Το μεγάλο φιλέτο από τους πλειστηριασμούς το ξεκοκαλίζουν τα funds !
Για αυτό έχουν καταδικάσει δύο φορές το Λαφαζάνη για παρεμπόδιση πλειστηριασμών σε 19 μήνες και 9 μήνες φυλάκιση !
Ν.Ζ.
Την κρυμμένη αξία των ακινήτων που βρίσκονται στην κατοχή τους κυρίως –αλλά όχι μόνον– από τις ανακτήσεις επί μη εξυπηρετούμενων δανείων φαίνεται πως ανακαλύπτουν οι τράπεζες, προσαρμόζοντας τη στρατηγική τους προς μια πιο ενεργή διαχείριση του επίμαχου χαρτοφυλακίου.
Παρά το γεγονός ότι η εγχώρια αγορά ακινήτων παρέμεινε ισχυρή τόσο το 2023 όσο και το α’ πρώτο τρίμηνο του 2024, εντούτοις οι τιμές δεν έχουν ανακάμψει πλήρως στα επίπεδα που είχαν καταγραφεί πριν από την κρίση δημόσιου χρέους της τελευταίας 10ετίας. Συγκεκριμένα, μέχρι το α’ τρίμηνο του 2024 οι ονομαστικές τιμές των κατοικιών παρέμειναν κατά 4% κάτω από την κορύφωσή τους το γ’ τρίμηνο του 2008, ανακάμπτοντας σωρευτικά κατά περίπου 66,4% από το κατώτατο σημείο τους το γ’ τρίμηνο του 2017. Οι αντίστοιχοι δείκτες για τις τιμές γραφείων και καταστημάτων λιανικής πώλησης είναι σήμερα 9,4% και 3,2% χαμηλότεροι από τις υψηλότερες τιμές που καταγράφηκαν το 2010.
Οι προοπτικές περαιτέρω ανόδου της αγοράς έχουν κινητοποιήσει τις τράπεζες, οι οποίες προσδοκούν να εγγράψουν υπεραξίες από την πιο ενεργή διαχείριση των ακινήτων τους.
Προς επίρρωση, η Eurobank, στους κόλπους της οποίας ενσωματώθηκε πριν από σχεδόν μία πενταετία η Grivalia, έχει ταξινομήσει σταδιακά ως κατεχόμενα προς πώληση συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια ακινήτων (ανακτηθέντα από πλειστηριασμούς, επενδυτικά και ιδιοχρησιμοποιούμενα), συνολικής υπολειπόμενης λογιστικής αξίας περίπου 35 εκατ. ευρώ. “Η δέσμευση του Ομίλου για το σχέδιο πώλησης των εν λόγω ακινήτων παραμένει ενεργή, εκποιώντας τα σταδιακά και πραγματοποιώντας όλες τις απαραίτητες ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση”, τονίζεται χαρακτηριστικά στις οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας για το α’ εξάμηνο του 2024.
Όσον αφορά στο χαρτοφυλάκιο των εμπορικών της ακινήτων, αυτό αποτελείται από 246 ακίνητα, εκ των οποίων 60 αφορούν σε χώρους γραφείων, 81 σε χώρους καταστημάτων, 32 σε πολυχώρους και σουπερμάρκετ, 22 σε εγκαταστάσεις logistics, 25 σε ακίνητα μεικτής χρήσης και 26 σε ακίνητα ειδικής χρήσης. Η συνολική λογιστική του αξία ανέρχεται σε πάνω από 1,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 442 εκατ. ευρώ προέρχονται μόνο από τους γραφειακούς χώρους που αντιστοιχούν στο 34% της συνολικής λογιστικής αξίας του χαρτοφυλακίου. Σε ετήσιο επίπεδο, τα μισθώματα που συγκεντρώνει η τράπεζα από τα επενδυτικά της ακίνητα ανέρχονται σε 91 εκατ. ευρώ, με την ετήσια απόδοση των μισθωμένων ακινήτων να διαμορφώνεται το α’ εξάμηνο του 2024 σε 7,4%.
Σε στρατηγική προτεραιότητα έχει αναγάγει από την πλευρά της η Alpha Bank την επιτυχή διαχείριση των ακινήτων της. Στο πλαίσιο αυτό, προχώρησε στις αρχές του 2024 στην επικαιροποίηση της πολιτικής διαχείρισης και αποτίμησης ακινήτων, ενώ παράλληλα έχει δημιουργήσει ιστοσελίδα, προκειμένου να διατίθενται τα μη ιδιοχρησιμοποιούμενα και ανακτηθέντα ακίνητα, με σκοπό την αποτελεσματικότερη προώθησή τους. Μέσω της επίμαχης ιστοσελίδας ως βασικό σημείο πρώτης επαφής µε τα ενδιαφερόμενα μέρη, η Alpha Real Estate Services Α.Ε. κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2024 κατάφερε να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία που αντιπροσωπεύουν λογιστική αξία περίπου εννέα εκατ. ευρώ στην Ελλάδα και πέντε εκατ. ευρώ στην Κύπρο και SEE (εξαιρουμένων των πωλήσεων της συναλλαγής Skyline), πετυχαίνοντας τις στοχευμένες τιμές πώλησης.
“Οι προβλέψεις μας δείχνουν ότι το έντονο ενδιαφέρον για την αγορά ακινήτων θα συνεχιστεί και το 2025, αναγνωρίζουμε, ωστόσο, ότι το νομικό πλαίσιο για τις πωλήσεις ακινήτων (μεταβίβαση κυριότητας) παραμένει δύσκολο, αν και βελτιώνεται τα τελευταία χρόνια, με εξελίξεις όπως η διείσδυση του κτηματολογίου και η πλατφόρμα e-property από την ΑΑΔΕ για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των πωλήσεων”, τονίζεται χαρακτηριστικά στις οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας.
Από το τέλος του 2023, ο Όμιλος έχει αναταξινομήσει σημαντικό μέρος της ακίνητης περιουσίας του ως επενδυτικά ακίνητα. Στα τέλη του περασμένου Ιουνίου η αξία του επενδυτικού χαρτοφυλακίου ακινήτων ανερχόταν σε 285 εκατ. ευρώ. “Εμπορικά ακίνητα που βρίσκονται σε μισθωτήρια συμβόλαια ή με δυνατότητα αποκόμισης υπεραξιών λόγω ενεργειών διαχείρισης και εμπορικής χρήσης ταξινομούνται ως επενδυτικά ακίνητα”, επισημαίνεται και προστίθεται: “Οι προβλέψεις µας είναι ότι το 2025 θα εξακολουθήσει να υπάρχει έντονο ενδιαφέρον στην αγορά. Τα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με τις τεχνικές ιδιαιτερότητες της εγχώριας αγοράς, συνεχίζουν να στηρίζουν μια ευνοϊκή πορεία για τα ακίνητα μεσοπρόθεσμα”.
Στα 450 εκατ. ευρώ ανερχόταν στα τέλη του περασμένου έτους η αξία των περιουσιακών στοιχείων (σ.σ.: κυρίως ακίνητα) που είχαν περιέλθει στην κατοχή της Εθνικής Τράπεζας ως αποτέλεσμα ανάκτησης εξασφαλίσεων, με την τράπεζα να τρέχει ειδική πλατφόρμα προς διάθεση αυτών, ενώ, παράλληλα, έχει ήδη έρθει σε συμφωνία με την Prodea για την αγορά ακινήτων, τα οποία στο παρελθόν μίσθωνε. Την ίδια στιγμή, τον περασμένο Αύγουστο ολοκλήρωσε την απόκτηση του 100% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Greco Yota Property Investments S.M.S.A., η οποία ήταν ο ιδιοκτήτης του κτιρίου επί της οδού Πειραιώς 74, με το κόστος της συναλλαγής να ανέρχεται στα 30 εκατ. ευρώ.
Τέλος, οι διαδοχικές συνεργασίες της Τράπεζας Πειραιώς με μεγάλους “παίκτες” της αγοράς, όπως οι Dimand, Resolute και Brook Lane, αποδεικνύει την πρόθεση της διοίκησης να εστιάσει πιο ενεργά στο real estate. Το α’ εξάμηνο του 2024 η τράπεζα κατηγοριοποίησε ως διακρατούμενα προς πώληση των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων της Ianos Properties και Λυκούργος Properties, σε συνέχεια της δέσμευσης για πώληση του πλειοψηφικού μεριδίου και στις δύο εταιρείες, συναλλαγή που αναμένεται να ολοκληρωθεί στο δ’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Παράλληλα, η Τράπεζα Πειραιώς συμμετείχε στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Trastor, συνολικού ποσού 75 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής της σε περίπου 98%, ενώ στις αρχές του περασμένου Μαρτίου η Trastor απέκτησε το 100% των μετοχών των εταιρειών Φινέας Κτηματική και Σόλων Κτηματική, έναντι συνολικού ποσού 19 εκατ. ευρώ (επτά εκατ. ευρώ και 12 εκατ. ευρώ αντίστοιχα), με αποτέλεσμα αμφότερες να είναι πλέον θυγατρικές της τράπεζας.