«Οι αμμόλοφοι μπροστά στη θάλασσα, το δροσερό ξημέρωμα και τα κορμιά γυμνά μπροστά στα πρώτα κύματα, μαύρα ακόμα και πικρά. Το νερό σού πέφτει βαρύ στις πλάτες. Το σώμα βυθίζεται εκεί και τρέχει στην παραλία με τις πρώτες αχτίνες του ήλιου.
Όλα τα καλοκαιρινά πρωινά στις ακρογιαλιές μοιάζουν με τα πρώτα πρωινά του κόσμου. Κάθε καλοκαιριάτικο σούρουπο είναι σαν ένα πρόσωπο επίσημης συντέλειας του κόσμου», καταγράφει ο Αλμπέρ Καμύ (1913-1960) στα «Σημειωματάρια, Μάιος 1935-Φεβρουάριος 1942, βιβλίο πρώτο» (εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Νίκη Καρακίτσου- Dougé, Μαρία Κασαμπαλόγλου-Roblin).
Είτε μιλάει για την Ελλάδα είτε για τη νότια Γαλλία είτε για την πατρίδα του την Αλγερία, ο Καμύ έχει μέσα σε λίγες προτάσεις συμπυκνώσει απολύτως αρχετυπικά το νόημα του καλοκαιριού στη ζωή μας: μια πλήρης αναγέννηση και ανανέωση. Ιδίως όταν το σκηνικό εκτυλίσσεται κάπου στη δική του Μεσόγειο, είναι εικόνα γνώριμη και προσπελάσιμη που δεν την αγγίζει το πέρασμα του χρόνου.
Το «κάψιμο» του χειμώνα που έφυγε, κάτω από τον ολόλαμπρο ήλιο, το γιάτρεμα της θάλασσας με το ξέπλυμα του σώματος με το αλμυρό νερό και το ιαματικό αλάτι που θρέφει τις «πληγές», ορατές και αόρατες, στην ψυχή και το κορμί, μα, κυρίως το άδειασμα του μυαλού, και το γέμισμα με φως και ορίζοντα.
Το φως του Αιγαίου
Ο Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996) εξέπεμψε με τη γραφή του όλο αυτό το σύμπλεγμα της νησιωτικής ομορφιάς με το αιγαιοπελαγίτικο φως, σε μια μεταφυσική σχεδόν δική του, πολύ γειωμένη, φωτεινή και στα μέτρα του ανθρώπου, ίσως και γι’ αυτό αγαπήθηκε τόσο.
«Να προφέρεις την πραγματικότητα όπως ο σπουργίτης το χάραμα. Και να τη σιμώνεις όπως ένα πλοίο τη Σέριφο ή τη Μήλο. Που τα βουνά ξετυλίγονται το ένα μές’ απ’ το άλλο εωσότου φανεί ο υπέροχος κώνος με τα λευκά σπίτια· το ένα νησί χωρίζεται σε δύο ή τρία· κι ο κάθετος βράχος δείχνει, από κοντά, να κρατάει την πιο παρθένα λευκή αγκαλιά… Πουθενά αλλού δεν ένιωσα τη ζωή μου τόσο δικαιωμένη όσο πάνω στη γέφυρα ενός πλοίου.
Στη θέση τους τη σωστή, τα πάντα: οι βίδες, οι λαμαρίνες, οι σωλήνες, τα συρματόσχοινα, οι αεραγωγοί τα όργανα πλεύσεως· και ο ίδιος εγώ που εγγράφω την αέναη μεταβολή παραμένοντας στο ίδιο σημείο. Ένας πλήρης, αυτάρκης και συγκροτημένος κόσμος που μου ανταποκρίνεται και του ανταποκρίνομαι και εισχωρούμε μαζί σαν ένα σώμα στον κίνδυνο και στο θαύμα. Πλοίο διαρκείας η χώρα μου» (Ο Μικρός Ναυτίλος, 1985, Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, εκδόσεις Ίκαρος).
Η γητεία της Κρήτης
Γεννημένος στον τόπο της Αυλής των Θαυμάτων, δηλαδή την Πίζα, ο Αντόνιο Ταμπούκι (1943-2012), ήξερε πολύ καλά να μεταφέρει με τον δικό του τρόπο μέσα στη λογοτεχνία το ακραιφνές φως του Νότου.
Ο πολυταξιδεμένος συγγραφέας μπορεί να μην πήρε το Νόμπελ -κι ας είχε συζητηθεί γι’ αυτό- όμως δεν κατάφερε να ξεφύγει κι αυτός από τη μαγεία της Μεσογείου, και δη της Κρήτης, που επέλεγε για χρόνια να επισκέπτεται. Το θαύμα εδώ αναδύεται μέσα από το τοπίο που φτιάχνει και τον θρύλο, μέσα από την ομορφιά που γεννά το ίδιο το παραμύθι και το βάζει στο στόμα του λαϊκού αφηγητή.
Στο βιβλίο του «Ταξίδια και άλλα ταξίδια» (μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδόσεις Άγρα) αναφέρεται εκτενώς: «Χωρίς νερό τα φυτά δεν μεγαλώνουν. Τα βουνά της Κρήτης τα αυλακώνουν χείμαρροι εξαιρετικής διαύγειας, το νερό τρέχει πάνω στη λειασμένη πέτρα ή σε μια πρασιά από νεροκάρδαμα, έχει μια δροσιά που σε αναζωογονεί, δίνει ευχαρίστηση αν το πιεις, κι αν βυθιστείς μέσα του σού χαρίζει μια αίσθηση μεγάλης ευεξίας.
Οι Κρητικοί ξέρουν ότι το νερό αυτό είναι μαγικό, και πως δεν είναι ποτέ στάσιμο. Γι’ αυτό ένα λαϊκό γνωμικό διδάσκει: “Μια ώρα κάθε νύχτα κοιμάται το νερό ‘ς τα ποτάμια και ‘ς τοις βρύσαις και τρέχει ήσυχο και σιγαλό. Όποιος θέλει να πιή αυτήν την ώρα πρέπει να το ταράξη με το χέρι για να το ξυπνήση, γιατ’ αλλιώς το νερό αγαναχτεί και του παίρνει το νου του”.»