Το 2015, τη χρονιά που η Ελλάδα διαπραγματευόταν με τους πιστωτές της σκληρά μέτρα λιτότητας για να διορθώσει τα οικονομικά της, εξακολουθούσε να δαπανά περισσότερο από τη Γερμανία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο ως ποσοστό του ΑΕΠ
«Η Ελλάδα προσφέρει πολύτιμα μαθήματα για την Ευρώπη όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες» είναι ο τίτλος δημοσιεύματος του Bloomberg… Και σε μια πρώτη ανάγνωση θα έλεγε κάποιος ότι εξυμνεί τις επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση, όμως, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις επέλεξαν να προχωρήσουν σε υπέρογκες αμυντικές δαπάνες ακόμα και στην περίοδο της κρίσης χρέους, όπου ο ελληνικός λαός τρεφόταν… από συσσίτια. Μάλιστα, η Ελλάδα δαπανά περισσότερα από τα μεγαλύτερα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Κι όλα αυτά τη στιγμή που η εγχώρια αμυντική βιομηχανία θα έλεγε κάποιος ότι είναι σχεδόν… ανύπαρκτη και είναι απαραίτητη για τη διατήρηση αξιόπιστων ενόπλων δυνάμεων με την πάροδο του χρόνου.
«Όταν χτυπάει ο συναγερμός στην αεροπορική βάση της Τανάγρας βορειοδυτικά της Αθήνας, ένα μαχητικό αεροσκάφος Rafale δεν χρειάζεται περισσότερο από πέντε λεπτά για να σηκωθεί και να ξεκινήσει πέρα από το Αιγαίο Πέλαγος προς τα σύνορα με την Τουρκία.
Η Ελλάδα έχει μια μακρά αντιπαλότητα με τον γείτονά της για τα κυριαρχικά δικαιώματα στα νησιωτικά ύδατα που τους χωρίζουν. Παρά το γεγονός ότι είναι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, οι δυνάμεις τους έφτασαν περιβόητα κοντά σε σύγκρουση το 1996 και η ένταση κλιμακώθηκε ξανά μόλις πριν από πέντε χρόνια» επισημαίνεται στο δημοσίευμα του Bloomberg και τονίζεται πως η Ελλάδα υπερέβαινε σταθερά τον στόχο του ΝΑΤΟ για δαπάνες 2% του ΑΕΠ, ακόμη και στο αποκορύφωμα της κρίσης δημόσιου χρέους που «γονάτισε» την οικονομία. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το 2015, όταν η Ελλάδα έδινε μάχη με τους πιστωτές της για τα εξοντωτικά μέτρα λιτότητας, εξακολουθούσε να υπερβαίνει τις δαπάνες της Γερμανίας, της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου ως ποσοστό του ΑΕΠ.
«Η αμυντική δομή της Ελλάδας είναι δομημένη κυρίως γύρω από την αποτροπή της Τουρκίας», δήλωσε η Ινώ Αφεντούλη, εκτελεστική διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων στην Αθήνα και πρώην αξιωματούχος του ΝΑΤΟ. «Δεν υπάρχει άλλη προτεραιότητα».
«Η θέση της Ελλάδας είναι πολύ ιδιαίτερη γεωπολιτικά, θέτοντας πολλές προκλήσεις για την ασφάλεια», δήλωσε ο Σπύρος Μπλαβούκος, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνεργάτης του think tank ΕΛΙΑΜΕΠ. Η γεωγραφία σημαίνει ότι η χώρα «βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία εγρήγορσης όσον αφορά τις αμυντικές της δαπάνες και τα προγράμματα στρατιωτικού εξοπλισμού».
Σχεδόν… ανύπαρκτη η ελληνική αμυντική βιομηχανία
Ωστόσο, ενώ η Ελλάδα έχει προχωρήσει στην αγορά εξοπλισμού, σε αντίθεση με την Τουρκία, παράγει πολύ λίγα από αυτά. Ένα μεγάλο μέρος των δαπανών της χώρας έχει δαπανηθεί για το στρατιωτικό προσωπικό και την προμήθεια όπλων από το εξωτερικό, ενώ πολύ λίγα έχουν δαπανηθεί για έρευνα και ανάπτυξη. Πρόκειται μια χαμένη ευκαιρία -σύμφωνα με την κ. Αφεντούλη- μια ευκαιρία, που η Ευρώπη θα πρέπει να αποφύγει να τη χάσει, καθώς οι χώρες ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη αβεβαιότητα σχετικά με τον ρόλο των ΗΠΑ στην ασφάλεια της Ευρώπης υπό την κυβέρνηση του προέδρου, Donald Trump.
«Εάν έχετε μια δεκαετή αμυντική στρατηγική, θα πρέπει να οικοδομήσετε μια εθνική βιομηχανία με βάση αυτά που έχετε και αυτά που θα χρειαστείτε στο μέλλον», είπε η ίδια. «Θα μπορούσατε να έχετε ένα οικοσύστημα που να ενισχύει την ανάπτυξη των εγχώριων εταιρειών», πρόσθεσε. «Δεν μιλάμε για βαριά όπλα ή αεροπλάνα, αλλά ίσως για ανταλλακτικά ή αμυντικό λογισμικό».
Επισημαίνεται ότι η Ελλάδα διαθέτει δύο κύριες αμυντικές εταιρείες: την Ελληνική Βιομηχανία Όπλων (ΕΑΣ), που παράγει διάφορα είδη πυρομαχικών, και την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ), η οποία υποστηρίζει μαχητικά αεροσκάφη και κατασκευάζει εξαρτήματα για αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένων των F-16.
Με έδρα την Τανάγρα δίπλα στην αεροπορική βάση, η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία βρίσκεται στη διαδικασία παραγωγής των δικών της μη επανδρωμένων αεροσκαφών καθώς και ενός συστήματος κατά των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, μια πρώιμη έκδοση του οποίου αναπτύχθηκε σε ελληνικά πολεμικά πλοία που συμμετείχαν στην πρόσφατη ναυτική επιχείρηση της ΕΕ Aspides στην Ερυθρά Θάλασσα. «Οι σύγχρονοι πόλεμοι έχουν αποδείξει ότι η ύπαρξη εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας αποτελεί προϋπόθεση για να έχουμε αξιόπιστες ένοπλες δυνάμεις σε βάθος χρόνου», δήλωσε ο Αλέξανδρος Διακόπουλος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας. «Πρέπει να είσαι σε θέση να κατασκευάζεις κάποια συστήματα αυτόνομα, ώστε να μπορείς να τα υποστηρίζεις χωρίς να χρειάζεται να τα παίρνεις από το εξωτερικό».
Οι αμυντικές δαπάνες… ως πολιτικό εργαλείο
Ωστόσο, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εκδοχή που παρουσιάζει η Σπύρος Μπλαβούκος, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνεργάτης του think tank ΕΛΙΑΜΕΠ, σύμφωνα με τον οποίο οι αμυντικές δαπάνες είναι ένα πολιτικό εργαλείο. Εξασφαλίζουν «κάποιο είδος πολιτικής προστασίας ή κάποιου είδους ειδική σχέση με τρίτες χώρες, μεγάλες δυνάμεις που έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα και ρόλους στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου», είπε.
Πράγματι, η κλίμακα των δαπανών της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ συγκρίνεται μόνο με ΗΠΑ ή χώρες της ΕΕ που βρίσκονται κοντά στη Ρωσία, όπως η Πολωνία ή οι χώρες της Βαλτικής.
Η εστίαση της Ελλάδας στη διατήρηση μιας αποτρεπτικής δύναμης είναι επίσης εμφανής στο στρατιωτικό προσωπικό της χώρας. Λίγο πάνω από το 1% του πληθυσμού απασχολείται στις δυνάμεις της χώρας, σε σύγκριση με το 0,6% στην Τουρκία, το 0,4% στις ΗΠΑ και το 0,2% στη Γερμανία. Ακόμη και κατά τη διάρκεια των ετών της κρίσης, οι όποιες εξοικονομήσεις προέρχονταν από την περικοπή των λειτουργικών δαπανών, δήλωσε ο Δημήτρης Λιάκος, πρώην υφυπουργός και μέλος της ομάδας που διαπραγματεύτηκε το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας με την Ευρωζώνη. «Δεν υπήρξε ποτέ συζήτηση για μείωση των προγραμμάτων αμυντικών προμηθειών», είπε. «Αναγνωρίστηκε η μοναδικότητα της Ελλάδας».