Όλη η παγκόσμια οικονομία, μαζί της και η Ελλάδα, πέρασε μια ταραχώδη τριετία. Από την έκρηξη της πανδημίας και τα περιοριστικά μέτρα στις αρχές του 2020, μέχρι τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την εκτίναξη των τιμών ενέργειας, ολόκληρος ο κόσμος γνώριζε έντονες διαταραχές, κάποιες από τις οποίες θα συνεχίσουν να υφίστανται για αρκετό διάστημα.
Αξίζει, λοιπόν, να επιχειρήσει κανείς έναν πρόχειρο απολογισμό συγκρίνοντας κάποια βασικά οικονομικά μεγέθη του 2019 και του 2023, ώστε να εκτιμήσει τις μέχρι τώρα συνέπειες αυτών των διαταραχών και τις προκλήσεις του τρέχοντος έτους αλλά και των επόμενων.
Ας ξεκινήσουμε από τα πιο ουσιαστικά μεγέθη: το εισόδημα, την απασχόληση και την ανεργία. Το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας μας, σε σταθερές τιμές 2015, ήταν 183,8 δισ. το 2019 και έχει φτάσει στα 193,1 δισ., μεταβολή που ισοδυναμεί με αύξηση κατά 4,5%. Η συνολική απασχόληση, από 3,9 εκατ. στο δ’ τρίμηνο του 2019 αυξήθηκε σε 4,1 εκατ. το δ’ τρίμηνο του 2022 (αύξηση 6%), ενώ στην ίδια περίοδο το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε από 17,3% σε 12,4%. Επομένως, μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι η οικονομική εικόνα της χώρας είναι βελτιωμένη παρά τις αντιξοότητες που πέρασε.
Υπάρχει, όμως, και η άλλη πλευρά. Ο γενικός δείκτης τιμών από 102,2 τον Δεκέμβριο του 2019 έφτασε στο 112,5 τον Δεκέμβριο του 2022 (αύξηση 10,1%), ενώ στο ίδιο διάστημα οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων έχουν αυξηθεί από 1,4% σε 4,1%. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είχε έλλειμμα 1,5% του ΑΕΠ το 2019 και το 2022 αναμένεται να κλείσει κοντά στο 10% του ΑΕΠ. Το πρωτογενές αποτέλεσμα, που ήταν πλεονασματικό (κοντά στο 3,5% του ΑΕΠ) το 2019, μετά από μια σοβαρή επιδείνωση σε έλλειμμα 7% και 5% το 2020 και το 2021, αναμένεται να κλείσει με έλλειμμα κοντά στο 1% του ΑΕΠ το 2022.
Συνεπώς, μπορούμε εξίσου εύκολα να διαπιστώσουμε ότι η βελτιωμένη εικόνα εμπεριέχει πολλές μακροοικονομικές ανισορροπίες, οι οποίες θέτουν σοβαρές προκλήσεις για το επόμενο διάστημα. Αν δεν ληφθούν σοβαρά υπόψη και περιοριστεί η συζήτηση στις θετικές πλευρές, τα πράγματα ενδέχεται να γίνουν δυσκολότερα.
Το ζήτημα είναι πως οι οικονομικές αποφάσεις έχουν πάντα και μια πολιτική διάσταση. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται από εκλεγμένους πολιτικούς, αλλά κυρίως στο γεγονός πως έχουν αναδιανεμητικές επιπτώσεις, κάποιοι απολαμβάνουν τα οφέλη και κάποιοι επιβαρύνονται με τα κόστη. Έχει, λοιπόν, ενδιαφέρον να δούμε τα διλήμματα που θέτουν οι παραπάνω προκλήσεις υπό αυτό το πρίσμα.
Η πρώτη πρόκληση είναι ο πληθωρισμός και τα υψηλά επιτόκια. Ο πληθωρισμός είναι σοβαρό πρόβλημα για πολλούς ιδιώτες και, σε συνδυασμό με τα αυξημένα επιτόκια, γίνεται ακόμα σοβαρότερο για όσους αποπληρώνουν δάνεια. Αντίθετα, για τον κρατικό προϋπολογισμό, ο πληθωρισμός αυξάνει τα έσοδα και μειώνει τον λόγο Χρέος/ΑΕΠ, ενώ οι αυξήσεις των επιτοκίων δεν επιβαρύνουν σημαντικά το ελληνικό δημόσιο χρέος, αφού το μεγαλύτερο μέρος του είναι σε σταθερά επιτόκια. Αυτή η ασυμμετρία στις πληθωριστικές επιπτώσεις θέτει διλήμματα στον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής. Θα πρέπει το κράτος να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές, ώστε να αντισταθμίσει τις πληθωριστικές αυξήσεις προς όφελος των καταναλωτών, ή μήπως θα πρέπει να διατηρήσει τα αυξημένα έσοδα, ώστε να τα χρησιμοποιήσει για τη στοχευμένη εισοδηματική στήριξη εκείνων που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη; Κι ακόμα, θα πρέπει η όποια στήριξη να εξαντλείται σε φορολογικές και επιδοματικές παρεμβάσεις ή μήπως το κράτος θα πρέπει να προχωρήσει σε ισχυρότερες παρεμβάσεις στις αγορές, ελέγχους τιμών και ουσιαστική ενίσχυση των υπηρεσιών του κράτους πρόνοιας;
Η δεύτερη πρόκληση είναι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ας σημειωθεί κατ’ αρχάς ότι παρά τα όσα ακούγονται, οι εξαγωγές δεν αυξήθηκαν ιδιαίτερα σε πραγματικούς όρους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σε σταθερές τιμές 2015 έφταναν τα 70 δισ. το 2019 και αυξήθηκαν στα 71,6 δισ. το 2022. Αντίθετα, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών από 71,3 δισ. το 2019 εκτινάχθηκαν στα 85,8 δισ. το 2022.
Ως συνήθως, το πρόβλημα παραπέμπει στην ανταγωνιστικότητα των εγχώριων αγαθών και υπηρεσιών και στους τρόπους ενίσχυσής της. Θα πρέπει να συγκρατήσουμε τις μισθολογικές αυξήσεις ή μήπως θα πρέπει να στραφούμε σε πολιτικές ενίσχυσης της παραγωγικότητας; Θα πρέπει να επιμείνουμε στον τουρισμό ή να εξετάσουμε τη στήριξη και την ανάπτυξη δυναμικών κλάδων με εξαγωγικό προσανατολισμό;
Τέλος, η τρίτη πρόκληση είναι η προσαρμογή στο δημοσιονομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο θα επανέλθει μεταβατικά από το 2024 και οριστικά από το 2025. Ποια θα είναι η συνεισφορά της χώρας μας στην υπό εξέλιξη ευρωπαϊκή συζήτηση; Θα περιοριστεί στον συνήθη ρόλο του φτωχού συγγενή ζητώντας την εξαίρεση της μίας ή της άλλης κατηγορίας δαπανών, διεκδικώντας ουσιαστικά διευκολύνσεις και προνομιακή μεταχείριση, ή, αντίθετα, θα επιδιώξει την επαναφορά της δημοσιονομικής σταθερότητας που πέτυχε με πολλές θυσίες και τον συνδυασμό της με δικαιότερη κατανομή του βάρους μεταξύ των πολιτών της;
Προφανώς δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα.
Πρέπει, ωστόσο, να τεθούν και να συζητηθούν αναλυτικά και τεκμηριωμένα, ώστε να μη βρεθούμε για πολλοστή φορά προ εκπλήξεων.
Η Βαρβάκειος αγορά στην Αθήνα. Ο πληθωρισμός πλήττει τους πολίτες (ως καταναλωτές ή ως δανειολήπτες), αλλά αυξάνει τα κρατικά έσοδα και μειώνει τον λόγο Χρέος/ΑΕΠ. Αυτή η ασυμμετρία στις πληθωριστικές επιπτώσεις θέτει διλήμματα στον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής.
*Ο κ. Φραγκίσκος Κουτεντάκης είναι Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Επίκουρος καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης. Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (Οκτώβριος 2015 – Μάρτιος 2018).