Τα άδεια πορτοφόλια βούλιαξαν και φέτος τις εκπτώσεις

90

Σε παρατεταμένη κρίση βυθίζεται το εγχώριο λιανεμπόριο, όπως έδειξαν και οι χειμερινές εκπτώσεις που ολοκληρώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, απογοητεύοντας τους έμπορους. Ενδεικτικά, μία στις δύο εμπορικές επιχειρήσεις δήλωσε ότι στις φετινές εκπτώσεις είχε χαμηλότερο τζίρο σε σχέση με πέρυσι, χρονιά κατά την οποία πάλι είχε δηλώσει ότι είχε κάνει χαμηλότερο τζίρο σε σχέση με πρόπερσι.

Αυτή η κρίση όμως δεν είναι ισομερώς μοιρασμένη σε όλες τις επιχειρήσεις. Τη μεγάλη ζημιά υφίστανται κατά κύριο λόγο οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, που παρά τον πληθωρισμό και την αύξηση του λειτουργικού κόστους είχαν πτώση ακόμη και του ονομαστικού τζίρου τους το 2024, σε αντιδιαστολή με τις μεγάλες, οι οποίες κατέγραψαν αύξηση πωλήσεων διπλάσια από τον πληθωρισμό.

Αυτά είναι τα βασικά ευρήματα της έρευνας του ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ για τις χειμερινές εκπτώσεις 2025, που είχε διευρυμένο χαρακτήρα καθώς συμπεριέλαβε 900 εμπορικά σημεία και καταστήματα σε όλη την Ελλάδα. Για πρώτη φορά μάλιστα συνδυάστηκε με ανάλυση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ για τους τζίρους του ελληνικού λιανεμπορίου ανά κλάδο (τρόφιμα, καύσιμα και αυτοκίνητα, λοιπά είδη) και ανά μέγεθος επιχείρησης.

Ειδικότερα, στην έρευνα για τις χειμερινές εκπτώσεις που παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα ο διευθυντής του ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ και καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας Χαράλαμπος Αράχωβας διαπιστώθηκε:

• Πάνω από μία στις δύο εμπορικές επιχειρήσεις (55%) δήλωσαν ότι είχαν μειωμένες πωλήσεις σε σχέση με πέρυσι και μόνο μία στις δέκα ανέφερε ότι βελτίωσε τις πωλήσεις της. Από τις επιχειρήσεις που δήλωσαν χειρότερες πωλήσεις, το 32% ανέφερε πτώση έως 10%, το 43% πτώση 11% έως 20% και το υπόλοιπο 25% πτώση άνω του 20%, ποσοστά αρκετά μεγάλα, αν ληφθούν υπόψη οι οικονομικές πιέσεις που επιβαρύνουν πλέον τις εμπορικές επιχειρήσεις. Από τις επιχειρήσεις που δήλωσαν αύξηση πωλήσεων, το 53% ανέφερε αύξηση έως 10% και το 43% από 10% έως 20%.

• Για τον λόγο αυτό μία στις δύο εμπορικές επιχειρήσεις (48%) δήλωσε λίγο έως καθόλου ικανοποιημένη από τις πωλήσεις της κατά τις χειμερινές εκπτώσεις, το 45% δήλωσε μέτρια ικανοποιημένο και μόλις το 7% δηλώνει πολύ ικανοποιημένο. Το νέο και απροσδόκητο ίσως στοιχείο της φετινής εκπτωτικής περιόδου ήταν ότι για όλες τις κατηγορίες των επιχειρήσεων οι πωλήσεις ήταν χαμηλές τον Ιανουάριο, που παραδοσιακά ήταν ο καλός μήνας των χειμερινών εκπτώσεων συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια.

• Δύο στις τρεις εμπορικές επιχειρήσεις ανέφεραν ότι προχώρησαν σε υψηλά ποσοστά εκπτώσεων, άνω του 30%, όπως είχαν κάνει και πέρυσι, προκειμένου να αυξήσουν τις πωλήσεις τους, γεγονός που καταδεικνύει ότι το λιανεμπόριο είναι σε χρονίζουσα κρίση.

• Εξι στις δέκα εμπορικές επιχειρήσεις δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν να παρέχουν εκπτώσεις και προσφορές και μετά το τέλος των εκπτώσεων προκειμένου να αυξήσουν τις πωλήσεις τους. Ωστόσο, μία στις δύο επιχειρήσεις δήλωσε ότι επιθυμεί να μειωθεί η διάρκεια των επίσημων εκπτώσεων – ιδίως οι μικρότερες, για να μπορούν να κάνουν προσφορές ανάλογα με το στοκ που έχουν στα καταστήματά τους ώστε να βελτιώσουν τα έσοδά τους, καθώς αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει μείωση του πραγματικού εισοδήματος.

• Οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις δήλωσαν ότι κατά την περίοδο των εκπτώσεων οι πωλήσεις από το ψηφιακό κανάλι ήταν χαμηλότερες από τις φυσικές πωλήσεις, αν και παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης.

• Μόνο μία στις δύο εμπορικές επιχειρήσεις δήλωσε ότι είναι ενημερωμένη για το νέο χρηματοδοτικό εργαλείο των μικροπιστώσεων, μέσω των οποίων μπορούν να εξασφαλιστούν χαμηλότοκα δάνεια. Αλλά και από όσες επιχειρήσεις είναι ενημερωμένες οκτώ στις δέκα δεν θέλουν να το χρησιμοποιήσουν, ανέφερε ο καθηγητής Αράχωβας, ενδεχομένως γιατί ο δανεισμός σημαίνει επένδυση στις προοπτικές μιας επιχείρησης και οι μεγάλες πιέσεις της περιόδου, από τους πτωτικούς τζίρους έως το αυξημένο ενεργειακό κόστος και από την τεκμαρτή φορολόγηση έως το αυξημένο κόστος φορολογικής συμμόρφωσης, δημιουργούν αβεβαιότητα. Παρουσιάζοντας τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το λιανεμπόριο, ο συντονιστής του τμήματος Οικονομικής Ανάπτυξης του ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ Μανόλης Μανιούδης ανέφερε ότι το 2024 ο τζίρος για το σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου διαμορφώθηκε στα 71,6 δισ. ευρώ, αυξημένος κατά 2,4% σε σχέση με το 2023, ωστόσο χωρίς τα τρόφιμα, τα καύσιμα και τα αυτοκίνητα. Το σύνολο του λιανεμπορίου είχε τζίρο 26 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 1,8% σε σχέση με τον προηγούμενο χρό

Συν τοις άλλοις, πρόσθεσε, ο τζίρος των επιχειρήσεων λιανεμπορίου, χωρίς τρόφιμα, καύσιμα και αυτοκίνητα, που τηρούν διπλογραφικά βιβλία, δηλαδή των μεγάλων επιχειρήσεων, ανήλθε σε 12,8 δισ. ευρώ, με αύξηση 5,5%. Αντίθετα ο τζίρος των επιχειρήσεων λιανεμπορίου, χωρίς τρόφιμα, καύσιμα και αυτοκίνητα, που τηρούν απλογραφικά βιβλία – δηλαδή των μικρών επιχειρήσεων– ανήλθε σε 13,2 δισ. ευρώ, μειωμένος κατά 1,5% σε σχέση με το 2023.

Με δυο λόγια, παρότι το 2024 το λιανεμπόριο ως σύνολο είχε μια περιορισμένη, πληθωριστικού χαρακτήρα αύξηση του τζίρου κατά 1,8% (υπολειπόμενη όμως του πληθωρισμού), οι πρόσθετοι τζίροι πήγαν αποκλειστικά στις μεγάλες επιχειρήσεις (5,5%), ενδεχομένως γιατί λόγω μεγέθους ευνοούνται περισσότερο από την ανάπτυξη των ψηφιακών πωλήσεων, ενώ αντίθετα οι μικρές έχασαν πωλήσεις.

Αποκλίσεις προφανώς υπήρξαν και ανάμεσα στις διάφορες περιοχές της χώρας, με τις τουριστικές περιοχές (βόρειο Αιγαίο, Αττική) να έχουν ανάπτυξη τζίρου 2,5-3% και να τα πηγαίνουν πολύ καλύτερα από τις μη τουριστικές περιοχές (δυτική Ελλάδα, δυτική Μακεδονία) που σημείωσαν απώλειες.

Τέλος, υπήρξαν ορισμένες κατηγορίες προϊόντων που είχαν αύξηση πωλήσεων. Αυτές ήταν τα καλλυντικά (12%), που συνδέονται με τον τουρισμό, τα προϊόντα που πωλούνται σε υπαίθριες αγορές και παζάρια (7,9%) και τα μεταχειρισμένα είδη (7,7%), με την άνοδο των δύο τελευταίων αυτών κατηγοριών να εκτιμάται ότι οφείλεται στις χαμηλές τιμές τους, καθώς φαίνεται ότι τις επιλέγουν περισσότερο τα νοικοκυριά λόγω οικονομικής ασφυξίας. Αντίθετα, τη μεγαλύτερη μείωση τζίρου (-7,5%) είχαν οι ηλεκτρικές συσκευές, ίσως λόγω της απουσίας επιδοτούμενων προγραμμάτων, και οι συσκευές ήχου και εικόνας (-7,1%), ίσως και λόγω άρνησης των νοικοκυριών να δώσουν πλέον χρήματα για ακριβά καταναλωτικά αγαθά.

«Κενά τζίρου» σε μια «αγορά λιανικής που υπολειτουργεί»

Την πρώτη εβδομάδα των χειμερινών εκπτώσεων το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ πραγματοποίησε την ετήσια έρευνά του με θέμα για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών το 2024. Στόχος ήταν να καταγραφούν οι επιπτώσεις του πληθωρισμού στο εισόδημα, στις δαπάνες και στην καταναλωτική συμπεριφορά των νοικοκυριών. Και βέβαια η έρευνα έδειξε ότι τίποτα δεν άλλαξε σε σχέση με πέρυσι κι ότι η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να φυτοζωεί, με έξι στα δέκα νοικοκυριά να δηλώνουν πάλι ότι ο μισθός τελειώνει στις 19 του μήνα και μόνο τέσσερα στα δέκα τα βγάζουν πέρα έως την τελευταία μέρα του.

Στην ίδια έρευνα επτά στα δέκα νοικοκυριά δήλωσαν ότι οι αυξήσεις στα τρόφιμα τα υποχρεώνουν να περιορίζουν τις δαπάνες για άλλες ανάγκες και έξι στα δέκα ότι οι δαπάνες για τους λογαριασμούς του σπιτιού και τα είδη διατροφής συνεχίζουν να αυξάνονται. Γι’ αυτούς τους λόγους, τέσσερα στα δέκα νοικοκυριά είπαν ότι μειώνουν τις εξόδους τους για ψυχαγωγία και τις αγορές σε ρούχα και παπούτσια.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Στην κοινωνία υπάρχει μια πλειονότητα νεόπτωχων, αφού, ακόμη κι αν σημειώνεται ανάπτυξη, υπάρχει άνιση κατανομή της ευημερίας μέσω του υψηλού πληθωρισμού. Ενδεχομένως ο πληθωρισμός από πέρυσι να υποχώρησε, όμως στην τετραετία 2021-24 οδήγησε συνολικά σε αυξήσεις της τάξης του 25-30% σε όλα τα βασικά αγαθά και τις υπηρεσίες. Αντίθετα, το ίδιο διάστημα, λόγω του πολέμου που έκανε η κυβέρνηση Μητσοτάκη στις συλλογικές συμβάσεις, ο μέσος ονομαστικός μισθός πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα αυξήθηκε μόνο κατά 7,3% και σε πραγματικούς αποπληθωρισμένους όρους μειώθηκε κατά -6,3%.

Σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση 2024 του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, ο μέσος πραγματικός μισθός στην Ελλάδα είναι ο τρίτος χαμηλότερος στην ΕΕ των 27. Είναι μάλιστα 20% χαμηλότερος έναντι του αντίστοιχου προσαρμοσμένου μισθού του 2009, ενώ οι τιμές των ακινήτων και των ενοικίων, ιδίως στην Αττική, έχουν ξεπεράσει τα επίπεδα του 2009, οι λογαριασμοί του ρεύματος έχουν υπερδιπλασιαστεί και οι τιμές των βασικών τροφίμων έχουν διπλασιαστεί.

Αποτέλεσμα; Αρνητικός πρωταθλητισμός της Ελλάδας –μεταξύ άλλων– και στο κόστος στέγασης. Εχουμε φτάσει πλέον στο σημείο τα νοικοκυριά στην Ελλάδα να καταβάλλουν το 35,2% του εισοδήματός τους για ενοίκιο σπιτιού, ρεύμα και θέρμανση, έναντι 19,7% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, όπως ανακοίνωσε τον Ιανουάριο η Eurostat. Αν όλα τα λεφτά φεύγουν σε ενοίκιο, ρεύμα ή τρόφιμα, πώς να ψωνίσεις ρούχα, παπούτσια και ηλεκτρονικά;

«Θύμα της παγιωμένης ακρίβειας στην ενέργεια, διατροφή και στέγαση φαίνεται να είναι για άλλη μια φορά η αγοραστική κίνηση των φετινών χειμερινών εκπτώσεων» σχολίασε κάνοντας τον απολογισμό των χειμερινών εκπτώσεων ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ Βασίλης Κορκίδης.

«Από τα πρώτα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στο ξεκίνημα του 2025, προέκυψαν μεγάλη άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου αλλά και ανατιμήσεις στα τρόφιμα, ενώ σταθερά ανοδικά κινήθηκαν και τα ενοίκια. Με τον πληθωρισμό να διαμορφώνεται τον Ιανουάριο ανοδικά στο 2,7%, η μόνη μηνιαία μείωση που καταγράφεται είναι αυτή του δείκτη στην ομάδα ένδυσης και υπόδησης, κατά -23%, λόγω των τακτικών χειμερινών εκπτώσεων. Ωστόσο, από τις υψηλότερες ετήσιες αυξήσεις τιμών καταγράφεται στον δείκτη της ομάδας ένδυσης και υπόδησης με 5,4%, επιβεβαιώνοντας τους λόγους της συγκρατημένης κατανάλωσης. Κενά στον τζίρο εμφανίζει και ο κλάδος αυτοκινήτων, όπου παρά τις μεγάλες εκπτώσεις από τις αντιπροσωπείες οι ετήσιες πωλήσεις μειώθηκαν κατά 16,4%» επισήμανε ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ και συνέχισε: «Η αλήθεια είναι ότι η αγορά λιανικής “υπολειτουργεί”, με μόνο τους τέσσερις στους δέκα καταναλωτές να θέλουν και να μπορούν να ανταποκριθούν στα κίνητρα των ελκυστικών τιμών των εκπτώσεων. Μία εβδομάδα πριν από την ολοκλήρωση των χειμερινών εκπτώσεων φαίνεται να έχουν δημιουργηθεί “κενά τζίρου” σε πολλές κατηγορίες καταναλωτικών αγαθών, καθώς και σε πολλά μικρά μεμονωμένα εμπορικά καταστήματα. Οι αναγκαστικές αλλαγές στις αγοραστικές συνήθειες και μάλιστα εν μέσω πληθωριστικών πιέσεων, αντί να στρέφουν το ενδιαφέρον των καταναλωτών στις εκπτωτικές τιμές προκειμένου να περιορίσουν τις δαπάνες τους, έχουν περιορίσει τη χρήση των εκπτωτικών περιόδων σε σχέση με το παρελθόν».

ΠΗΓΗ Documento

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας