Μπλεγμένη στις συμπληγάδες του ανασχηματισμού είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού για το 2025. Σύμφωνα με τον τακτικισμό της κυβέρνησης, θα ανακοινωθεί την ερχόμενη Παρασκευή 21 Μαρτίου κατά την προγραμματισμένη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου. Ωστόσο, οι καραμπόλες, οι αρνήσεις και οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για τους υπουργικούς θώκους επέφεραν την άρνηση εργασίας όλο αυτό το διάστημα, οπότε καθίσταται άγνωστος ο χρόνος της ανακοίνωσης των αυξήσεων στις κατώτατες αποδοχές (μισθός και ημερομίσθια αλλά και εισαγωγικός μισθός στο δημόσιο).
Εδώ όμως εισέρχεται ένα ζήτημα. Δεν γίνεται να υπάρξουν ανακοινώσεις στο τέλος Μαρτίου για αυξήσεις που θα ισχύσουν από την 1η Απριλίου. Ο λόγος είναι τα λογιστήρια των εργοδοτών που θα πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα ποσά.
Σημαδεμένη τράπουλα
Ποιο είναι όμως το ποσό της αύξησης του κατώτατου μισθού; Όπως έχει αποκαλύψει το Documento στο τελευταίο φύλλο του 2024, η αύξηση είχε κλειδώσει στα 40 ευρώ. Δηλαδή από 830 ευρώ που είναι σήμερα ο κατώτατος να αυξηθεί στα 870 ευρώ. Σύμφωνα με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, θα δίνονταν 40 ευρώ το 2025, άλλα τόσα το 2026 και άλλα τόσα το 2027. Συνεπώς ο κατώτατος μισθός, από τα 830 ευρώ σήμερα, από τον ερχόμενο Απρίλιο θα διαμορφωθεί στα 870 για να αυξηθεί τον Απρίλιο του 2026 στα 910 και να φτάσουμε τον Απρίλιο του 2027 στα 950 ευρώ κατώτατες αποδοχές (μισθοί και ημερομίσθια).
Υπό αυτή την απαράδεκτη εργαλειοποίηση της διαδικασίας της αύξησης, αφού ελλείπει παντελώς ο κοινωνικός διάλογος και οι κοινωνικοί φορείς απλώς καταθέτουν τις εκθέσεις τους για να μην ευτελιστεί η διαδικασία, φέτος απέχει η ΓΣΕΕ καταγγέλλοντας ακριβώς αυτές τις απαράδεκτες διαδικασίες. Παρ’ όλα αυτά, οι υπόλοιποι κοινωνικοί φορείς απέστειλαν εκθέσεις και η πιο αισιόδοξη είναι αυτή του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), που προτείνει αύξηση έως 871,5 ευρώ. Ωστόσο, στην κυβέρνηση αναζητούν σανίδα σωτηρίας μετά το πλήθος των δύο εκατομμυρίων που βρέθηκαν στους δρόμους της χώρας, διαμαρτυρόμενοι για συγκάλυψη στην τραγωδία των Τεμπών.
Υπό αυτό το πρίσμα, η αρμόδια υπουργός Νίκη Κεραμέως –σε αγαστή συνεργασία με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη– επεξεργάζεται σχέδιο ώστε να αυξηθεί ο μισθός στα 880 ευρώ (αντί 40 ευρώ που είχε προϋπολογιστεί στον κυβερνητικό σχεδιασμό, να αυξηθεί στα 50 ευρώ ανά μήνα). Αυτό, σύμφωνα με τους επικοινωνιολόγους του Μαξίμου, θα δώσει έναυσμα ώστε να θεωρηθεί ότι η κυβέρνηση τάσσεται υπέρ του κόσμου της μισθωτής εργασίας, που τόσο έχει πλήξει με τις αποφάσεις της, και ενάντια στους εργοδότες.
Οι διαβουλεύσεις
Στο παρασκήνιο όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο ΣΕΒ που τόσα έχει κερδίσει με το ελαστικό ωράριο Χατζηδάκη το 2021 (τζάμπα υπερωρίες με ρεπό για να μαζέψεις ελιές που μείωσαν τις αποδοχές κατά 20% ενός εκατομμυρίου μισθωτών που απασχολούνταν στη μεταποίηση) προβάλλει μηδενικές αντιστάσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι έχει εγκαταστήσει τον υπάλληλό του Ακη Σκέρτσο στις κυβερνήσεις Μητσοτάκη (υπουργός Επικρατείας τώρα), οπότε βρίσκεται έτσι και αλλιώς στο επίκεντρο των όποιων αποφάσεων.
Ωστόσο, οι άλλες δύο μεγάλες εργοδοτικές οργανώσεις, η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) και η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου & Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), έχουν σηκώσει τείχη άρνησης απειλώντας με πόλεμο μέχρις εσχάτων. Ο λόγος βέβαια είναι η ληστρική για τους μικρομεσαίους υπερφορολόγηση (κυρίως ο τεκμαρτός φόρος) που ήρθε να προστεθεί στην αύξηση του κόστους μέσω της ενέργειας και την κατακρήμνιση του τζίρου λόγω της αισχροκέρδειας.
Προβάλλοντάς το «ως εδώ και μη παρέκει», αφού είναι οι συνδικαλιστικές εργοδοτικές οργανώσεις που εκπροσωπούν κατά βάση τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, η οποία όμως αποτελεί περίπου το 95% των εργοδοτών της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό προς τούτο ότι τα Ινστιτούτα της ΓΣΕΒΕΕ, της ΕΣΕΕ και του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (δεν είναι ο ΣΕΒ) στις εκθέσεις τους δεν προτείνουν αυξήσεις, αλλά αναφέρουν ότι πρέπει η κυβέρνηση να λάβει μέτρα στήριξης ώστε οι επιχειρήσεις –και ειδικά όσες έχουν μικρό αριθμό εργαζομένων– να αντέξουν και να καταφέρουν να επωμιστούν το βάρος της όποιας αύξησης στις βασικές αποδοχές. Υπό αυτές τις παραδοχές, παραμένει κυρίαρχο το σενάριο των 40 ευρώ, πλην όμως η Ν. Κεραμέως, ακριβώς όπως οι υπόλοιποι υπουργοί, νοιάζεται περισσότερο για την καρέκλα της παρά για το τι συμβαίνει στην κοινωνία.
Στις καλένδες η ενίσχυση των κλαδικών συμβάσεων
Το τελευταίο διάστημα η Ν. Κεραμέως άφηνε να εννοηθεί στα συστημικά ΜΜΕ ότι παράλληλα με τις αυξήσεις των κατώτατων αποδοχών θα κατατεθεί το νομοσχέδιο με αλλαγές στο καθεστώς των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Είναι η μεγάλη κοροϊδία των μισθωτών. Αρκεί να αναφέρουμε ότι το 2024 (στοιχεία δεκαμήνου) είχαν υπογραφεί 205 επιχειρησιακές συμβάσεις, οι οποίες όμως, εκτός του ότι καλύπτουν ένα ποσοστό εργαζομένων κάτω από 1%, δεν δίνουν αυξήσεις μεγαλύτερες του 2% πάνω από τον κατώτατο μισθό. Σε κάθε περίπτωση ο κατώτατος μισθός αφορά περί τις 600.000 μισθωτούς, εκ των οποίων περίπου το 60% είναι πλήρους απασχόλησης.