Η πορεία των μοτοσικλετιστών, από την Πύλη του Βραδεμβούργου μέχρι την Δερύνεια, θέλησε να ταρακουνήσει τα «λιμνάζοντα νερά» στην Κύπρο. Καλοκαίρι του 1996. Ήταν μια προσπάθεια ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Ήταν, όμως και μια προσπάθεια να «παρασύρει» και την κυπριακή κοινωνία σε μια εκδήλωση ενάντια στη συνεχιζόμενη κατοχή. Να ξαναμπεί το ΔΕΝ δίπλα στο ΞΕΧΝΩ. Ήταν μια αιματοβαμμένη εκδήλωση. Παρά τις προσπάθειες- και από πλευράς της κυβέρνησης, για ματαίωση της εκδήλωσης, αυτή πραγματοποιήθηκε. Οι μοτοσυκλετιστές, περίπου 7000, είχαν συγκεντρωθεί στο Μακάρειο Στάδιο στη Λευκωσία και ξεκίνησαν για τη Δερύνεια.
Οι διαδηλωτές έφθασαν στη Δερύνεια. Πέρασαν στη νεκρή ζώνη. Οι Τούρκοι, που εκτόξευαν απειλές, έστειλαν «προκεχωρημένες δυνάμεις» τους «Γκρίζους Λύκους» με ρόπαλα και πέτρες. Ο Τάσος Ισαάκ, ένας νέος άνθρωπος, κάτοικος της περιοχής, έδωσε το παρόν του. Είχε περάσει με τους υπόλοιπους στη νεκρή ζώνη. Είχε κάποια στιγμή προσπαθήσει και τα κατάφερε να απελευθερώσει ένα νεαρό από τα χέρια των αγριεμένων «Γκρίζων Λύκων». Στη συνέχεια τον περικύκλωσαν και άρχισαν να τον κτυπούν μέχρι θανάτου. Οι εικόνες τρομακτικές. Όλο το μίσος και ο φανατισμός στα οπλισμένα με ρόπαλα χέρια των εθνικιστών. Τον σκότωσαν γιατί; Επειδή ήθελε ελεύθερη πατρίδα. Επειδή ήταν Έλληνας; Ένας νέος, που είχε μπροστά του μια ολόκληρη ζωή, που περίμενε τη γυναίκα του να γεννήσει, έχασε τη ζωή του. Ένα μήνα μετά γεννήθηκε η κορούλα του, η Αναστασία. Το μωράκι, το χελιδοκάνι που τραγουδήθηκε από τη Χαρούλα. Η Αναστασία, που πρωτοστατεί στις αντικατοχικές εκδηλώσεις.
Στις 14 Αυγούστου 1996, τελέστηκε η κηδεία του Τάσου, η οποία μετατράπηκε σε μια νέα μεγάλη αντικατοχική εκδήλωση. Η οργή στράφηκε προς τα κατεχόμενα. Οι διαδηλωτές εισήλθαν στη νεκρή ζώνη. Από τα κατεχόμενα ακούγονταν πυροβολισμοί. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει την εξέλιξη. Ένας άλλος νέος, συγγενής του Τάσου, ο Σολωμός Σολωμού, ο Σολάκης, έδειξε αποφασισμένος. Είχε καθαρό βλέμμα και έβλεπε προς τα κατεχόμενα. Ζήτησε ένα τσιγάρο από ένα φίλο του. Άναψε το τελευταίο του τσιγάρο και έτρεξε, παρακάμπτοντας τον Ειρηνευτή που στεκόταν εκεί και πέρασε στα κατεχόμενα. Ακούγονταν φωνές «ρε που πάς;». Τις άφησε, όμως, όλες πίσω του. Ανέβηκε με το τσιγάρο στο στόμα και σίγουρος για αυτό που έκανε- φαινόταν στο πρόσωπο του- να ανεβαίνει στον ιστό. Για να κατεβάσει τη σημαία του κατακτητή. Από το τουρκικό φυλάκιο, στο οποίο βρισκόταν και ο Ντενκτάς, ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ο Σολάκης κτυπήθηκε. Κρατήθηκε από τον ιστό και σιγά-σιγά γλίστρησε προς τη γη. Το έχω γράψει ξανά γιατί το πιστεύω ακράδαντα:
- Ο Σολάκης λειτούργησε, όπως τότε ο Γλέζος και ο Σάντος, όταν κατέβασαν την κατοχική γερμανική σημαία από την Ακρόπολη. Στους Γλέζο και Σάντο πήγε το μυαλό των περισσοτέρων όταν είδαν την εικόνα με τον Σολωμό…
Από τους πυροβολισμούς, στις 14 Αυγούστου, τραυματίσθηκαν 11 πρόσωπα. Οι δολοφόνοι, κυκλοφορούν ελεύθεροι και αμετανόητοι. Κανένας δεν συνελήφθηκε για να δικαστεί, παρά τα διεθνή εντάλματα, που έχουν εκδοθεί.
Τότε ακούστηκαν και οι γνωστές φωνές του «ρεαλισμού», οι οποίες θέλουν να ταυτίζονται με τη «λογική». Το αφήγημα γνωστό:
- Τι γύρευαν να βρεθούν εκεί, μεταξύ των «Γκρίζων Λύκων», δεν γνώριζαν πως κινδύνευαν;
- Γιατί να ανέβει στον ιστό να κατεβάσει τη σημαία τους.
Για να φθάσουν στο διά ταύτα: Κι εάν αποφάσιζαν οι Τούρκοι να προελάσουν; Η φωνή της «λογικής», η φωνή του «ρεαλισμού», που κάποτε ευθέως κάποτε ακροθιγώς, θεωρούν πως είτε δεν θα πρέπει να ενοχλείται η κατοχική δύναμη είτε πρέπει να ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της για να μην θυμώσει και αντιδράσει ο Ερντογάν και ο εκάστοτε Ερντογάν.