Το 2025 μπήκε
 με νέα επέλαση αυξήσεων και ακρίβειας

49

Αντιμέτωπα με ασφυκτικές οικονομικές πιέσεις αναμένεται να βρεθούν τα ελληνικά νοικοκυριά για μία ακόμη χρονιά, καθώς το 2025 κάνει ποδαρικό με ανατιμήσεις σε ασφάλιστρα αυτοκινήτων και υγείας, ακτοπλοϊκά εισιτήρια, αλλά και με μείζονες κινδύνους για νέες αυξήσεις τιμών σε φυσικό αέριο και ρεύμα, που λόγω του κομβικού τους ρόλου στην οικονομική δραστηριότητα διασπείρουν πληθωριστικές πιέσεις σε όλη την οικονομία.

Τα προκαταρκτικά στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής αρχής για τον Δεκέμβριο δεν ήταν κακά: έδειξαν ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα έκλεισε στο 2,9%, πάντα υψηλότερα του μέσου όρου της ευρωζώνης (2,4%), αλλά χαμηλότερα του Νοεμβρίου (3%).

Το πρόβλημα ωστόσο –σύμφωνα με τους αναλυτές– είναι ότι ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί εκ νέου σε όλη την Ευρώπη τους επόμενους μήνες, λόγω της ανόδου των τιμών του φυσικού αερίου αλλά και της υποτίμησης του ευρώ έναντι του δολαρίου που έχει ήδη αρχίσει, ιδίως αν ο Τραμπ πραγματοποιήσει την απειλή περί επιβολής δασμών στην Ευρώπη.

Το (σχετικά) καλό νέο για τα ελληνικά νοικοκυριά είναι ότι το πληθωριστικό κύμα του Ιανουαρίου δεν αφορά τα βασικά τρόφιμα – με την εξαίρεση του καφέ. Λόγω ξηρασίας σε Βραζιλία και Βιετνάμ, τις κύριες χώρες παραγωγούς, ο καφές έχει βρεθεί σε υψηλό 50 ετών, με άνοδο κατά 60% εως 70% σε σχέση με πέρσι, και οι αυξημένες τιμές έχουν φτάσει στην Ελλάδα από την 1η Ιανουαρίου. Οι αυξήσεις αυτές είναι άνω του 10% και θα τις δούμε μέσα στις επόμενες εβδομάδες στο ράφι αλλά και στις υπηρεσίες καφέ, take away, και καφετέριες.

Τα μέτωπα

Το κακό νέο όμως είναι ότι οι τιμές των τροφίμων παραμένουν στα ύψη. Και μπορεί τα στοιχεία του ΕΛΚΑ για τον Δεκέμβριο να έδειξαν αποπληθωρισμό της τάξης του -0,94% στα σουπερμάρκετ και να τα επικαλείται αυτά ο υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος για να υποστηρίξει ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει πολιτική κατά της ακρίβειας, γεγονός όμως είναι ότι αυτή η έστω και απειροελάχιστη μείωση τιμών οφείλεται κατά κύριο λόγο στις μειώσεις τιμών όλων των άλλων ειδών πλην των τροφίμων, δηλαδή σε απορρυπαντικά και είδη καθαρισμού (-10,52%), τροφές και είδη για κατοικίδια (-7,8%), χαρτικά, καλλυντικά και είδη προσωπικής υγιεινής (-5,42%), βρεφικές και παιδικές τροφές (-4,74%). Αντίθετα, στα τρόφιμα οι πληθωριστικές τάσεις, έστω και ηπιότερες, επιμένουν, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να εντοπίζονται κατά το ΙΕΛΚΑ τον Δεκέμβριο σε μπισκότα, σοκολάτες, ζαχαρώδη (+4,5%), φρέσκα ψάρια και θαλασσινά (+4,44%), ορεκτικά, αλίπαστα και άλλα σερβιριζόμενα είδη (+4,03%), αλκοολούχα ποτά (+3,42%), νερά, αναψυκτικά, χυμούς (+2,59%). Συν τοις άλλοις, δεν έχει εμφανιστεί ακόμη στο ράφι η μεγάλη πτώση στις τιμές του ελαιολάδου που όλοι περιμέναμε, παρά την καλή σοδειά σε όλη τη Μεσόγειο, και οι τιμές στα επώνυμα ελαιόλαδα παραμένουν εκεί που ήταν πέρσι, ενώ στα ελαιόλαδα ιδιωτικής ετικέτας υπάρχει μόνο μείωση -10%.

Από την άλλη μεριά ωστόσο ισχυρό κύμα αυξήσεων έχει ξεκινήσει στις υπηρεσίες, καθώς με την έναρξη του νέου έτους οι ασφαλιστικές εταιρείες άρχισαν να ανακοινώνουν αυξήσεις σε ασφάλιστρα αυτοκινήτων και υγείας. Η σκανδαλώδης αύξηση των ασφαλίστρων υγείας έως και 20% –που δεν αφορά τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, αλλά 900.000 μεσαίους και χαμηλομεσαίους που πληρώνουν ιδιωτική ασφάλιση φοβούμενοι την απαξίωση του ΕΣΥ– έχει προκαλέσει τις καταιγιστικές διαμαρτυρίες των καταναλωτικών οργανώσεων, ιδίως της ΕΚΠΟΙΖΩ, και έχει πάρει πολιτικές διαστάσεις, προκαλώντας παρέμβαση του ΠΑΣΟΚ που στρίμωξε την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ετσι, είδαμε τον Τ. Θεοδωρικάκο να εξαγγέλλει την Παρασκευή ότι η κυβέρνηση θα πάρει πίσω τη νομοθετική διάταξη περί Ενιαίου Δείκτη Υγείας ΙΟΒΕ που η ίδια είχε φέρει το 2020, επιτρέποντας στις ασφαλιστικές να χρεώνουν ό,τι θέλουν και υπονομεύοντας την παλαιότερη νομολογία υπέρ των καταναλωτών.

Συν τοις άλλοις, με την αυγή του νέου έτους, νέο γύρο αυξήσεων στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια προανήγγειλαν οι ακτοπλοϊκές εταιρείες, επικαλούμενες τα διάφορα πρόσθετα περιβαλλοντικά τέλη και τους κανονισμούς περί «πράσινων» και πολύ πιο ακριβών καυσίμων που τους επιβάλλονται από την ΕΕ. Ετσι, από την 1η Ιανουαρίου, επιβλήθηκαν αυξήσεις της τάξης του 12%-15% στις διεθνείς γραμμές, στα λιμάνια δηλαδή που συνδέουν την Ελλάδα και με την Ιταλία, και αναμένεται εντός του μήνα να επιβληθούν και στις γραμμές Πειραιά – Κρήτης, ενώ από την 1η Μαΐου ανάλογες ή και υψηλότερες αυξήσεις θα δούμε σε όλες τις ακτοπλοϊκές συνδέσεις Αιγαίου και Ιονίου.

Πανάκριβο το ρεύμα

Ωστόσο, το πιο σοβαρό πρόβλημα έχει να κάνει με τις αυξήσεις στην ενέργεια – παρούσες και μελλοντικές. Οχι επειδή υπήρξε κάποια αξιοσημείωτη μεταβολή στη χονδρεμπορική τιμή ενέργειας τον Δεκέμβριο –ελάχιστα άλλαξε η τιμή σε σχέση με τον Νοέμβριο– ούτε επειδή μεταβλήθηκαν σημαντικά οι χρεώσεις των εταιρειών τον Ιανουάριο. Οι περισσότερες εταιρείες τις κράτησαν σταθερές, αν και οι καταναλωτές που είναι στα πράσινα τιμολόγια της Elpedison, της Φυσικό Αέριο και της ZeniΘ, οι οποίες προχώρησαν σε αυξήσεις κατά 9%, 12% και 21% αντίστοιχα για τον Ιανουάριο παρά τη μείωση της χονδρεμπορικής τιμής κατά 6%, έχουν κάθε λόγο να είναι δυσαρεστημένοι.

Το μείζον πρόβλημα πλέον είναι ότι η χονδρεμπορική τιμή στην Ελλάδα παγιώνεται οριστικά σε υψηλά επίπεδα. Αλλά και το ότι το πράσινο τιμολόγιο, που υποτίθεται ότι πρότεινε ο Θόδωρος Σκυλακάκης προς τα νοικοκυριά, ως εργαλείο ικανό να εγγυηθεί αυξημένη διαφάνεια, δυνατότητα συγκρίσεων, λειτουργία του ανταγωνισμού ώστε να πέσουν οι τιμές του ρεύματος, τώρα πλέον, 12 μήνες μετά την εισαγωγή του, φαίνεται ότι έχει οριστικά ναυαγήσει. Εχει οριστικά ναυαγήσει γιατί τιμές στα 14-15 λεπτά η κιλοβατώρα –με κρατικές επιδοτήσεις 1,5 λεπτού η κιλοβατώρα και με εκπτώσεις συνέπειας– σημαίνουν ότι, αν κάποιος καθυστερήσει έστω και μία μέρα την πληρωμή του μηνιαίου λογαριασμού του, καταλήγει να πληρώνει το ρεύμα προς 20 λεπτά η κιλοβατώρα – είναι ακριβό, πανάκριβο ρεύμα, όχι προσιτό.

Γι’ αυτό τον λόγο το Reuters –σε αντιδιαστολή με τους κυβερνητικούς που κάθε τόσο βγαίνουν και λένε ότι η Ελλάδα δεν έχει πολύ ακριβό ρεύμα– επέλεξε την περασμένη εβδομάδα να αναδείξει την ενεργειακή ακρίβεια ως μείζον πρόβλημα της χώρας, τονίζοντας ότι η χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος ήταν τον Αύγουστο 12 φορές υψηλότερη από αυτήν των σκανδιναβικών χωρών, αλλά και από εκείνη των άλλων χωρών της νοτιοανατολικής Ευρώπης.

«Ενώ η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 προκάλεσε πανευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα αυξάνονται όλο και περισσότερο» έγραψε μεταξύ άλλων το Reuters. «H Ελλάδα έχει δαπανήσει από το 2021 11 δισεκατομμύρια ευρώ για ενεργειακές επιδοτήσεις στην προσπάθειά της να προστατεύσει τους καταναλωτές. Το 2022 η δαπάνη ανήλθε στο 5,3% του ΑΕΠ – μακράν η υψηλότερη στην ΕΕ και διπλάσια από τη δεύτερη Ιταλία, σύμφωνα με τη γαλλική εταιρεία συμβούλων ενέργειας Enerdata. Παρά τις προσπάθειες της Αθήνας να θωρακίσει τους πολίτες από τις αυξήσεις του ενεργειακού κόστους, η κατάσταση έχει επιδεινώσει την κρίση κόστους ζωής στην Ελλάδα, στον απόηχο της κρίσης χρέους 2009-18, η οποία μείωσε τους μισθούς, τις συντάξεις και τις επενδύσεις στην παραγωγή ενέργειας και στις μεταφορές» τονίζει το δημοσίευμα.

«Οι αυξημένες τιμές της ενέργειας και ο αρνητικός αντίκτυπος στο ΑΕΠ είναι ταυτολογία» δήλωσε ο Νίκος Μαγγίνας, ανώτερος οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας. «Οι αυξημένες τιμές έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην κατανάλωση των νοικοκυριών και στη διάρθρωση του κόστους για τις βιομηχανίες, τις αεροπορικές εταιρείες και τη ναυτιλία» καταλήγει το δημοσίευμα του πρακτορείου, παραθέτοντας μάλιστα τις δηλώσεις ενός επιχειρηματία της εστίασης με μαγαζί στην Πλάκα, που δηλώνει ότι πληρώνει για ρεύμα 3.000-3.800 ευρώ τον μήνα, όσο και για νοίκι, κι ότι από το 3% του τζίρου του προ τριετίας το ρεύμα έχει φτάσει πια το 15%, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται να αυξήσει τις τιμές, ενώ ξέρει πως αυτό δεν είναι καλό και πλήττει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας ως τουριστικού προορισμού συγκριτικά με άλλες μεσογειακές χώρες.

Για τα εστιατόρια και τις άλλες μικρές επιχειρήσεις (φούρνοι, ζαχαροπλαστεία κ.ά.) η κυβέρνηση υποσχέθηκε ότι –σε αντίθεση με την ενεργειακή κρίση του καλοκαιριού, κατά την οποία είχαν αφεθεί στην τύχη τους– αυτήν τη φορά θα δώσει επιδοτήσεις. Για να μην επαναληφθεί όμως το περσινό φιάσκο, όταν το υπουργείο Ενέργειας έφτασε να ζητήσει πίσω τις επιδοτήσεις που είχε δώσει στις μικρές επιχειρήσεις την περίοδο 2022 – 2023 επειδή δεν είχε πάρει την έγκριση της Κομισιόν, οι επιδοτήσεις αυτήν τη φορά θα δοθούν μέσω μιας πλατφόρμας που θα ανοίξει τον Φεβρουάριο, όπου θα υποβάλουν αίτηση οι επιχειρήσεις καταθέτοντας υπεύθυνες δηλώσεις πως δεν έχουν υπερβεί το πλαφόν των κρατικών ενισχύσεων του κανόνα de minimis (έως 300.000 ευρώ την τελευταία τριετία). Τότε υποτίθεται ότι θα δοθούν ενισχύσεις για το ρεύμα στις μικρές επιχειρήσεις για το τρίμηνο Δεκεμβρίου – Φεβρουαρίου, αλλά κανείς δεν ξέρει για τι ποσά πρόκειται και πόσο θα βοηθήσουν.

Αντίθετα, εκτός επιδοτήσεων μένει για ακόμη μία φορά η ελληνική βιομηχανία. «Η βιομηχανία συνεχίζει να παλεύει μόνη της, παρά την έκθεση Ντράγκι και τα ευχολόγια, πληρώνοντας το ρεύμα στα 170 ευρώ τη μεγαβατώρα, μια από τις υψηλότερες τιμές στην Ευρώπη, καθώς οι φθηνές ΑΠΕ δεν έχουν καταφέρει να ρίξουν τα κόστη στο ρεύμα» δήλωσε την περασμένη Τετάρτη ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ Αντώνης Κοντολέων, κρούοντας μάλιστα προειδοποιητικό καμπανάκι για τη μείωση των πρόδρομων οικονομικών δεικτών τον Δεκέμβριο λόγω υποχώρησης των προβλέψεων για παραγγελίες, ζήτηση και παραγωγή κατά τους προσεχείς μήνες.

Ισορροπία 
τρόμου
στην αγορά
ενέργειας

Υπό ποιους όρους τα πράγματα μπορεί να επιδεινωθούν περαιτέρω στην αγορά ενέργειας; Μπορεί να επιδεινωθούν περαιτέρω αν επαληθευτούν οι προβλέψεις του Ευάγγελου Μυτιληναίου, επικεφαλής όχι μόνον της ελληνικής Metlen αλλά και της Eurometaux, της συνομοσπονδίας της ευρωπαϊκής μεταλλουργίας, για τον κίνδυνο να ανέβουν κι άλλο οι ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου.

Σε δήλωσή του την περασμένη εβδομάδα, με αφορμή το πλήρες «στοπ» της παροχής ρωσικού αερίου στην κεντρική Ευρώπη από την Ουκρανία, επισήμανε μεταξύ άλλων ότι το γεγονός αυτό έρχεται σε μια πολύ κακή στιγμή για την ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, που βρίσκεται πλέον σε «ισορροπία τρόμου», όπως έδειξε και η άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου από τα 30 έως τα 50 ευρώ μέσα στον Δεκέμβριο. Αν η τιμή μείνει εκεί, «20 ευρώ αύξηση τιμής σε μια ποσότητα 500 δισ. κ.μ. αερίου που εισάγει η Ευρώπη, σημαίνει πρόσθετος λογαριασμός για ενέργεια 100 δισ. ευρώ ετησίως» υπολόγισε ο Ευ. Μυτιληναίος.

Ο λογαριασμός μπορεί να αυξηθεί κι άλλο αν υπάρξουν μέρες με πολύ κρύο και αρχίσουν να αδειάζουν οι ευρωπαϊκές αποθήκες φυσικού αερίου, οδηγώντας τις τιμές κοντά στα 70 ευρώ η μεγαβατώρα – και για την Ευρώπη και για την πρωταθλήτρια στην ακριβή ενέργεια χώρα μας.

ΠΗΓΗ Documento

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας