Ο νέος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, πριν ακόμη αναλάβει επισήμως τα καθήκοντά του, διέπραξε ένα σημαντικό – καθοριστικό λάθος. Ακολουθώντας την πεπατημένη των προηγούμενων προέδρων, συναντήθηκε και συνομίλησε για την επανέναρξη των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων με τον πρόεδρο του αποσχιστικού μορφώματος Ερσίν Τατάρ.
Ο Νίκος Χριστοδουλίδης εξελέγη πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενός κράτους διεθνώς αναγνωρισμένου, μέλους του ΟΗΕ, της ΕΕ και άλλων διεθνών οργανισμών. Ο Ερσίν Τατάρ, αντίθετα, είναι ο πρόεδρος της μειονότητας των Τουρκοκυπρίων και των εποίκων της Ανατολίας που από το 1983 έχουν ανακηρύξει την κατεχόμενη, από τον τουρκικό στρατό, περιοχή ως ανεξάρτητο κράτος.
Πρόκειται για την αυτοαποκαλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου – ΤΔΒΚ», η οποία δεν έχει αναγνωριστεί ως ανεξάρτητο κράτος από καμία χώρα στον κόσμο, εκτός βεβαίως από την Τουρκία. Υπάρχουν και οι σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών – 541/1983 και 550/1984 – περί μη αναγνώρισης, από τη διεθνή κοινότητα, του αποσχιστικού μορφώματος.
Γιατί λοιπόν, ο πρόεδρος ενός διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους συναντάται με τον πρόεδρο μιας κοινότητας, έστω κι αν αυτή η συνάντηση ήταν προσώρας άτυπη στην οικία του Ειδικού Αντιπροσώπου του Γ.Γ. του ΟΗΕ Κόλιν Στιούαρτ; Δεν αντιλαμβάνεται ο κ. Χριστοδουλίδης ότι έτσι υποβαθμίζει το αξίωμά του και παράλληλα αναβαθμίζει αυτό του κ. Τατάρ;
Τώρα, στη διεθνή κοινότητα θα μπορούν να ομιλούν για συνέχιση του διαλόγου μεταξύ των δύο προέδρων ή για συνέχιση του διαλόγου μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εξισώνεται με τον πρόεδρο της τουρκικής κοινότητας.
Το ότι παρόμοιες συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν από τον προηγούμενο πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη και διαχρονικά σχεδόν απ’ όλους τους προέδρους της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν απαλλάσσει τον Νίκο Χριστοδουλίδη από το λάθος. Πρόκειται για ένα επαναλαμβανόμενο λάθος που έχει οδηγήσει, επί σαράντα εννέα χρόνια, όχι μόνο σε αδιέξοδο το Κυπριακό, αλλά και σε διεθνή αναβάθμιση της αποσχιστικής οντότητας, προς μέγιστο όφελος της Τουρκίας.
Η δικαιολογία για αυτές τις συνομιλίες είναι η εξεύρεση μιας λύσης στο κυπριακό πρόβλημα από τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Το Κυπριακό όμως, δεν είναι διακοινοτικό πρόβλημα, αλλά πρόβλημα παράνομης εισβολής, κατοχής, εθνοκάθαρσης και εποικισμού. Υπεύθυνη αυτών των τετελεσμένων είναι η Τουρκία η οποία όμως απουσιάζει από το «κάδρο». Έτσι απο-ενοχοποιείται.
Πιστεύει κανείς ότι η αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, η επιστροφή των προσφύγων στις περιουσίες τους και η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, που είναι τα ζητούμενα, θα αποφασιστούν από τον όποιον κ. Τατάρ; Γιατί λοιπόν ο Νίκος Χριστοδουλίδης αποδέχεται να συνομιλεί μαζί του; Για να δείξει απλώς ότι είναι πρόθυμος, όπως και οι προηγούμενοι πρόεδροι, για την εξεύρεση της «όποιας λύσης»;
Ο Ερσίν Τατάρ είναι μια μαριονέτα της Άγκυρας, η οποία και μόνο αυτή θα αποφασίσει με ποιες παραμέτρους και πότε θα αλλάξει το υπάρχον status quo στην Κύπρο. Ας μη σπαταλάει λοιπόν πολιτικό κεφάλαιο ο κ. Χριστοδουλίδης και ας ορίσει έναν υφυπουργό της κυβέρνησής του για να συνομιλεί, όποτε απαιτείται, με τον επικεφαλής της τουρκικής μειονότητας.
Ο νέος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει επίσημα να ζητήσει συνομιλίες με την κυβέρνηση της Άγκυρας, της οποίας τα στρατεύματα κατέχουν το 37,5% του εδάφους της Κύπρου. Το αίτημα βεβαίως θα είναι ρητορικό γιατί η Άγκυρα δε θα το αποδεχτεί αφού δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, τη θεωρεί «εκλιπούσα». Θα αποτελέσει, όμως, ένα δραστικό αναπροσδιορισμό της εξωτερικής πολιτικής επί του Κυπριακού στον ΟΗΕ, την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τις άλλες χώρες της περιοχής που έχουν συμφέρον να μην επιτρέψουν το γεωπολιτικό έλεγχο της Τουρκίας σ’ όλο το νησί της Αφροδίτης.
Μια τέτοια στρατηγική πρέπει ασφαλώς να χαραχθεί σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση και να περιλαμβάνει την ενεργοποίηση του «Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου» καθώς και την, με κάθε κόστος, ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, παράλληλα με αυτές της Ελλάδας. Ειδικότερα, στην ΕΕ κάθε θέμα που ενδιαφέρει την Τουρκία πρέπει να αντιμετωπίζει το σταθερό βέτο Κύπρου και Ελλάδος. Ασφαλώς θα υπάρξουν αντιδράσεις και πιέσεις από διάφορες πλευρές, αλλά, η αλλαγή στρατηγικής στο Κυπριακό αποτελεί ύψιστη εθνική προτεραιότητα.
Ο Νίκος Χριστοδουλίδης ως υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Αναστασιάδη, αλλά και κατά την προεκλογική εκστρατεία είχε ταχθεί υπέρ της αποκαλούμενης «Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας – ΔΔΟ» το περιεχόμενο της οποίας χαρακτηρίζεται από δημιουργική ασάφεια. Ο καθένας, για επικοινωνιακούς λόγους, συμπεριλαμβάνει στη ΔΔΟ τα χαρακτηριστικά που τον συμφέρουν.
Όμως η ΔΔΟ, εδώ και αρκετό καιρό, έχει απορριφθεί από την Άγκυρα και τον Ερσίν Τατάρ. Απαιτούν «κυρίαρχη ισότητα», «διεθνές καθεστώς» και «εγγενή δικαιώματα», δηλαδή, την αναγνώριση, από την ελληνική πλευρά, του «Τουρκικού Κράτους της Κύπρου» ως ισότιμου της Κυπριακής Δημοκρατίας και μόνο μετά από αυτό, την έναρξη διαπραγματεύσεων. Τώρα, ποιό θα είναι το αντικείμενο αυτών των διαπραγματεύσεων όταν θα έχουν νομιμοποιηθεί τα αποτελέσματα της εισβολής του 1974 είναι προφανές. Πρόκειται για φαρσοκωμωδία.
Οι ενδοτικοί, οι οπαδοί «της όποιας λύσης», οι υποστηρικτές του παλαιότερου Σχεδίου Ανάν σε Λευκωσία και Αθήνα υποστηρίζουν ότι χρειάζονται και άλλες υποχωρήσεις για την επανένωση της Κύπρου, ότι είναι και προς το συμφέρον της Τουρκίας η λύση του Κυπριακού, ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν είναι μειονότητα, αλλά, συνιδιοκτήτες της Κύπρου σύμφωνα με τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου και το Κυπριακό Σύνταγμα κ.α.
Μόνο που οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου του 1959 για την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν καταπατηθεί, άρα ακυρωθεί με αποκλειστική ευθύνη της Τουρκίας. Οι Συμφωνίες αυτές δεν προέβλεπαν την ύπαρξη δεύτερου ανεξάρτητου κράτους στο έδαφος της Κύπρου.
Το ερώτημα είναι αν το εξαρτημένο – ετεροπροσδιορισμένο πολιτικό σύστημα σε Αθήνα και Λευκωσία μπορεί να ακολουθήσει μια τέτοια εθνική στρατηγική. Η απάντηση είναι αρνητική. Θα εξακολουθήσουν να επιδιώκουν διερευνητικές συνομιλίες, μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, διαπραγματεύσεις και διάλογο, όπως εδώ και σχεδόν μια πεντηκονταετία. Δεν είναι ικανοί να αξιοποιήσουν ούτε τα «παράθυρα ευκαιρίας» που κατά καιρούς παρουσιάζονται.
Του Νίκου Ιγγλέση
Πηγή : www.ellinikiantistasi.gr