Τι σημαίνει για τα ελληνικά συμφέροντα η οριοθέτηση ΑΟΖ Τουρκίας-Συρίας

86

Μερικά δεδομένα είναι “γραμμένα στον χάρτη” και ισχύουν ανεξαρτήτως πολιτικών συγκυριών. Ένα από αυτά αφορά τη σχέση της Ελλάδας και της Συρίας ως “φυσικών” συμμάχων. Και εξηγεί το γιατί η έκλειψη της Συρίας ως κυρίαρχου κράτους συγκαταλέγει και την Ελλάδα μεταξύ των ηττημένων, ακόμη και ενός πολέμου στον οποίο αυτή υπήρξε αμέτοχη.

Ή όχι και τόσο αμέτοχη – αν συνυπολογίσουμε τη συμμετοχή με ζήλο στο πολιτικό και οικονομικό μποϊκοτάζ των “27” κατά της Δαμασκού τα προηγούμενα χρόνια, την ταύτιση με το Ισραήλ, την ουσιαστική αδιαφορία πολιτικών και εκκλησιαστικών αρχών για την τύχη των Σύρων Ελληνορθοδόξων που είχαν φθάσει να συγκροτούν πολιτοφυλακές για να υπερασπισθούν τον εαυτό τους, με άλλα λόγια την εξανέμιση του πολιτισμικού-διπλωματικού κεφαλαίου της Ελλάδας στην περιοχή. Και κοντά σε αυτά, την αδυναμία της ελλαδικής ελίτ να διανοηθεί ότι ενδέχεται κάποιες στιγμές τα ιδιαίτερα εθνικά συμφέροντα να μην ταυτίζονται με αυτά της “συλλογικής Δύσης” και χρειάζεται να τα προωθήσει κατά το δυνατόν με ευελιξία, κινητικότητα και πολυδιάστατο προσανατολισμό.

Φαντασιώνεται η Αθήνα ότι γεωγραφικά απέχει λιγότερο από το Παρίσι και τις Βρυξέλλες απ’ ό,τι από την Τρίπολη και τη Δαμασκό. Και ξυπνά μία πρωία συνειδητοποιώντας πόσο κοντά της βρίσκεται η Λιβύη και αντιμετωπίζοντας το τετελεσμένο του τουρκο-λιβυκού μνημονίου οριοθέτησης θαλασσίων δικαιοδοσιών, το οποίο προκλητικά αγνοεί την ύπαρξη της Κρήτης. Ή τώρα του τουρκο-συριακού μνημονίου, προφανώς ερήμην της Κύπρου, για το οποίο κάνει λόγο ο τουρκικός Τύπος.

Άγνωστο παραμένει ποιος βαθμός προεργασίας έχει υπάρξει για ένα τέτοιο κείμενο (και αναρωτιέται κανείς ποιο θα είναι το… input των πρώην ανταρτών που τώρα εκπροσωπούν τη συριακή πλευρά). Αλλά δεν υφίσταται κανένας λόγος να μην αποτολμήσει η Άγκυρα αυτή την κίνηση τη συγκεκριμένη στιγμή. Οι διαμαρτυρίες του ελληνικού και του κυπριακού Υπουργείου Εξωτερικών για παραβίαση του διεθνούς δικαίου και η επίκληση της ανάγκης προστασίας των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα κάμψουν ασφαλώς τα δεδομένα που δημιουργεί η σκληρή ισχύς σε μία φάση δραματικής ρευστότητας στην περιοχή.

Η Τουρκία αποτελεί τον μοναδικό παίκτη με “μόχλευση” στο χαοτικό τοπίο της μετά τον Άσαντ Συρίας. Είναι η μόνη χώρα που απέστειλε ήδη στη Δαμασκό τον αρχηγό των μυστικών της υπηρεσιών, καθώς και τον προκάτοχό του, ήδη προαχθέντα σε υπουργό Εξωτερικών, για να επιθεωρήσουν τα αποτελέσματα της πολυετούς εργασίας τους ως προς τη στήριξη των ισλαμιστών ανταρτών.

Ταμείο

Ήρθε λοιπόν η ώρα για να “κάνει ταμείο” η Τουρκία: τα αντικειμενικά πλεονεκτήματά της (παραγωγική βάση, δημογραφία προς το παρόν ανθηρή, δοκιμασμένος στρατός, πολιτισμικά στοιχεία που δοκιμάζεται να αξιοποιηθούν για την προβολή “μαλακής ισχύος”) συνδυάσθηκαν με μία παροιμιωδώς απρόβλεπτη έως τυχοδιωκτική πολιτική στάση, που όμως αντί να την απομονώσει, κατά τα θρυλούμενα, την έφερε στο ίδιο μετερίζι με την ισραηλοκεντρική επιδίωξη της Δύσης για κατακερματισμό και καθυπόταξη του αραβικού κόσμου.

Η ομολογημένη επιθυμία για τη δημιουργία ενός τουρκικού οιονεί προτεκτοράτου στη Συρία αποτελεί βέβαια έναν δρόμο στρωμένο με αρκετές παγίδες. Όμως καμία άλλη δύναμη δεν έχει αντίστοιχη εικόνα για το παρόν της Συρίας και δυνατότητα παρέμβασης στον σχεδιασμό του μέλλοντός της. Εξ ου και κάθε τρίτος ενδιαφερόμενος, από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ μέχρι τους ιθύνοντες των ΗΠΑ και της ΕΕ με τον Ερντογάν και τον Φιντάν είναι υποχρεωμένος να συνομιλεί.

Ένα τουρκο-συριακό μνημόνιο προορίζεται να αντιμετωπισθεί ως “παρωνυχίδα” μέσα στις τεράστιες προκλήσεις της στιγμής. Πόσο μάλλον που η νέα κατάσταση απελευθερώνει δυνατότητες για ενεργειακή διασύνδεση των χωρών της περιοχής (συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ) με την Τουρκία μέσω συριακού εδάφους.

Οι προειδοποιήσεις της Άγκυρας ότι δεν θα αφεθεί εκτός παιδιάς στα ζητήματα της ανατολικής Μεσογείου ίσχυσαν μέχρι κεραίας. Και θα ληφθούν υπόψη και από τις χώρες που λογίζονταν ως “αντίβαρα” υπέρ της Ελλάδας.

Αλλά το ερώτημα που τίθεται για την ελληνική διπλωματία είναι πολύ ευρύτερο. Οι εξελίξεις στη Συρία επικυρώνουν τη στροφή της Τουρκίας (όπου λ.χ. διακηρύσσεται από σημαίνοντα πρόσωπα πως “το Χαλέπι ήταν πάντα τουρκικό”) σε μιαν ανοικτά επεκτατική πολιτική. Αφορά αυτή μόνο τα νότια και ανατολικά σύνορά της; Και σε άμεσο χρόνο, μπορεί ο ελληνοτουρκικός διάλογος της τελευταίας διετίας (που λειτούργησε και απενοχοποιητικά για την Τουρκία στα μάτια τρίτων) να αντέξει τη δοκιμασία ενός τουρκο-συριακού μνημονίου;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας