Το μέλλον τής Ελληνικής Αριστεράς

1.Απόλυτη κυριαρχία της ΝΔ στα εργατικά και φτωχά στρώματα

Οι εθνικές εκλογές στις 21-5-2023 και στις 25-6-2023 φανέρωσαν την απόλυτη κυριαρχία τής ΝΔ στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα που παραδοσιακά (πριν αλλά κυρίως μετά τον πόλεμο) αποτελούσαν τη βάση των σοσιαλιστικών, σοσιαλδημοκρατικών και κομμουνιστικών κομμάτων.

Αυτή η σοβαρή κοινωνικο-πολιτική «αντι-μετάθεση» προκαλεί μιαν αναγκαστικά «υπαρκτική»-«καταστατική» συζήτηση για το μέλλον της Αριστεράς στην Ελλάδα. Πολύ περισσότερο που τα εκλογικά ποσοστά για τον αυτοπροσδιοριζόμενο ως «αριστερό» ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και άλλα μικρότερα κόμματα είναι χαμηλά και προφανώς αναντίστοιχα με την ταξική συγκρότηση τής ελληνικής κοινωνίας, η συντριπτική πλειοψηφία της οποίας κάνει καθημερινό αγώνα επιβίωσης στις συνθήκες τής νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής και της «εταιρικής διακυβέρνησης» που προωθεί η ΕΕ.

Δηλαδή, ενώ η εν δυνάμει εκλογική μερίδα των κεντροαριστερών και αριστερών κομμάτων έχει μεγεθυνθεί, φτάνοντας με εισοδηματικά-οικονομικά κριτήρια πάνω από το 80% του ελληνικού πληθυσμού, στην κομματική του «ένταξη» και την πολιτική έκφρασή του συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Δημιουργούνται συνθήκες κομματικής και ιδεολογικής κηδεμονίας τής ΝΔ, παρότι ουδόλως αποκρύπτει τον χαρακτήρα της ως φορέας-εκφραστής τής αυθεντικής ευρωπαϊκής πολιτικής που προωθεί η Ενωσιακή Τεχνοδομή και τα δεκάδες χιλιάδες ενδημούντα στις Βρυξέλλες και στις άλλες έδρες των ευρωπαϊκών οργάνων lobbies. Ζούμε δηλαδή σε συνθήκες σχεδόν απόλυτης ιδεολογικής κηδεμονίας τής φιλελεύθερης πολιτικής στο προλεταριάτο, όχι ως «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» (όπως είχαν προδιαγράψει οι «πατέρες» της ΕΕ), αλλά ως ακραιφνούς νεοφιλελευθερισμού. Αυτό οδηγεί σε τεκτονικές αλλαγές στην πολιτική τοπογεωγραφία, στην παντελή δηλαδή ανατροπή τής αντιστοίχησης της ταξικής θέσης στο πολιτικό εποικοδόμημα.

Και επειδή, σε όλα τα γεγονότα της δημόσιας ζωής, τίποτα δεν είναι τυχαίο αλλά συνέπεια μιας αλυσίδας πολιτικών και πράξεων, χρήσιμο θα είναι, κάθε ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων και του πραγματικού χαρακτήρα των φορέων-κομμάτων να ξεκινά από τον ακριβή ιδεολογικό-πολιτικό χαρακτηρισμό των πεπραγμένων εκάστου δημόσιου σχηματισμού και όχι από τον αυτοπροσδιορισμό που προσδίδει στον κάθε σχηματισμό η ηγετική του ομάδα.

Και ναι μεν από την αρχαία Ελλάδα μάς έρχεται ως θεμελιώδης βάση μιας σοβαρής συζήτησης για την ανα-«γνώριση» του θέματος το «αρχή πραγμάτων ονομάτων επίσκεψις», πλην όμως οι πρόγονοί μας, κυριολεκτικώς ομιλούντες, εννοούσαν ότι είναι αυτονόητη η αντιστοίχηση των πεπραγμένων με το «όνομα», ότι είναι η κυριολεξία που πηγάζει από τα έργα και όχι από τα «έπεα πτερόεντα» των ονομάτων που δεν βασίζονται στη δημόσια πράξη ζωής. Μάς προτρέπουν δηλαδή να επιχειρούμε τις συγκριτικές αναφορές στις πολιτικές δυνάμεις που διεκδικούν την έκφραση του λαού και τη διακυβέρνηση (όση, τέλος πάντων, επιτρέπεται στα εσωτερικά όργανα από την Ευρωπαϊκή Τεχνοδομή) αποδίδοντας τους αληθείς-πραγματικούς ιδεολογικούς χαρακτηρισμούς, όπως αυτοί προκύπτουν από τα γεγονότα και όχι από τους αυτοποιητικούς χαρακτηρισμούς.

Επομένως και τα λεγόμενα «προοδευτικά» κόμματα (που «καταστατικά-θεωρητικά» αντιστοιχούν στο 80% και πλέον της ταξικής συγκρότησης της κοινωνίας) πρέπει να αξιολογούνται είτε από τα κυβερνητικά τους πεπραγμένα είτε από τις κρίσιμες αποφάσεις που έλαβαν για τον λαό και το έθνος σε κομβικές πολιτικές περιόδους. Αποφεύγοντας λοιπόν τις ιδεολογικές φαντασιώσεις επί του πραγματικού, πρέπει να ξεκινούμε την πολιτική μας κριτική από τα αποτελέσματα που επέφεραν οι κατά καιρούς παρεμβάσεις τους.

2.Η εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και η μικρή εκλογική αύξηση ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ

Η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η μικρή (εν σχέσει με τα μεγέθη τού παρελθόντος) εκλογική αύξηση τού πάλαι ποτέ κραταιού ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ, μάς αναγκάζουν να ανοίξουμε τη συζήτηση για το αν η Αριστερά στην Ελλάδα έχει κυβερνητική προοπτική εντός αυτού του γενικότερου συστήματος της «εταιρικής διακυβέρνησης» που έχει αποκρυσταλλωθεί στην ΕΕ. Δηλαδή, εάν υπάρχει πεδίο εφαρμογής, με δημοκρατικές διαδικασίες, μιας εναλλακτικής οργάνωσης τής κοινωνίας και της οικονομίας από αυτήν που έχει συγκροτήσει το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο από το Μάαστριχτ και το Άμστερνταμ μέχρι σήμερα.

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δίδει ένα προφανές τεκμήριο-επιχείρημα για τον περαιτέρω ακριβή ιδεολογικό χαρακτηρισμό των κομμάτων που κυβέρνησαν ή συνέπραξαν εντός αυτού του πλαισίου διακυβέρνησης. Ταυτόχρονα, όλα τα κομματικά-κυβερνητικά πεπραγμένα, αλλά και οι αμετροεπείς διακηρύξεις (που παρατηρούνται κυρίως κατά τις προεκλογικές περιόδους), συγκροτούν ένα μείζον τεκμήριο ερμηνείας των πραγμάτων αφού, από τη μια, φανερώνουν την απόσταση των διακηρύξεων από τα κυβερνητικά μέτρα και από την άλλη, τις μεγαλύτερες ή μικρότερες ιδεολογικές συγγένειες με τα κόμματα που ερίζουν για την κηδεμονία τού ίδιου ιδεολογικο-πολιτικού κοινωνικού χώρου.

Η υπαγωγή, συνεπώς, των κομμάτων και των διακηρύξεων στον αψευδή αυτόν μείζονα κανόνα, μάς αποδίδει και τον πραγματικό ιδεολογικό χαρακτήρα των πολιτικών δυνάμεων. Είναι όμως στη δυνατότητα του κάθε πολίτη να προβεί στον ακριβή αυτόν συλλογισμό, γιατί δυστυχώς δεν υπάρχει θεσμικό όργανο απόδοσης τού ακριβούς ιδεολογικού χαρακτηρισμού βάσει των κυβερνητικών πεπραγμένων κάθε κόμματος. Αν υπήρχε σήμερα μια τέτοια επίνευση-θεσμός, εμπνευσμένη από την κληρονομιά τής πολυθεσμικής και ευρηματικής αρχαίας κλασικής δημοκρατίας, αφενός θα επιβίωνε το καθήκον προς την αληθή «ανα-γνώριση» και αφετέρου θα έπαυε η λεκτική ορολογική-ιδεολογική παραπλάνηση και θα αποδιδόταν το πραγματικό όνομα εκάστου στον χάρτη τής ιδεολογικο-πολιτικής τοπογεωγραφίας.

Όλα όμως κρίνονται επί τη βάσει των πεπραγμένων τού κάθε κόμματος, κυρίως αυτών που συγκροτούν το ορατό πολιτικό του βάθος, αυτού δηλαδή που απομένει στην ανάμνηση των πολιτών ως κυρίαρχη πολιτική του επιλογή όταν βρέθηκε σε θέση εξουσίας.

3.Το σοκ του 1989: Η κυβέρνηση «ειδικού σκοπού» ΝΔ-ΚΚΕ-Συνασπισμού

Έτσι, το πρώτο σοκ που υπέστησαν στην πρόσφατη ιστορία η ελληνική κοινωνία και το Εργατικό Κίνημα ήταν η ιδιοτελής και πλήρης μικροκομματικών σκοπιμοτήτων απόφαση του ΚΚΕ και της Ανανεωτικής Αριστεράς το 1989 όταν, δρώντας στον ενιαίο οργανισμό τού «Συνασπισμού», -παρά τα αντιθέτως προγραμματικώς διακηρυσσόμενα για προοδευτική διακυβέρνηση-  αποφάσισαν χωρίς ενδοιασμούς να συμμαχήσουν με τη ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και να σχηματίσουν κυβέρνηση, όχι βεβαίως «μακράς πνοής», αλλά «ειδικού σκοπού». Δηλαδή να κινήσουν τη διαδικασία δίωξης του Ανδρέα Παπανδρέου και λοιπών συμμέτοχων για το σκάνδαλο Κοσκωτά που είχε συγκλονίσει την ελληνική κοινωνία. Και αφού τα θεσμικά ζητήματα έπαιρναν τον δρόμο τους, να οδηγήσουν τη χώρα και πάλι στις εκλογές για την ανάδειξη νέας κυβέρνησης με ορίζοντα τετραετίας. Αυτό το εγχείρημα της Αριστεράς ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα αμέσως προ των εκλογών πεπραγμένα της.

Με τις κινήσεις δημοκρατικής συνεργασίας που είχε συγκροτήσει στην Ελλάδα, επικεφαλής των οποίων ήσαν πολλά στελέχη τού αριστερού ΠΑΣΟΚ (που το είχαν όμως εγκαταλείψει μετά τη στροφή στην οικονομική και κοινωνική κυβερνητική πολιτική), καθώς και με την ανασυγκρότηση της Πολιτικής Επιτροπής του Συνασπισμού (στην οποία μετείχαν σε προβεβλημένες θέσεις και παλαιοί υπουργοί των πρώτων κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου), είχε περάσει στα λαϊκά στρώματα το ιδεολόγημα της προοδευτικής κυβέρνησης ενόψει μάλιστα και των συνταρακτικών αλλαγών στο παγκόσμιο στερέωμα.

Έτσι η απόφαση συνεργασίας με τη ΝΔ του Κων/νου Μητσοτάκη, παρά τις αντιρρήσεις αυτών των στελεχών, καταγράφηκε στη συλλογική μνήμη ως υπαναχώρηση από τα διακηρυχθέντα, πολύ περισσότερο που είχε γίνει γνωστό σε όλους τους πολίτες ότι ο ασθενών Ανδρέας Παπανδρέου είχε παραιτηθεί από την αξίωσή του να είναι πρωθυπουργός σε μια τέτοια κυβέρνηση συνεργασίας. Στο μεταξύ, η συνεργαζόμενη Αριστερά είχε συγκροτήσει μιαν ηγετική τριμελή Γραμματεία με επικεφαλής τον τέως υπουργό Συντονισμού Απόστολο Λάζαρη και μέλη τούς δύο πολιτικούς αρχηγούς Χαρίλαο Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκο. Είχε δηλαδή δοθεί στην ελληνική κοινωνία το πρόπλασμα του νέου κυβερνητικού σχήματος που θα διατηρούσε την Ελλάδα υπό αριστερή-σοσιαλιστική διακυβέρνηση ενόψει των κοσμογονικών αλλαγών στην Ευρώπη και τον πλανήτη.

Η συνεργασία στην κυβέρνηση Τζανετάκη ήταν ένα σοκ για τον δημοκρατικό κόσμο, που συνέπλεε άλλωστε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και στα Κινήματα από μακρού χρόνου, προλειαίνοντας το έδαφος για τη λεγόμενη «συνεργασία των δημοκρατικών δυνάμεων».

Και όντως! Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενόψει του επελαύνοντος ληστρικού νεοφιλελευθερισμού και της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, επιθυμούσε τη συνεργασία των αριστερών κομμάτων ώστε η χώρα και η κοινωνία να ξεπεράσουν, όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα, τις παγκόσμιες ανακατατάξεις και τους νέους συσχετισμούς δυνάμεων.

Κι όμως! Η κομματική ηγεσία των αριστερών κομμάτων προσπέρασε αυτή την αυτονόητη επιταγή των καιρών ως μη υπάρχουσα και παραμέρισε φωτισμένες αναλύσεις στους κόλπους τής Πολιτικής Επιτροπής που έλεγαν, μεταξύ άλλων, ότι: «…Τώρα που καταρρέει ο υπαρκτός σοσιαλισμός και αποσυγκροτούνται παγκόσμιες δυνάμεις όπως το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και η Σοβιετική Ένωση, ταυτοχρόνως δε, επελαύνει ο νεοφιλελευθερισμός που με ασυγκράτητη βουλιμία και αρπακτικότητα τα δίνει όλα στο ιδιωτικό νομαδικό κεφάλαιο με το δόγμα «ΤΙΝΑ» («There Is No Alternative»), τώρα είναι η κρίσιμη στιγμή να συνεργαστεί η ευρύτερη αριστερή πλειοψηφία στην Ελλάδα και να συγκροτήσει μια στερεή κυβέρνηση που θα ανασυστήσει τη Δημοκρατία, θα τροποποιήσει το Σύνταγμα, θα προστατέψει τα δημόσια αγαθά και τις κατακτήσεις των εργαζομένων και θα θωρακίσει τη χώρα και τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα ενόψει της επερχόμενης καταιγιστικής παγκοσμιοποίησης και της εταιρικής διακυβέρνησης που ήδη το προσχέδιο του Μάαστριχτ προαναγγέλλει…».

Παρά τις σώφρονες ιστορικές αυτές φωνές, επικράτησε η κοντόφθαλμη ιδιοτέλεια της λεηλασίας τού σοσιαλιστικού κοινωνικού χώρου τού «τραυματισμένου» ΠΑΣΟΚ. Η Αριστερά σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας για την «κάθαρση μιας επιμέρους και περιστασιακής πτυχής τού αστικού συστήματος με τον πλέον ακατάλληλο προς τούτο συνεταίρο»! Κι αυτό, παρά τις παραινέσεις του πολύπειρου Κων/νου Καραμανλή ότι «ένας πρωθυπουργός δεν στέλνεται στο Δικαστήριο, αλλά στο σπίτι του».

Η πράξη αυτή «στοιχειώνει» ακόμη και σήμερα τις αριστερές πολιτικές δυνάμεις και αποσιωπάται παντελώς ως «μη γενόμενη»!! Όμως, έκτοτε, σημάδεψε την πορεία των προοδευτικών δυνάμεων στη λαϊκή μνήμη.

Η κοντόφθαλμη και ιδιοτελής «λογική» τής Αριστεράς δεν μπόρεσε να «ρετουσάρει» ούτε τη «μεγάλη εικόνα»: ότι δηλαδή με τις αποφάσεις τής πρόσκαιρης αυτής και «αφύσικης» κυβέρνησης συνεργασίας, η ΝΔ του Κων/νου Μητσοτάκη ανήλθε (παρά τις δυσκολίες του εκλογικού νόμου και την προηγούμενη κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα) αυτοδύναμη στην εξουσία και προσήλθε πλησίστια στην υπογραφή του Μάαστριχτ, που σημάδεψε και θα σημαδεύει για πολλές δεκαετίες ακόμη την ευρωπαϊκή ήπειρο και τη χώρα μας.

Σε ανάλυσή μας τότε είχαμε υποστηρίξει ότι, σε άλλες παλαιότερες χρονικές περιόδους, τέτοιες -άνευ αρχών και πολιτικής ηθικής- συμπλεύσεις κομμουνιστικών κομμάτων με τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά έπρεπε να οδηγήσουν την Αριστερά και το Κομμουνιστικό Κίνημα σε επαναθεμελίωση, πολύ περισσότερο που η κατάρρευση εκ των ένδον του υπαρκτού σοσιαλισμού έδιδε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, οιονεί αναγκαστικής, ανασυγκρότησης και αυτοπροσδιορισμού.

Αυτή τη συνεργασία την πληρώνει ακόμη (και δικαιολογημένα) το ΚΚΕ χωρίς δυστυχώς, μέχρι σήμερα, να δώσει πειστικές εξηγήσεις γι’αυτή την ανιστόρητη και μακροπρόθεσμα βλαπτική για τον λαό μας σύμπλευση με τη ΝΔ για μικροκομματικά οφέλη.

Το κυριότερο όμως, υπαρκτικού χαρακτήρα, ζήτημα είναι ότι χάθηκε η μοναδική ευκαιρία να συγκροτηθεί από θέσεις ιδεολογικής υπεροχής και ισχύος ένα μεγάλο πολυτασικό Αριστερό Κίνημα που θα ενοποιούσε τα προφανώς κοινά ταξικά συμφέροντα της πλειοψηφίας του λαού. Επρόκειτο περί μιας και μοναδικής ευκαιρίας ανασυγκρότησης της Αριστεράς με καθαρή ιδεολογικο-πολιτική και κοινωνική βάση, από αυτές που δεν εμφανίζονται συχνά στην ιστορία.

Το ζήτημα άλλωστε της ιστορικότητας, δηλαδή της κατανόησης του κρίσιμου «timing» για τις πολιτικές πρωτοβουλίες, είναι η πεμπτουσία της πολιτικής ευφυΐας-διορατικότητας και συνέπειας που συχνά έλειπαν από την Ελληνική Αριστερά.

4.Το σοκ του 2015: Η άνευ όρων παράδοση του ΣΥΡΙΖΑ στις απαιτήσεις των δανειστών-Σόιμπλε

Το δεύτερο σοκ για τον λαό μας και το Εργατικό Κίνημα επήλθε με την άνευ όρων παράδοση της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στις απαιτήσεις των δανειστών το 2015, μερικές κρίσιμες από τις οποίες είχαν αρνηθεί να ικανοποιήσουν οι προηγούμενες κυβερνήσεις (π.χ. υπερΤαμείο) και η μετατροπή της πατρίδας και των περιουσιακών της στοιχείων σε ένα απόλυτο «καταπίστευμα», κατά το υπόδειγμα της Ανατολικο-Γερμανικής «Treuhand».

Με την ανερμάτιστη ιδεολογικά, πολιτικά και ηθικά ηγεσία τής τότε κυβέρνησης συντελέστηκε το αδιανόητο: Δηλαδή το εντελώς αντίθετο από αυτό που διακήρυσσε το προεκλογικό της πρόγραμμα. Στους μήνες που ακολούθησαν, η παραζάλη του λαού, η ψευδολογία, οι «τερατολογίες», οι υπερβολές και τα θέσφατα του βρυξελληνικού ρεύματος, πάσης φύσεως και απόχρωσης, καθώς και η τρομολαγνεία όλου του δυναμικού των «σκελετών από τη ντουλάπα» (κατά τη διαδικασία του προσχεδιασμένου να αναιρεθεί στην πράξη δημοψηφίσματος), έδωσαν σ’αυτήν τη συμβιβασμένη ηγεσία τη δυνατότητα (παρά τις αντίθετες προηγούμενες διαβεβαιώσεις της) να διενεργήσει εκλογές και να τις κερδίσει, για δεύτερη φορά, με ενισχυμένη αναλογική (νόμος Παυλόπουλου). Κι αυτό, παρότι είχε τη δυνατότητα και την πλειοψηφία να εισαγάγει ένα σύστημα «απλής αναλογικής», που τελικά εισήγαγε αργότερα για να αποτρέψει την επερχόμενη αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ στις εκλογές του 2019, σύμφωνα ασφαλώς με το μή ομολογούμενο δόγμα «εφαρμόζουμε το πλειοψηφικό όταν μας συμφέρει και την απλή αναλογική όταν είμαστε σε υποχώρηση».

Με το γ’ γενικευμένο και ανακεφαλαιωτικό Μνημόνιο εισήχθησαν στη χώρα θεσμοί απόλυτου αναχρονισμού και αλλοτρίωσης, όπως

●ο ΕΦΚΑ που κατήργησε τον πολιτισμό τής εργασίας πολλών δεκαετιών και ισοπέδωσε όλους προς τα κάτω,

●το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου με το υπερΤαμείο (δηλαδή το «καταπίστευμα», στο οποίο υπήχθησαν κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή όλα τα κύρια περιουσιακά στοιχεία τού κράτους, των Νομικών Προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, της αυτοδιοίκησης, των ιδρυμάτων, οι βασικές υποδομές, τα κοινόχρηστα αγαθά κ.λπ.),

●η ΑΑΔΕ που, ως Ανεξάρτητη Αρχή, υπάγεται κατευθείαν στους δανειστές

●και άλλα πολλά που λειτουργούν ως όργανα-μηχανισμοί τής νέας (και δυστυχώς δύσκολα αναστρέψιμης) αποικιοκρατίας.

Η διάλυση του Κοινωνικού Κράτους, ο διωγμός των χαμηλοσυνταξιούχων, το «πογκρόμ» κατά των αναπήρων, των γυναικών και των ανασφάλιστων υπερηλίκων δεν έχουν προηγούμενο σε καμιά χώρα σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και μαζί με αυτά, και η κατάρρευση του ΕΣΥ, την οποία πληρώνουμε μέχρι σήμερα με τέτοια ένταση, που ακόμη και το ΔΝΤ επανειλημμένως κατακρίνει με τις εκθέσεις του τις ελληνικές κυβερνήσεις που
-όπως λέει- έχουν βάλει σε κίνδυνο την υγεία του ελληνικού λαού (βλ. την από 22-7-2021 ανακοίνωση της ΕΝΥΠΕΚΚ). Είναι χαρακτηριστικό ότι, κατά την τελευταία επταετία, έχουν σχεδόν μηδενιστεί οι δημόσιες δαπάνες για το ΕΣΥ και η χρηματοδότησή του γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από το παρακράτημα 6% επί όλων των συνταξιοδοτικών παροχών! Αυτό το ανήκουστο για πολιτισμένη χώρα, η οικονομετρική πολιτειολογία θα το ονόμαζε sui generis «ιδιωτικοποίηση» του ΕΣΥ. Κι όμως, αυτό το μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία «επίτευγμα» απουσίασε παντελώς από την προεκλογική δημοσιολογία γιατί ο θεσμός τής παρακράτησης, που αυξήθηκε και επεκτάθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ, διατηρείται ακόμη και από την κυβέρνηση της ΝΔ.

Πολλοί νόμισαν ότι αυτό το κομβικό γεγονός, η προσχώρηση δηλαδή ενός αριστερόστροφου πολιτικού οργανισμού στις πιο σκληρές επιλογές «τού ταξικού αντιπάλου», θα περάσει απαρατήρητο λόγω της ομοιότητας της πολιτικής των μνημονιακών κομμάτων, που άλλωστε υπερψήφισαν το καλοκαίρι του 2015 το γ’ γενικευμένο και ανακεφαλαιωτικό Μνημόνιο, προϊόν διαπραγμάτευσης του κ.Τσίπρα.

Λησμονούν όμως ότι «το ψέμα έχει κοντά ποδάρια» και ότι, παρά την αδιαφορία και τα προβλήματα των Ελλήνων πολιτών που τους εμποδίζουν να αναζητήσουν την αλήθεια (για την οποία πολλές φορές αδιαφορούν), σε κάθε τόπο, σε κάθε πόλη, σε κάθε χωριό, σε κάθε χώρο εργασίας, υπάρχουν και όρθιοι ιδεολογικά και πολιτικά πολίτες και παράγοντες, που μπορεί να μην έχουν τα μέσα να δημιουργήσουν ή να συμμετάσχουν στη δημιουργία ενός κόμματος, άξιου της κοινωνικής του αποστολής, πλην όμως, συζητούν με στοιχεία τα γενόμενα βοηθώντας στην αργή, βασανιστική, αλλά πάντα αποτελεσματική ενημέρωση των καλόπιστων πολιτών για τα πεπραγμένα εκάστου. Γιατί όσοι δεν ανήκουν σε ομάδες εξουσίας, έχουν κάθε λόγο και προδιάθεση να μάθουν την αλήθεια.

Αυτοί λοιπόν οι κοινωνικοί παράγοντες και πολίτες επηρεάζουν τις ροπές και τις κλίσεις τής κοινής γνώμης, κάτι που υποτιμούν τα ιδιοτελή στελέχη των κομμάτων και η στρατευμένη δημοσιολογία, αφού κρίνουν πάντα, με τη δική τους κινητικότητα, τις αυτοποιητικές διεργασίες και τις παραληρηματικές «ιδέες μεγαλείου», που δεν τους επιτρέπουν να δουν την πραγματικότητα και τις μεταβολές στο κοινωνικό σώμα.

Το γεγονός όμως ότι αυτοί «οι προθυμότεροι» (κατά την Μέρκελ) έχουν ακόμη οπαδούς και βουλευτές, σημαίνει ότι τα συστήματα εξουσίας στην Ελλάδα μπορεί να χάνουν την πλειοψηφία, αλλά δύσκολα εξαφανίζονται, αφού η άσκηση -έστω και της εκχωρημένης- εξουσίας στην Ελλάδα δημιουργεί αλληλεξάρτηση συμφερόντων, παραγόντων και ψηφοφόρων.

5.«Επιδοματικός νεοφιλελευθερισμός»: Νέα «σχολή» διαχείρισης του εφαρμοσμένου νεοφιλελευθερισμού.    Ο καταλυτικός ρόλος των ΜΜΕ

Η πορεία τής παράδοσης της χώρας στην επέλαση του ληστρικού νεοφιλελευθερισμού, -την επιδοματική πτυχή του οποίου (λόγω ευρύτερων κρίσεων) ζήσαμε την προηγούμενη τετραετία-  έχει ως απόλυτη και εδραία βάση το γ’ Μνημόνιο, που συμπεριλαμβάνει και όσες από τις προβλέψεις των προηγούμενων δύο Μνημονίων δεν είχαν υλοποιηθεί!!

Η γενικευμένη φτωχοποίηση ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, η υπερχρέωση των νοικοκυριών αφού οι περισσότεροι ενήλικοι πολίτες χρωστούν στην ΑΑΔΕ, στον ΕΦΚΑ κ.λπ. και η απουσία μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης ανέδειξαν μια νέα σχολή κυβερνητικής διαχείρισης στα πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού και υφαρπαγής των ψήφων.

Ο νεοφιλελευθερισμός των vouchers, των επιταγών («pass») και των συσσιτίων, ως ύστατο καταφύγιο των πολιτών, θα γενικευτεί σε Ελλάδα και Ευρώπη εξασφαλίζοντας τη συμπλήρωση και τη διαιώνιση των συντηρητικών διαχειριστικών δυνάμεων στο προσκήνιο, οι οποίες αρνούνται όμως (εξ ιδεολογίας αλλά και λόγω ευρωπαϊκής πολιτικής) την αναδιανομή τού εθνικού εισοδήματος μέσω της δομικής επέκτασης και του εμπλουτισμού τού Κοινωνικού Κράτους και της αποτελεσματικής προστασίας των δημοσίων αγαθών. Αυτή την περίοδο μάλιστα βασικές του πρόνοιες προτείνονται να εφαρμοστούν σε όλη την Ευρώπη από τη γερμανική σφαίρα επιρροής σε μια προσπάθεια εξοικονόμησης πόρων για τη βοήθεια της κεντροευρωπαϊκής βιομηχανίας που καταρρέει λόγω απώλειας του φτηνού ρωσικού αερίου.

Ωστόσο, η νέα γενιά των μορφωμένων (ως επί το πλείστον) νέων μας ψήφισε κατά κύριο λόγο τη ΝΔ. Τα κόμματα της Αριστεράς, πραγματικής ή ψευδώνυμης, έχασαν έναν διαχρονικό πυλώνα της ύπαρξης και του δυναμισμού τους. Η νέα γενιά, επηρεασμένη από τα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα και ενημερωμένη εκτός παραδοσιακών μηχανισμών κοινωνικής και ταξικής συνείδησης, απαξιώνει την πολιτική λειτουργία και γυρίζει την πλάτη στα παραδοσιακά κόμματα της Αριστεράς, στις συνελεύσεις και συνάξεις του «συν-ανήκειν».

Παράλληλα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν υπάρχει προηγούμενο στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες που κάποιο κόμμα, τόσο κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης, όσο και κατά τις εκλογές, είχε τόσο ισχυρή, καθολική και ανεπιφύλακτη υποστήριξη από τα ΜΜΕ και από την πλειοψηφία των πιο σημαντικών εκπροσώπων τους, σε βαθμό μάλιστα που όλοι μαζί να θεωρούνται ένα «ενιαίον όλον».

Αυτό που ζήσαμε στην Ελλάδα με τη ΝΔ είναι πρωτόγνωρο και μοναδικό φαινόμενο. Όλα σχεδόν τα ΜΜΕ, όλοι οι προβεβλημένοι εκπρόσωποί τους, καθώς και ο μεγαλύτερος κορμός του διαδικτύου, στήριξαν καθολικά και ανεπιφύλακτα τη ΝΔ. Ούτε η συμμετοχή ορισμένων δημοσιογράφων στα λεγόμενα «διαπιστευμένα δημοσιογραφικά δίδυμα», κυρίως στις ενημερωτικές εκπομπές, άμβλυναν την εικόνα της καταιγιστικής στήριξης στη ΝΔ. Οι ενημερωτικές εκπομπές, στην πλειοψηφία τους, κυριαρχούνταν από στελέχη της ΝΔ, τα θέματα που θίγονταν ήταν αποσπασματικά, ανολοκλήρωτα και σύντομα, ενώ σοβαρά και χρόνια κοινωνικά ζητήματα όχι μόνο δεν αναλύθηκαν, αλλά ούτε καν θίχτηκαν.

Αυτό που ζήσαμε την περίοδο 2019-2023 δεν είναι μόνο απουσία ενημέρωσης από τα προορισμένα προς τούτο ιδιωτικά και δημόσια καθιδρύματα της δημοσιολογίας, αλλά αποτελεί άνευ όρων παράδοση των κυρίαρχων μηχανισμών επικοινωνίας και ενημέρωσης στη ΝΔ και την κυβέρνησή της.

Οι οικονομικές παροχές τής αποκληθείσας «λίστας Πέτσα», η ανθρωπογεωγραφία των ισχυρών των ΜΜΕ, τα ποικίλα συμφέροντα που αναπτύσσονταν και εξυπηρετούνταν, δημιουργούσαν τη μοναδική αυτή αρνητική εμπειρία που κορυφώθηκε και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις.

Αρκεί να δει κάποιος τις ενημερωτικές και πολιτικές εκπομπές πριν τις εκλογές ή τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, ακόμα και ανήμερα των εκλογών, όπου 7 στις 9 εφημερίδες πανελλήνιας εμβέλειας (παρά την απαγόρευση από τον νόμο) είχαν πρωτοσέλιδα την έκκληση προς τους πολίτες για αυτοδυναμία, καθώς και συνεντεύξεις συστημικών διανοουμένων και άλλων κοινωνικών παραγόντων που και αυτοί έκαναν έκκληση για αυτοδύναμη και σταθερή κυβέρνηση, για να αντιληφθεί τον διαχεόμενο ενημερωτικό ολοκληρωτισμό που θεωρείται πλέον …φυσικό φαινόμενο και «αντί αληθείας παραλαμβάνεται».

Αυτή η απόλυτη παράδοση του μιντιακού συστήματος στη ΝΔ και την κυβέρνηση δεν μπορούσε να ανατραπεί με καμία δύναμη αφού ο ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα κόμματα όχι μόνο έχουν χάσει την αξιοπιστία τους ως πολιτικοί οργανισμοί, αλλά συνάμα δεν είχαν στελέχη με κύρος, γνώση και ικανότητα να απευθυνθούν στην κοινή γνώμη. Η απόλυτη τάση σύμπλευσης του μιντιακού συστήματος με τη ΝΔ δεν έχει προηγούμενο στην Ευρώπη μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο!

Αυτό προεχόντως πρέπει να απασχολήσει διανοούμενους, Πανεπιστήμια και δημοσιογραφικά Σωματεία και να διδάσκεται παντού ως υπόδειγμα προς αποτροπή γιατί μπορεί η αναξιοπιστία τής Αντιπολίτευσης (κυρίως της Αξιωματικής) να δημιουργεί πρόσφορο έδαφος γι’αυτόν τον ενημερωτικό καταιγισμό, πλην όμως, πολύ λίγη σχέση έχει με τη δημοκρατία και την αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος των πολιτών να συμμετέχουν στα κοινά.

6.Ο ΣΥΡΙΖΑ ακύρωσε για δεκαετίες την εναλλακτική τής Αριστεράς σε Ελλάδα και Ευρώπη

Το γ’ γενικευμένο, ανακεφαλαιωτικό και εν πολλοίς μόνιμο Μνημόνιο του 2015 ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο σοκ για τους Έλληνες πολίτες και την ιστορία της Αριστεράς, η οποία περιέρχεται αργά αλλά σταθερά σε πλήρη ανυποληψία, εκθεμελιώνοντας την ιστορικότητά της και διαχέοντας στο κοινωνικό σώμα τα αντικοινωνικά πολιτικά κύτταρα της ετερονομίας, δηλαδή του ετεροπροσδιορισμού… Έτσι καθίσταται δύσκολο (αν όχι αδύνατο) να αποκατασταθεί στο ορατό μέλλον μια κάποια εμπιστοσύνη στη σοσιαλιστική ιδεολογία αφού αυτοί που την επαγγέλθηκαν, έπραξαν τα εντελώς αντίθετα (και ακόμη πιο απίστευτα πράγματα) από αυτά που θα μπορούσε να διανοηθεί κανείς ότι θα έκανε μία ακραιφνώς δεξιά και νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση.

Σ’αυτόν τον πυρήνα των κοινωνικών μεταλλαγών, στη συνείδηση και την ψυχολογία των πολιτών, εδράζεται και η σημερινή κυριαρχία της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενός ομολογημένα φιλελεύθερου πολιτικού που υλοποιεί πιστά, όσο κανένας άλλος, τις κατευθυντήριες αρχές του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών και της εταιρικής διακυβέρνησης που αυτό προωθεί με την προσθήκη της επαναλαμβανόμενης επιδοματικής πολιτικής.

Εξάλλου οι πολίτες δεν είναι πολιτειολόγοι ή ερευνητές τού κομματικού φαινομένου ώστε να βάζουν σε πρώτο πλάνο την κομματική οντολογία τού καθενός και να βασίζουν επ’αυτού τις προσδοκίες τους. Δεν τους ενδιέφερε αν οι (ετερόκλητες ή μη) ομόκεντρες συνιστώσες ενός συνασπισμού μπορούν να αναλάβουν το έργο της πολιτικής αλλαγής χωρίς να συγκροτηθούν σε ένα οργανωμένο σύγχρονο κόμμα-«θεσμό» της ελληνικής κοινωνίας.

Έτσι ένα πολιτικό μόρφωμα, μια ομάδα με ιδεολογικές αποχρώσεις και κοινά ακτιβιστικά χαρακτηριστικά, -που δεν ακολούθησε διαφανείς διαδικασίες μετατροπής σε κόμμα αρχών και ισότιμης ένταξης των προσερχομένων (λόγω των προγραμματικών του αναφορών) πολιτών-, αναπαρήγαγε και ανήγαγε σε κοινοβουλευτική και κυβερνητική πρακτική τις συνήθειες τής «στενής παρέας» (πολλές φορές και συγγενικής) και τις ιδιοτέλειες που απορρέουν από αυτήν… Δηλαδή, το ένστικτο και η ανάγκη αυτοσυντήρησης και αναπαραγωγής σε κυβερνητικές-εξουσιαστικές θέσεις κυριάρχησαν επί της ανάγκης μετατροπής σε κόμμα-«θεσμό». Επόμενο ήταν, ως εκ τούτου, αυτή η ηγετική «παρέα» να εκλέγεται με ένα πρόγραμμα και να κυβερνά με εντελώς διαφορετικό, που της επιβάλλουν οι δανειστές.

Άλλωστε, σε όλες αυτές τις ανολοκλήρωτες πολιτικές ομάδες, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, προέχει η διαρκής επιβεβαίωση της κυριαρχίας τους αφού απόλυτη μέριμνά τους είναι η αναπαραγωγή τους στις εξουσιαστικές θέσεις και όχι η υλοποίηση των προγραμματικών εξαγγελιών. Επόμενο είναι ότι όταν βρίσκονται σε θέση πίεσης από τον περίγυρο υπέρτερων δυνάμεων (όπως π.χ. τα όργανα της ΕΕ και οι κυρίαρχες ευρωπαϊκές χώρες), να υλοποιήσουν πιστά τις εντολές αυτών και να απεμπολήσουν τις ανάγκες του λαού και της χώρας. Έτσι δικαιολογείται και όλη η εκστρατεία απόκρυψης ή παραποίησης των πεπραγμένων ώστε οι πολίτες να μην κατανοήσουν έγκαιρα τις συνέπειες της πολιτικής τους και τους εκδιώξουν από την πρότερη τους κυρίαρχη θέση. Γι’αυτό τα ανολοκλήρωτα ή προσωποπαγή πολιτικά μορφώματα, πάντοτε στην ιστορία, ήσαν τα κατάλληλα για τις πλέον «επικίνδυνες αποστολές».

Κι ενώ ο Σόιμπλε, προ αρκετών χρόνων, με το πρόγραμμα του γενικού «καταπιστεύματος» που επέβαλε στην Ελλάδα μέσω των οργάνων της ΕΕ, διεμήνυσε urbi et orbi, με κομπασμό ότι, με το Μνημόνιο που επέβαλε στον ΣΥΡΙΖΑ, έλυσε το πρόβλημα της Αριστεράς για έναν τουλάχιστον αιώνα στην Ευρώπη, στην Ελλάδα της έλλειψης ενημέρωσης και της πολιτικής παραπλάνησης υπάρχουν, δυστυχώς ακόμη, πολίτες και βουλευτές που, ενώ εφήρμοσαν αυτό το πρωτοφανές αντικοινωνικό και αντεθνικό πρόγραμμα κοινωνικής και κρατικής αλλοτρίωσης, αυτοαποκαλούνται «αριστεροί». Είναι απορίας άξιον που δεν βρίσκεται κανένας δημοσιολόγος να τους ανταπαντήσει αναφέροντας συγκεκριμένα μέτρα που ακόμη δεσμεύουν και θα δεσμεύουν για πολλές δεκαετίες τη χώρα μας και να αποκαλύψει τον πραγματικό ιδεολογικό τους χαρακτήρα. Ακόμη δηλαδή και σήμερα κατατάσσουν τον ΣΥΡΙΖΑ στις λεγόμενες δημοκρατικές «προοδευτικές» «σοσιαλιστικές» δυνάμεις, ενώ εφήρμοσε τα εντελώς αντίθετα αυτών που περιγράφονται με τις έννοιες αυτές.

Έτσι, σ’αυτή την ατμόσφαιρα της παραποίησης των εννοιών και των πραγμάτων πρέπει να ερμηνευθεί κάθε σημαντική πολιτική φράση που εκπορεύεται από αυτούς τους χώρους. Η παραίτηση δηλαδή του κ.Τσίπρα από επικεφαλής της κυβερνώσας «παρέας»-κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ιδωθεί σαν κανονική παραίτηση των αρχηγών των άλλων κομμάτων, π.χ. της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ που είναι οριστικές και αμετάκλητες;; Σίγουρα όχι. Όταν ένα πολιτικό μόρφωμα δεν έχει γίνει κόμμα-«θεσμός» με αρμούς σε όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες και αλληλοελεγχόμενους μηχανισμούς τήρησης των βασικών κανόνων ιδεολογικής, πολιτικής και κυβερνητικής συμπεριφοράς (ανάλογα με τις προγραμματικές τους προδιαγραφές), τότε τίποτα δεν είναι ειλικρινές, οριστικό και αμετάκλητο.

Όταν π.χ. οι επικρατέστεροι επίδοξοι προσωρινοί διάδοχοι του κ.Τσίπρα διακηρύσσουν, με την ευκαιρία της παραίτησής του από τη θέση του Προέδρου, ότι τίποτε δεν τελειώνει με την παραίτηση γιατί ο κ.Τσίπρας αποτελεί μείζον κεφάλαιο της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας Αριστεράς, τότε όλοι πρέπει να συμπεράνουμε ότι, μέσα σ’αυτή την ανεστραμμένη εικόνα των πραγμάτων, περιλαμβάνεται και η επάνοδός του όταν βρεθεί κατάλληλη στιγμή. Όταν ένας ηγέτης ενός αντιπολιτευόμενου κόμματος που διαρκώς απισχναίνει, χαρακτηρίζεται «παγκόσμιος ηγέτης της Αριστεράς», τότε η ανάκλησή του από την εφεδρεία μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή.

Κι έτσι θα γίνει! Γιατί η συγκεκριμένη παρέα είχε βρει το κατάλληλο πρόσωπο που την κατάλληλη στιγμή έκανε τα αναγκαία ανοίγματα σε έντιμους, καλοπροαίρετους και με κοινωνική επιρροή παράγοντες του δημόσιου κοινωνικού λόγου, συνδέθηκε με πρόσωπα που είχαν επιστημονική εμβέλεια και πολιτική ορατότητα και ύστερα, όταν δυνάμωσε, επανέφερε τους φίλους και συγγενείς από την αφάνεια και τους ανέδειξε σε κυβερνητικές θέσεις μιας εκχωρημένης από τους δανειστές εξουσίας. Επομένως, την κατάλληλη στιγμή θα επανέλθει και ο κ.Τσίπρας για να αναλάβει τη θέση που θα του φυλάσσεται με επιμέλεια και ζήλο από τους ευεργετηθέντες συντρόφους και συντρόφισσες τής «παρέας».

Είχαμε και παλαιότερα υποστηρίξει και θεμελιώσει με επιχειρήματα ότι η εμπειρία του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, που εφήρμοσε ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα κατεδάφισης του Κοινωνικού Κράτους, θα επηρεάσει όλες τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις σε Ελλάδα και Ευρώπη, όπως επίσης και ότι θα είναι παράδειγμα συρρίκνωσης ή εξαφάνισης της Αριστεράς για πολλές δεκαετίες. Τίποτε στην Ευρώπη πλέον, παρά τις παλλαϊκές κινητοποιήσεις στη Γαλλία και τις άλλες χώρες, δεν προοιωνίζεται επικράτηση αριστερού κόμματος. Όλα είναι αλληλένδετα στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας και όλα μαθαίνονται αυθωρί και παραχρήμα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αλλοτρίωσης.

Εξάλλου, η απορρόφηση από το κόμμα της Λεπέν του μεγαλύτερου μέρους της εργατικής τάξης και των υποστηρικτών τού πάλαι ποτέ κραταιού κομμουνιστικού, αλλά και του σοσιαλιστικού κόμματος στη Γαλλία δεν είναι τυχαίο ούτε περιστασιακό φαινόμενο. Πρωτίστως είναι «επιτεύγματα» της συμπεριφοράς των αριστερών κομμάτων, όπως συνέβη και στην Ελλάδα με τον ΣΥΡΙΖΑ. Που, αντί στη νέα εποχή των «χαοτικών αβεβαιοτήτων ενός αναδυόμενου πολυπολικού κόσμου» να εφαρμόζουν προγράμματα ανασύνταξης των κρατών και των λαών τους επί τη βάσει των εθνικών, θρησκευτικών, οικονομικών, παραγωγικών και γεωστρατηγικών τους χαρακτηριστικών, έχουν εναποθέσει την όποια εσωτερική εξουσία απομένει στους υπερεθνικούς οργανισμούς μιας απο-εθνοποιημένης και βολουνταριστικής επιχειρηματικής ελίτ που -συνενωμένη σε διευθύνουσες χρηματοπιστωτικές συσπειρώσεις- υπαγορεύει την ιεραρχία των εθνών και το επιτρεπτό μέτρο τής οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξής τους.

7.Ελληνική κοινοβουλευτική Αριστερά: Υποτυπώδης συστημική παρουσία, μακράν της κοινωνίας

Τα αποτελέσματα των διπλών εκλογών Μαΐου-Ιουνίου 2023 δυστυχώς μας επιβεβαίωσαν. Η Αριστερά, πραγματική ή ψευδώνυμη, μπορεί μόνο να επαίρεται για την υποτυπώδη συστημική της παρουσία.

Η τραγική εικόνα μιας αυτο-αποκαλούμενης κυβερνώσας Αριστεράς, που διαθέτει έναν «παγκοσμίου βεληνεκούς ηγέτη» (κατά τις βαρύγδουπες διατυπώσεις των επιγόνων), την οδηγεί στη γελοιοποίηση (μαζί δυστυχώς με τις αριστερές ιδέες) από μια απροκατάληπτα και ομολογουμένως φιλελεύθερη κυβέρνηση: Στην πρώτη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου ο κ.πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι, μετά το διορθωτικό νομοσχέδιο του επιτελικού κράτους, θα κατατεθεί το έτοιμο νομοσχέδιο για την επιστροφή των μετοχών τής ΕΥΑΘ ΑΕ και της ΕΥΔΑΠ ΑΕ στο Ελληνικό Δημόσιο. «Θα τις επιστρέψουμε στο Δημόσιο» είπε ο κ.Μητσοτάκης «από το υπερΤαμείο στο οποίο τις παραχώρησε προς εκποίηση ο κ.Τσίπρας».

Ανεξαρτήτως αν ο κ.Μητσοτάκης παρέλειψε να αναφέρει ότι είναι οι αποφάσεις του ΣτΕ αυτές που απέτρεψαν την ιδιωτικοποίηση, ακυρώνοντας τον νόμο του ΣΥΡΙΖΑ 4389/2016 και επιβάλλοντας την επιστροφή των μετοχών στο Δημόσιο, εν τούτοις, δεν παύει το επιχειρηθέν αυτό ανοσιούργημα να είναι έργο του αποχωρούντος Προέδρου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και των υπουργών του που θα αμαυρώνει εις το διηνεκές την εικόνα της «κυβερνώσας Αριστεράς». Γι’αυτό και μετά τις εκλογές κανένα από τα στελέχη του δεν ψέλλισε καμία δικαιολογία ή ύβρη για να «θολώσει τα νερά» καταλογίζοντας στην κυβέρνηση την πρωτοβουλία αυτή.

Μπορεί να έχει μέλλον μια τόσο …αξιόπιστη Αριστερά, που διαρκώς εκτίθεται από τον ταξικό αντίπαλο (όπως αποκαλούν διαρκώς τη ΝΔ) προβάλλοντας τα πεπραγμένα τους, παρότι όλοι μαζί ψήφισαν το γ’ γενικευμένο και ανακεφαλαιωτικό Μνημόνιο κατ’απαίτηση των δανειστών;

8.Το ΠΑΣΟΚ έχασε οριστικά την ευκαιρία

Το ΠΑΣΟΚ (που -και κατά τη φρασεολογία του ΣΥΡΙΖΑ- βρίσκεται στους εταίρους τής προοδευτικής διακυβέρνησης) πολιτεύτηκε και έδρασε (συνειδητά ή όχι πάντοτε, δεν έχει μεγάλη σημασία) κατά της κοινωνίας, του λαού και του έθνους. Έβαλε τη χώρα στο ΔΝΤ, «στον χωροφύλακα-δυνάστη των λαών», κατά τη ρήση του γενάρχη του. Ψήφισε και τα τρία Μνημόνια και συνέβαλε, όσο κανένα άλλο κόμμα, στην κατεδάφιση του Κοινωνικού Κράτους, συνέθλιψε τη μεσαία τάξη (που είχε ευημερήσει κατά τη δεκαετία των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου), κυνήγησε με αγριότητα μισθωτούς και συνταξιούχους και ακύρωσε ταυτότητα, αρχές, ιστορία… Δηλαδή εξαέρωσε όλη την προηγούμενη πολιτική του δράση. Κατάργησε ακόμη και τον εκλεγμένο πρωθυπουργό του από το περιστύλιο της Βουλής όταν αυτός …διανοήθηκε να προτείνει δημοψήφισμα για την έγκριση ή όχι της περαιτέρω μνημονιακής πορείας!!

Τώρα προσπερνά αυτή την περίοδο με τη φράση ότι «έβαλε πλάτη στα δύσκολα», μεταφέροντάς μας στον χώρο τής …θεολογίας, ωσάν να υπάρχει στη σημερινή πολιτική λειτουργία και «ιεραποστολικό-θυσιαστικό» κόμμα που πραγματώνει τα (αντίθετα με την ιδεολογία του) προτάγματα των δανειστών, των τελευταίων υπολαμβανομένων ως «αντιπροσώπων του θεού επί της γης» οι οποίοι «αναγκάζουν» τους «θυσιαστικούς» ιεραπόστολους στην κοινωνική …αγαθοεργία!!

Αλλά όταν η εξουσιαστική ιδιοτέλεια ενδύεται τον μανδύα τής …θυσίας και της …ιεραποστολής, προσλαμβάνει κωμικοτραγικό χαρακτήρα και, πλην των άμεσα εξαρτώμενων και σιτιζόμενων στους εξουσιαστικούς μηχανισμούς τού κράτους, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και λοιπών κρατικών αρμών, μόνο θυμηδία προξενεί στους πολίτες.

9.Το ΚΚΕ, μετά το «τραύμα» του 1989, αρνήθηκε την πολιτική (μετωπική) συμπόρευση κατά των Μνημονίων

Το ΚΚΕ, υπό το σύμπλεγμα της ανερμάτιστης και αποϊδεολογικοποιημένης συνεργασίας του 1989, έβλεπε φοβικά την περαιτέρω δραστηριοποίησή του σε συμμαχίες με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Για μεγάλο χρονικό διάστημα στη φρασεολογία του και ως ένδειξη διαφοροποίησης από τον υπόλοιπο αντιμνημονιακό λόγο, διακήρυσσε συχνά ότι «δεν είναι τα Μνημόνια, αλλά ο καπιταλισμός» που προξενεί την κοινωνική επιδείνωση, ωσάν οι πολίτες να μην γνώριζαν ούτε από ποιο οικονομικό σύστημα προέρχονται τα Μνημόνια των δανειστών, ούτε και τις διαφοροποιήσεις που υπάρχουν ιστορικά στις πολιτικές και τα προγράμματα των διαφόρων κομμάτων στο αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας.

Έτσι, ενώ ψηφίζονταν οι αντικοινωνικοί και αντεργατικοί νόμοι που λεηλατούσαν τις κοινωνίες και τους εργαζομένους, το ΚΚΕ, ναι μεν τους καταψήφιζε και οργάνωνε αυτοποιητικές και περιχαρακωμένες κινητοποιήσεις, απέφευγε όμως (όπως και σήμερα) ευρύτερες συμπλεύσεις προκειμένου να αποτραπεί σε κάποιο βαθμό ή να αμβλυνθεί η μνημονιακή βαρβαρότητα.

Η σύμπραξη με τη ΝΔ του Κων/νου Μητσοτάκη το 1989, με τις συνέπειες που άνω περιγράψαμε, είχε δημιουργήσει μια ανυπέρβλητη ψυχολογική αγκύλωση και περιχαράκωση που δεν του επέτρεψαν να αναλάβει πρωτοβουλίες στην έκφραση της αγωνίας των πολιτών έξω από τα στενά κομματικά του πλαίσια και σε ευρύτερα οργανωτικά σχήματα. Έτσι, όμως, περιόρισε περαιτέρω τον ορίζοντα της εναλλακτικής διακυβέρνησης και απέκλεισε τη δυνατότητα να συμπορευτεί με πρώην συντρόφους του ή με δημοκράτες πολιτικούς που έμειναν όρθιοι και δεν ψήφισαν τα Μνημόνια.

Γι’αυτό πορεύτηκε συρρικνωμένο, σταθερό σε μικρά ποσοστά, χάνοντας παραδοσιακά εργατικά στρώματα, πρώτα δυστυχώς από τη Χρυσή Αυγή και τώρα από τη ΝΔ. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ έχουν εγκληματικές ευθύνες για ενεργητικές αντικοινωνικές πολιτικές, το ΚΚΕ ευθύνεται για την αυτοποιητική του στάση, τη διστακτικότητα και την ατολμία του να ανοιχτεί στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Προτίμησε να δώσει μόνο του τη μάχη για τη δική του ιδεολογική καθαρότητα που είχε τρωθεί το 1989, αντί μιας πολιτικής συμπόρευσης και αποτροπής των δεινών εις βάρος του λαού μας.

10.Ακροδεξιά πάλι στη Βουλή. Τα λάθη πολιτικού προσωπικού-επιστημόνων

Αλλά η μνημονιακή διακυβέρνηση και η επιβολή των προταγμάτων της παγκοσμιοποίησης στη χώρα μας έχει και άλλες πολιτικές παρενέργειες που ταλανίζουν το πολιτικό σύστημα αρκετά χρόνια τώρα και που εμπλέκουν την τρίτη συντεταγμένη εξουσία, την ανεξάρτητη δηλαδή δικαστική λειτουργία, στα πολιτικά δρώμενα, αφού είναι αποδεδειγμένη η ανεπάρκεια της πολιτικής τάξης να αντιμετωπίσει, με ιδεολογικο-πολιτικά πειστικά επιχειρήματα, τις ακροδεξιές παραφυάδες των αυταρχικών ιδεολογιών.

Έτσι με τον ν. 5019/2023 (άρθρο 102), που επεξεργάστηκαν οι κορυφαίοι συνταγματολόγοι της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, επιχειρήθηκε η απαγόρευση εισόδου στη Βουλή κομμάτων που συνδέονται, αμέσως ή εμμέσως, με τη «Χρυσή Αυγή». Κι αυτό με την τολμηρή και ανά πάσα στιγμή «δοκιμαζόμενη» δογματική-νομική παραδοχή ότι προέχει και υπερκαλύπτει την όποια πολιτική της έκφραση ο χαρακτήρας της ως εγκληματική οργάνωση… Κάτι που τοποθετεί τους (ούτως ή άλλως περιστασιακούς) νομοθέτες στην περιοχή τού μεταφυσικού όπου «ετάζουν νεφρούς και καρδίας». Έτσι απαγορεύτηκε η κάθοδος στις εκλογές και στο κόμμα «Έλληνες» του έγκλειστου στις φυλακές Κασιδιάρη και κάθε άλλου πολιτικού οργανισμού με φανερή ή υποκρυπτόμενη ηγεσία αυτού ή άλλων κατάδικων της «Χρυσής Αυγής».

Με την υπ’αριθ. 95/2022 απόφαση του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, κρίθηκε με πλειοψηφία 10 προς 1 ότι το άγνωστο μέχρι προχθές κόμμα «Σπαρτιάτες» πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 29 (παρ.1) του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.».

Ουδεμία μέριμνα στην ατελή και αλυσιτελή (όπως φάνηκε εκ των υστέρων) έλαβαν οι εμπνευστές τής ρύθμισης του ν. 5019/2023 για τον εκ των υστέρων έλεγχο ήδη εκλεγμένων κομμάτων που τους καταλογίζεται ότι έχουν σχέση με τη «Χρυσή Αυγή». Γιατί είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον, το Εκλογοδικείο να επιληφθεί και να ακυρώσει την εκλογή των βουλευτών του κόμματος «Σπαρτιάτες» και κατ’ακολουθίαν να τους καθαιρέσει ώστε να επακολουθήσουν εκλογές στις οικείες περιφέρειες, με εικασίες, υπονοούμενα και δηλώσεις αλληλοεκτίμησης.

Φοβούμεθα ότι, παρότι κάποιοι υποστηρίζουν το αντίθετο, θα ζήσουμε τη μεγαλύτερη δοκιμασία για την Ελληνική Δικαιοσύνη από την ίδρυση του νεώτερου ελληνικού κράτους.

11. Έχει μέλλον σήμερα η Ελληνική Αριστερά ή ήρθε το τέλος της;

Εν κατακλείδι, οι διπλές εθνικές εκλογές του 2023 επισφραγίζουν την οριστικοποίηση των νέων ροπών, κλίσεων και αποφάσεων του κοινωνικού συνόλου, ανεξαρτήτως αν ερμήνευσαν σωστά ή όχι τα προγράμματα και τους πολιτικούς ισχυρισμούς των κομμάτων.

Η νέα εποχή φαίνεται ότι έχει αποχρωματιστεί από ιδεολογίες, ιστορικά επιτεύγματα και θεσμικά δεδομένα. Εισερχόμαστε στην πολιτική διαχείρισης του παρόντος χρόνου, αποκομμένου από το -μη περιγραφόμενο με ακρίβεια και θετικισμό- μέλλον και βεβαίως από το «ένδοξο» παρελθόν. Στον αποχρωματισμό αυτό έχει υποπέσει κυρίως η συνόλη Αριστερά. Το ερώτημα για το μέλλον της,  ως δύναμης που μπορεί να επηρεάσει την πορεία των πραγμάτων, θα πλανάται στο διηνεκές χωρίς να λαμβάνει θετική απάντηση.

Έχει μέλλον σήμερα η ελληνική Αριστερά ή ήρθε το τέλος της;

Μπορεί να βοηθήσει σε κάτι την ελληνική κοινωνία ή έχει μεταλλαχθεί σε ομάδα πίεσης που δρα στα όρια του συστήματος με αμβλυμένες πολιτικές και ανταμοιβή τις ασφαλείς κομματικές χρηματοδοτήσεις, τις βουλευτικές αποζημιώσεις και άλλα προνόμια που τις συνοδεύουν;

Έχει σήμερα, στην ετερόνομη μνημονιακή Ελλάδα, ευρύτερη κοινωνική αναφορά εν γένει;

Έχει ιδεολογία και αρχές που θα απευθύνονται στα πλατιά λαϊκά στρώματα, ενόψει τεκτονικών αλλαγών στην αγορά εργασίας και την κοινωνία λόγω της μαζικής χρήσης των νέων τεχνολογιών και κυρίως της τεχνητής νοημοσύνης και των διαλογικών ρομπότ, ή αποτελεί μηχανισμό διατήρησης των όποιων οικονομικών και κοινωνικών-υπαρκτικών της όρων κατ’ανοχή τού συστήματος;

Οι εθνικές εκλογές του Μαΐου και Ιουνίου 2023 έδειξαν ότι η Αριστερά, στη μέχρι σήμερα συμβατική της σύσταση και έκφραση, έχει απομακρυνθεί από τις ανάγκες τής κοινωνίας. Έχει απωλέσει τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα που ψήφισαν για πρώτη φορά τόσο μαζικά την ελληνική συντηρητική παράταξη. Μια μόνο ματιά στις παραδοσιακές εργατικές συνοικίες, όπου τα διάφορα σχήματα της Αριστεράς έπαιρναν τη μερίδα του λέοντος, πείθει για του λόγου το αληθές. Οι νέοι, οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι άνθρωποι του μόχθου, που πάντα στήριζαν αριστερά κόμματα, τώρα τα εγκατέλειψαν.

Γι’αυτό είναι κατεπείγουσα ανάγκη η ανασύνταξη του πολιτικού σκηνικού με ιδεολογικούς όρους και ταξική αντιστοίχηση. Όποιοι εισήγαγαν και υλοποίησαν τα Μνημόνια και ασφαλώς το γ’ γενικευμένο και ανακεφαλαιωτικό Μνημόνιο τής πλήρους και διαρκούς αλλοτρίωσης της πατρίδας και της κοινωνίας (έκφραση της μεταμοντέρνας αποικιοκρατίας με αμετάκλητο χαρακτήρα), πρέπει να καταλάβουν τη θέση που τους αντιστοιχεί στην πολιτική τοπογεωγραφία. Δηλαδή να τοποθετούνται στο δεξιό «κέρας» της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας για να μην υπάρχει δυνατότητα παραπλάνησης των νέων και των αμνημόνων πολιτών.

Η δημιουργία ενός μνημονιακού κόμματος από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και τον ΣΥΡΙΖΑ, που εισήγαγαν την ετεροδιακυβέρνηση στη χώρα, θα ανακούφιζε την καταπιεσμένη μνήμη των πολιτών και θα απελευθέρωνε νέες κοινωνικές δυνάμεις, που θέλουν να εκφραστούν με μεγαλύτερη ιδεολογική και ταξική αυθεντικότητα.

Η μνημονιακή χλωρίδα και πανίδα θα είχε έτσι δύο πυλώνες, διαφορετικής καταγωγής, που υλοποιούν όμως την ίδια βρυξελληνική πολιτική με τις παραλλαγές, τις αποχρώσεις και τις ανάγκες που η πολιτική τους επιβίωση επιτάσσει:

Από τη μια, οι πιστοί τής «εταιρικής διακυβέρνησης» του μνημονιακού τόξου και από την άλλη οι εκφραστές («τα ορφανά») των ιδεολογιών που, όπως η συμπαθής εκδιδόμενη μάνα «αμάρτησε για το παιδί της», θα διαφοροποιούνται, με την επίκληση του παρελθόντος που έδειχνε πως «θα γινόντουσαν άλλοι». Μόνο με τις παραπάνω οργανωτικές μεταλλάξεις, ο κοινωνικός χώρος θα απελευθερωνόταν, η αντιμνημονιακή ιδεολογία θα έπαιρνε οργανωτική ύπαρξη και ο λαός θα είχε μπροστά του καθαρές τις πολιτικές πλατφόρμες τής ετεροδιακυβέρνησης με τις διάφορες αποκλίσεις. Είναι καιρός πια οι μνημονιακές μερίδες τής «δημοκρατικής παράταξης»  να αποφασίσουν την επαναθεμελίωσή τους σε ενοποιημένους πολιτικούς σχηματισμούς, με ή χωρίς την αυτοδιάλυσή τους.

Από την άλλη, θα παρατάσσονταν οι δυνάμεις τής εθνικής και συνταγματικής κυριαρχίας των αντιμνημονιακών πολιτών, που θα επαγγέλλονταν και θα διεκδικούσαν την επάνοδο της χώρας στη θεσμική κανονικότητα.

Οι εκλογές του 2023 άνοιξαν ήδη τη συζήτηση για το μέλλον ή το τέλος της Αριστεράς στην Ελλάδα, θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε πολύ σύντομα με συγκεκριμένες προτάσεις ώστε να καλυφθεί το κενό τής ανυπαρξίας τής εναλλακτικής διακυβέρνησης που είναι όρος επιβίωσης για τη χώρα και τον λαό.

          Αλέξης Π. Μητρόπουλος (Καθηγητής ΕΚΠΑ-Πρόεδρος ΕΝΥΠΕΚΚ)

          Δημήτρης Π. Μητρόπουλος (Νομικός)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας