκαν οι τιμές παραγωγού τον Φεβρουάριο στις ΗΠΑ σε ετήσια βάση, έναντι προβλέψεων για αύξηση 5,4%, ενώ τον Ιανουάριο είχαν αυξηθεί κατά 5,7% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2022.
Σε μηνιαία βάση, ωστόσο, οι τιμές υποχώρησαν απροσδόκητα κατά 0,1%, έναντι διάμεσης πρόβλεψης για αύξησή τους κατά 0,3%. Τον Ιανουάριο είχαν αυξηθεί κατά 0,3% σε σχέση με τον Δεκέμβριο.
Ο δομικός δείκτης τιμών παραγωγού (που δεν συμπεριλαμβάνει τρόφιμα και ενέργεια) κινήθηκε ανοδικά σε ετήσια βάση κατά 4,4%, έναντι πρόβλεψης για 5,2%, ενώ τον προηγούμενο μήνα είχε διαμορφωθεί στο 5,4%.
Σε μηνιαία βάση, ο δομικός δείκτης έμεινε στάσιμος (0%), έναντι πρόβλεψης για αύξηση 0,4%. Τον προηγούμενο μήνα, είχε σημειώσει ήπια αύξηση 0,1% έναντι του Δεκεμβρίου του 2022.
Μηνιαία υποχώρηση 0,4% σημείωσαν εξάλλου οι λιανικές πωλήσεις στις ΗΠΑ τον Φεβρουάριο φτάνοντας τα 697,9 δισ. δολάρια λίγο χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις των αναλυτών.
Σε ετήσια βάση ωστόσο, οι λιανικές πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 5,4%. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία για το τρίμηνο που ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο αυξήθηκαν κατά 6,4% σε σύγκριση με πέρυσι.
Οι πωλήσεις λιανικού εμπορίου μειώθηκαν κατά 0,1% σε μηνιαία βάση, αλλά αυξήθηκαν κατά 4,0% σε ετήσια βάση.
Εν τω μεταξύ, οι υπηρεσίες τροφίμων και ποτών αυξήθηκαν κατά 15,3% σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο του 2022, ενώ τα καταστήματα γενικών εμπορευμάτων αυξήθηκαν κατά 10,5%.