Αποκαλυπτική έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Στο επίκεντρο των πιέσεων βρίσκεται η ακρίβεια, η οποία συνεχίζει να καλπάζει
Ιδιαίτερα δύσκολη παραμένει η οικονομική κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών, με την πλειονότητα να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις στην κάλυψη των αναγκών του. Παρότι καταγράφεται μια συγκρατημένη βελτίωση σε σχέση με το 2023, η ακρίβεια συνεχίζει να αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την οικονομική σταθερότητα των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών 2024, το 60% των νοικοκυριών δηλώνει ότι το εισόδημά του δεν επαρκεί για όλον το μήνα, αλλά μόλις για 19 ημέρες, κατά μέσο όρο. Η αδυναμία αποταμίευσης παραμένει ιδιαίτερα υψηλή, καθώς το 81,6% δεν καταφέρνει να αποταμιεύσει, ενώ πάνω από τα μισά νοικοκυριά δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν σε ένα έκτακτο έξοδο της τάξης των 500 ευρώ. Την ίδια στιγμή το 11,7% των νοικοκυριών ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, αδυνατώντας να καλύψει ακόμα και τις βασικές του ανάγκες.
Οι οικονομικές πιέσεις είναι εντονότερες για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, με τις πιο ευάλωτες ομάδες να δέχονται τις μεγαλύτερες επιβαρύνσεις. Στο επίκεντρο των οικονομικών πιέσεων βρίσκεται η ακρίβεια, η οποία συνεχίζει να πλήττει σχεδόν όλα τα νοικοκυριά. Οι αυξήσεις στα τρόφιμα επηρεάζουν το 72,4% των πολιτών σε τέτοιο βαθμό, ώστε να περιορίζουν δαπάνες για άλλες ανάγκες, ενώ οι δαπάνες για λογαριασμούς σπιτιού και είδη διατροφής έχουν αυξηθεί για πάνω από το 60% των νοικοκυριών. Αντίθετα, οι πολίτες μειώνουν τις εξόδους τους για ψυχαγωγία (41,9%) και για αγορές ένδυσης-υπόδησης (39,2%). Ταυτόχρονα, η πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες δυσκολεύει, με διαρκώς αυξανόμενο αριθμό νοικοκυριών να καθυστερεί ή να αδυνατεί να καλύψει ιατρικά έξοδα, λογαριασμούς ρεύματος, θέρμανσης και εκπαίδευσης.
Δυσαρέσκεια
Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την εταιρία MARC σε δείγμα 1.201 νοικοκυριών, καταρρίπτει και το κυβερνητικό αφήγημα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, καθώς η πολιτική της αξιολογείται ακόμα πιο αρνητικά από προηγούμενες χρονιές, γεγονός που αντανακλά τη συνεχή δυσαρέσκεια των πολιτών. Συγκεκριμένα, η συντριπτική πλειονότητα των νοικοκυριών αξιολογεί τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας ως ανεπαρκή (61%) ή μάλλον ανεπαρκή (25,8%), με τη μεγαλύτερη αρνητική μεταβολή αξιολόγησης της κυβέρνησης να εντοπίζεται στα ετήσια οικογενειακά εισοδήματα που ξεπερνούν τα 30.000 ευρώ.
Ο μισθός αποτελεί τη μοναδική ή κυρίαρχη πηγή εισοδήματος για πάνω από τα μισά νοικοκυριά, ενώ το 39,5% δεν έχει καμία επιπλέον πηγή χρημάτων. Ειδικά οι αυτοαπασχολούμενοι/ες και οι μικροεπιχειρηματίες βρίσκονται σε ολοένα και δυσμενέστερη θέση: το 53,3% των νοικοκυριών που εξαρτώνται από επιχειρηματικά έσοδα δηλώνει ότι το εισόδημά του δεν επαρκεί μέχρι το τέλος του μήνα, ποσοστό που αυξήθηκε δραματικά, από 42,8% το 2023. Επιπλέον, το 47,8% των νοικοκυριών που βασίζονται σε επιχειρηματικά κέρδη έχει ετήσιο εισόδημα έως 18.000 ευρώ, γεγονός που υποδηλώνει τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο μικρομεσαίος επιχειρηματικός κόσμος.
Παράλληλα, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο σημειώνουν εκρηκτική αύξηση στο σύνολο των νοικοκυριών (28,9%), ενώ το 16% φοβάται πως μπορεί να χάσει την κατοικία του λόγω αδυναμίας πληρωμής δανείων ή άλλων υποχρεώσεων. Όπως αναφέρει το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, η εικόνα που προκύπτει είναι εκείνη μιας κοινωνίας που εξακολουθεί να βρίσκεται υπό έντονη οικονομική πίεση, με τους περισσότερους πολίτες να δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις καθημερινές τους ανάγκες, γεγονός που καθιστά επιτακτική τη δρομολόγηση ουσιαστικών παρεμβάσεων.
Δημοσιεύεται στη «δημοκρατία»