Το «Δαχτυλίδι του Μίνωα», θεωρείται ένα από τα καλύτερα δείγματα της κρητομυκηναϊκής σφραγιδικής και κοσμεί σήμερα το Αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου στην προθήκη με τα δαχτυλίδια.
Είναι τόσο εντυπωσιακό που πολλοί γνωστοί αρχαιολόγοι, στην αρχή, πίστεψαν πως δεν είναι αληθινό, όμως το περίφημο δαχτυλίδι του Μίνωα, ένα από τα μεγαλύτερα και σπανιότερα χρυσά σφραγιστικά στον κόσμο, είναι τόσο γνήσιο όσο και ο Μινωικός Πολιτισμός που κατάφερε να δημιουργήσει ανεπανάληπτης ομορφιάς αντικείμενα.
Στην επιφάνεια του φέρει σύνθετη θρησκευτική παράσταση, που απεικονίζει μορφές της κρητομυκηναϊκής θεματολογίας, δηλαδή δεντρολατρεία με καθιστή θεά, ουρανό, γη και θάλασσα αλλά κι ένα ιερό πλοίο που έχει μορφή ιππόκαμπου.
Το εν λόγω κόσμημα , που ο Εβανς βάφτισε δαχτυλίδι του Μίνωα, απασχόλησε ευρύτερα την αρχαιολογική έρευνα. Τα πρώτα χρόνια ανεύρεσης του πολλοί ερευνητές δεν ήταν σίγουροι για τη γνησιότητά του, κυρίως εξαιτίας της εικονογραφίας του.
Όμως όσο περνούσαν τα χρόνια ήρθαν στο φως άλλα ευρήματα που είχαν πολλές συγγένειες με τις παραστάσεις του συγκεκριμένου δαχτυλιδιού κι έτσι άρχισε να αποκρυσταλώνεται η εικόνα της γνησιότητας του.
Ποια είναι όμως η ιστορία αυτού του εκπληκτικού δαχτυλιδιού, που βρέθηκε πολύ παλιά για να χαθεί στη συνέχεια και να ξαναβρεθεί χτισμένο σ ένα τζάκι, μέσα σε ένα βαζάκι;
Tο περίφημο δαχτυλίδι, βρήκε λοιπόν πρώτη φορά, το 1928, ένα μικρό αγόρι, ο Μιχάλης Εμμ. Παπαδάκης, κοντά σε τάφο ιερού στην Kνωσό. Ο πατέρας του το παρέδωσε στον ιερέα του χωριού, Νικόλαο Πολάκη, (υπάρχει μια εκδοχή πως ο παπά Πολάκης αγόρασε το δαχτυλίδι μετά από πολλές προσπάθειες από την οικογένεια Παπαδάκη για να το μεταπουλήσει έναντι εξωφρενικού ποσού στον Έβανς).
Το σίγουρο είναι πάντως πως ο Νικόλαος Πολάκης επιχείρησε να πουλήσει το δαχτυλίδι στον ανασκαφέα της Κνωσού, ο οποίος με τέτοια τιμή που ζητούσε δεν μπορούσε να το αγοράσει αλλά έφτιαξε δύο αντίγραφα, από χρυσό και ήλεκτρο, που βρίσκονται στο μουσείο της Oξφόρδης.
O παπά-Πολάκης, πήγε μερικά χρόνια μετά, το 1933 ή 1934 στο Mουσείο του Hρακλείου, όπου υπηρετούσαν οι διαπρεπείς αρχαιολόγοι Nικόλαος Πλάτωνος και Σπύρος Mαρινάτος.
O πρώτος το θεώρησε γνήσιο και πρότεινε να το κρατήσουν ενώ ο Mαρινάτος το απέρριψε ως κίβδηλο.
Λόγω της διαφωνίας του, το δαχτυλίδι επιστράφηκε στον ιερέα, όμως και ο Πλάτωνος, κράτησε ένα αντίγραφο σε πλαστελίνη, το οποίο βρέθηκε στο προσωπικό του αρχείο.
Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν ο Nικόλαος Πλάτωνος ενδιαφέρθηκε ξανά για το δαχτυλίδι, ο ιερέας, είπε ότι το είχε δώσει στη σύζυγο του για να το φυλάξει και εκείνη το έχασε.
Από τότε, κανείς δεν ξαναείδε το μοναδικό αυτό δαχτυλίδι ενώ πολλοί αρχαιολόγοι έγραψαν μελέτες για αυτό, με βάση τα αντίγραφα που είχαν διασωθεί.
Tελικά το δαχτυλίδι του Mίνωα δεν είχε χαθεί και παραδόθηκε στο Mουσείο από τον κληρονόμο του παπα-Πολάκη, Γ. Καζαντζή, συνταξιούχο αστυνομικό που διαμένει στην Aθήνα.
Ο ίδιος είχε δηλώσει τότε πως είχε μεν ακούσει οικογενειακές ιστορίες για το χαμένο δαχτυλίδι αλλά δεν πίστευε ότι θα το έβρισκε τυχαία ανακαινίζοντας το σπίτι που κληρονόμησε.
Η πρώτη του κίνηση δεν ήταν πάντως να το παραδώσει στο Μουσείο Ηρακλείου αλλά να ειδοποιήσει φίλο του που γνώριζε τον τότε υπουργό Πολιτισμού Ε. Βενιζέλο, ο οποίος και τους παρέπεμψε στην αρχαιολογική υπηρεσία όπου και τελικά παρεδόθη.
Για την ιστορία να πούμε πως η αγοραία αξία του εκτιμήθηκε στις 400.000 ευρώ , τιμή που ωστόσο διευκρινίστηκε πως δεν αφορά στην επιστημονική αξία του αντικειμένου που είναι τεράστια.