Και γενικότερα, ση νέα έκθεση του διεθνούς οργανισμού, τα αποτελέσματα της ρωσικής οικονομίας εμφανίζονται βελτιωμένα σε σύγκριση με την προηγούμενη έκθεσή του για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας σε όλα τα επίπεδα.
Για παράδειγμα, αναφέρει το ΔΝΤ, ενώ για το 2022, χρονιά κατά την οποία άρχισε ο πόλεμος, αναμενόταν ισχυρή συρρίκνωση του ΑΕΠ της Ρωσίας κατά 6%, τελικά η χρονιά έκλεισε με ύφεση 2,1%.
Για το 2023, η κατάσταση εμφανίζεται ακόμη καλύτερη: τον περασμένο Οκτώβριο το ΔΝΤ προέβλεπε ύφεση 2,3% αλλά τον Ιανουάριο αναθεώρησε ανοδικά την προβλεψή του, προβλέποντας οριακή ανάπτυξη, της τάξης του 0,3%. Τώρα, όμως στην έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα με την ευκαιρία των εαρινών συνόδων του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, προέβλεψε ότι η ανάπτυξη του ΑΕΠ της Ρωσίας θα ανέλθει στο 0,7% φέτος, παρά τις κυρώσεις.
«Η Ρωσία κατάφερε να διατηρήσει την ορμή (σ.σ. του 2022) εφαρμόζοντας ισχυρά δημοσιονομικά μέτρα την περασμένη χρονιά, που αναμένουμε ότι θα συνεχιστούν και φέτος», εξήγησε ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Πιερ-Ολιβιέ Γκουρενσά σε τηλεφωνική συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στο Reuters.
«Πιστεύω ότι η Ρωσία χρησιμοποίησε τον δημοσιονομικό χώρο που διέθετε ώστε να στηρίξει την οικονομία της. Όμως ένα σημαντικό μέρος αυτών των δαπανών είναι στην πραγματικότητα στρατιωτικές δαπάνες», είπε η Πέτια Κόεβα Μπρουκς, αναπληρώτρια διευθύντρια του τμήματος ερευνών του ΔΝΤ.
Τι γίνεται με τις εξαγωγές πετρελαίου
Αντίστοιχα και οι εξαγωγές πετρελαίου και πετρελαιοειδών της Ρωσίας κατά κρατούν, παρά τις κυρώσεις και το πλαφόν ανώτατης τιμής τις οποίες έχει επιβάλλει η Δύση.
Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές αργού πετρελαίου της Ρωσίας δια θαλάσσης παραμένουν σταθερά πάνω από τα 3 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα εδώ και αρκετές εβδομάδες, ανεπηρέαστες από την έναρξη ισχύος της απαγόρευσης της ΕΕ για τις εισαγωγές καυσίμων από τη Ρωσία αλλά και την ανακοίνωση της Μόσχας ότι θα μειώσει την παραγωγή της κατά 500.000 βαρέλια την ημέρα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία παρακολούθησης δεξαμενόπλοιων που συγκεντρώνει το Bloomberg, μόνο το μήνα Δεκέμβριο όταν ισχυρές καταιγίδες επηρέασαν τις φορτώσεις πετρελαίου στα ρωσικά λιμάνια, και ξανά την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου, μετά τις ανακοινώσεις της Ρωσίας ότι περιέκοψε περαιτέρω την παραγωγή της κατά 700.000 βαρέλια την ημέρα, υπήρξε σημαντική μείωση στις αποστολές ρωσικού αργού δια θαλάσσης, στα 2,89 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες, όπως και τις προηγούμενες, το μεγαλύτερο μέρος των ρωσικών εξαγωγών αργού πετρελαίου ξεκινούν για την Κίνα, την Ινδία ή «άγνωστους προορισμούς» στην Ασία, κάτι που δείχνει ότι τα ρωσικά φορτία αργού καταλήγουν σε έναν από τους δύο μεγάλους εισαγωγείς της Ασίας και στα διυλιστήριά τους.
Η Ρωσία ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής αργού πετρελαίου στην Κίνα τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, ξεπερνώντας τη Σαουδική Αραβία, η οποία ήταν ο νούμερο ένα προμηθευτής πετρελαίου στην Κίνα πέρυσι.
Η Ρωσία παρέμεινε ο κορυφαίος προμηθευτής πετρελαίου της Ινδίας για πέμπτο συνεχόμενο μήνα τον Φεβρουάριο, ξεπερνώντας το Ιράκ και τη Σαουδική Αραβία, τους παραδοσιακούς προμηθευτές της Ινδίας από τη Μέση Ανατολή.
Ξεκίνησαν οι εξαγωγές καυσίμων σιδηροδρομικώς
Τέλος να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με αποκλειστικό δημοσίευμα του Reuters, η Ρωσία ξεκίνησε για πρώτη φορά φέτος τις εξαγωγές καυσίμων σιδηροδρομικώς προς το Ιράν,
προμηθεύοντας τη χώρα με 30.000 τόνους βενζίνης και ντίζελ το Φεβρουάριο και το Μάρτιο.
Όλοι οι όγκοι παραδόθηκαν σιδηροδρομικώς από τη Ρωσία μέσω Καζακστάν και Τουρκμενιστάν, ανέφεραν πηγές με γνώση των αποστολών στο πρακτορείο.
Το Ιράν είναι παραγωγός πετρελαίου και έχει τα δικά του διυλιστήρια, αλλά πρόσφατα η κατανάλωσή του ξεπέρασε την εγχώρια παραγωγή καυσίμων, ειδικά στις βόρειες επαρχίες του, ανέφεραν έμποροι της αγοράς προϊόντων πετρελαίου της Κεντρικής Ασίας.
Είναι γνωστό από καιρό ότι Ρωσία και Ιράν ως χώρες που υφίστανται και οι δύο κυρώσεις από τη Δύση, τρέφουν αμοιβαίο ενδιαφέρον για τη μεταφορά και τις εξαγωγές πετρελαίου, ντίζελ και βενζίνη σιδηροδρομικώς στις αγορές της Ασίας, επειδή οι εξαγωγές δια θαλάσσης αντιμετωπίζουν υψηλούς ναύλους και ειδικά στην περίπτωση των ρωσικών προϊόντων την επιβολή του πλαφόν στην τιμή από τις χώρες της G7 και ιδίως η Ρωσία επενδύει στις μεταξύ τους σιδηροδρομικές υποδομές.