Συντηρητισμός VS Ριζοσπαστισμός (Μέρος 5ο)

131

Η συντήρηση ως επαναστατική προοπτική

Συμβιβάζεται άραγε πρακτικά ή θεωρητικά, μια συντηρητική στάση ή πολιτική επιλογή με την έννοια της αριστεράς;

Στο επίπεδο του υπό αμφισβήτηση σήμερα (αν όχι υπό συνειδησιακή αποδόμηση), συλλογικού υποκειμένου της κοινωνικής τάξης των θυμάτων της εκμετάλλευσης, ο συντηρητισμός χαρακτηρίζει την ελάχιστη βάση ταξικής συλλογικής συσπείρωσης, που, τουλάχιστον στην μαρξίζουσα θεωρία, αντανακλούσε την αυθόρμητη, μεταρρυθμιστική και μάλλον συντηρητική πολιτική συνείδηση των χειμαζόμενων λαϊκών μαζών. Αποτελούσε τρόπον τινά, αυτή ακριβώς η συντήρηση, την απολύτως απαραίτητη συνδικαλιστικού τύπου προϋπόθεση ή έστω, «τρεϋντγιουνιστική» συνεκτική βάση για κάθε μετέπειτα προσπάθεια μετάβασης σε ένα υψηλότερο, επαναστατικό επίπεδο συλλογικής πολιτικής συνείδησης και πράξης. Με άλλα λόγια, όπως ακριβώς η «ταξική πάλη» είναι εδαφοποιημένη και όχι ανεδαφική- και όπως κατά συνέπεια, η αριστερά είναι εξ ορισμού πατριωτική, (αλλιώς δεν μπορεί να είναι ούτε διεθνιστική, αλλά απλώς μια εκτός τόπου και χρόνου κοσμοπολίτικη μικροαστική ιδεολογία), έτσι, για τους σοσιαλιστές τουλάχιστον, σε ορισμένες περιόδους υποχώρησης των λαϊκών κινημάτων, αυτή ακριβώς η «ταξική πάλη» καθίσταται και η μόνη, συγκυριακά έστω, αλλά πραγματικά, συντηρητική αντίπαλος των αστικών εκσυγχρονισμών και ριζοσπαστισμών. Δεν πρόκειται καθόλου για τα ψιλά, αλλά για τα «χοντρά γράμματα» της μαρξίζουσας πολιτικής κοινωνιολογίας, έστω και αν ο ίδιος ο Μαρξ στην εποχή του, σε αντίθεση με άλλους στοχαστές και φιλοσόφους (όπως αργότερα ο Πολάνυι), αλλά συνεπής με το μοντέλο ανάλυσης του ιστορικά προοδευτικού ρόλου της αστικής τάξης του 19ου αιώνα καθώς και με το επαναστατικό πολιτικό όραμα του, απαξίωσε τις λουδίτικες λαϊκές αντιδράσεις των τότε εργαζομένων στη βιομηχανική επανάσταση και στη μηχανοποίηση της παραγωγής…

Υποκαθιστώντας όμως το κοινωνιο-πολιτικό πεδίο της ταξικής πάλης από το κοινωνιακό- εκείνο δηλαδή που συναρτάται μεθοδολογικά στις εξατομικεύσεις, στις μειονοτοποιήσεις και στα ιδεολογήματα του νομικού δικαιωματισμού, υποκαθιστώντας συνεπώς το επαναστατικό πολιτικό πρόταγμα του αριστερού ριζοσπαστισμού (δηλαδή την εν δυνάμει κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και της ελευθερίας συλλογικά, από τους εκάστοτε σκλάβους και τα θύματα της κοινωνικής εκμετάλλευσης), από το νομικά αφηρημένο και προσχηματικό όραμα ενός «δικαιότερου κόσμου ίσων ευκαιριών αυτοπραγμάτωσης του καθενός», εντός ενός ιστορικά συγκεκριμένου και αντικειμενικά όλο και πιο άνισου πραγματικού κόσμου, αυτή η δήθεν αριστερά έχασε και τη δυνατότητα να διανοείται και να κατανοεί τον προοδευτικό δυναμισμό που, σε ορισμένες ιστορικές περιστάσεις, μπορεί να διαθέτει η συντήρηση των συνεκτικών συλλογικών συνειδήσεων και των ιστορικών κεκτημένων. Παράλληλα, με την επίκληση του παραπάνω μαρξίζοντος «αντι-λουδιτισμού», ερωτήματα σχετικά με το ιστορικό νόημα της τεχνο-επιστημονικής «αέναης προόδου», με την εργαλειακότητα κατά την μετάβαση από την βιομηχανική στην ψηφιακή κοινωνία, ή ακόμα με τις ανθρωπολογικές πλέον (και όχι απλώς κοινωνιο-οικονομικές) αλλαγές που συνοδεύουν τα επιτεύγματα της τεχνητής νοημοσύνης και τις φιλολογίες του τεχνητού υπανθρωπισμού (που εύσχημα, αποκαλείται «μετανθρωπισμός»), εγκαταλείπονται ευχαρίστως από τους «μέσους προοδευτικούς» δυτικούς πολίτες, στους σχολαστικούς προβληματισμούς των «ειδικών» και στους ιδεαλισμούς των φιλοσόφων…

Με άλλα λόγια, μαζί με το επαναστατικό όραμα της λαϊκής «αριστεράς» για το μέλλον, κατέρρευσε και το συντηρητικό αντανακλαστικό της διάσωσης «επί του παρόντος» των ιστορικών συλλογικών κεκτημένων που θεωρούνται ασύμβατα με τις επιδιώξεις των «προοδευτικών ελίτ». Χειρότερα ακόμα: χωρίς τις παραδοσιακές της αναφορές στον επαναστατικό δυναμισμό της εργατικής τάξης, είναι πιά σε αυτές ακριβώς τις «προοδευτικές» ελίτ του δυτικού ιδίως κόσμου που η καθεστωτική «αριστερά» αναγνώρισε το ιστορικό καθήκον της ριζοσπαστικής αποδόμησης του (πάντα άδικου, όλο και πιο άνισου) νεότερου παλαιού κόσμου – δηλαδή πρακτικά, το ιστορικό δικαίωμα μιας ριζικά αντιδημοκρατικής διαχείρισης της λαϊκής απόγνωσης και οργής. Το δικαίωμα τρόπον τινά μιας «δικτατορίας του προλεταριάτου», χωρίς προλεταριάτο, χωρίς ιστορικές συλλογικότητες, χωρίς εθνικές ή ταξικές συλλογικές συνειδήσεις. Με μόνες ιστορικά παρούσες, τις νομικά δικαιωματούχες μειοψηφίες που αποκαλούνται «μειονότητες» καθώς και τα περιφερόμενα άτομα που φαντασιώνουν ότι είναι «ίσοι και διαφορετικοί μεταξύ τους, πολίτες του κόσμου»… Στο όνομα της «προόδου που συντελείται» προωθήθηκε άλλωστε από τις «πρωτοπορίες» των μετα-δημοκρατικών «ελίτ» μια νέα μορφή τεχνοφεουδαρχικού δεσποτικού καθεστώτος, η οποία ελέγχει ασφυκτικά την δικαιοσύνη και μέσω αυτής, αμφισβητεί ευθέως στις συντηρητικές λαϊκές μάζες το δικαίωμα να εκλέγουν δημοκρατικά τις κυβερνήσεις που επιθυμούν…

Τίποτα το περίεργο σε αυτά: όπως πολλοί στοχαστές στην ιστορία (θεολόγοι, πολιτικοί φιλόσοφοι, μακιαβελικοί ή μη, νομικοί, αργότερα κοινωνικοί επιστήμονες κλπ.), πολλοί, λίγο ή πολύ, μαρξίζοντες σύγχρονοι «αριστεροί αναλυτές», εντάχθηκαν με το αζημίωτο στις ομάδες των οργανικών διανοούμενων της «αυλής» των απολυταρχικών ή δεσποτικών καθεστώτων της Δύσης ή της Ανατολής. Σε εκείνους δηλαδή τους «οργανικούς διανοούμενους» που «ερμηνεύοντας» υποτίθεται όσο μπορούσαν πιο «αντικειμενικά» τις ιστορικές εξελίξεις, εμμέσως δικαιολόγησαν ως ιστορικά αναγκαία, όλα τα εγκλήματα κατά της φύσης και των ανθρώπινων κοινωνιών, που έλαβαν πάντα χώρα στο όνομα των δικαιωμάτων της εκάστοτε έννομης τάξης έναντι του χάους, της προόδου έναντι της στασιμότητας ή αργότερα, της παγκόσμιας πολιτικής πάλης των θυμάτων της εκμετάλλευσης απέναντι στις ανάλογες, διεθνείς πρακτικές των εκμεταλλευτών τους. Αντίθετα, όσοι πάλεψαν «ενάντια στο ρεύμα», είτε αποσιωπήθηκαν, είτε απλώς τους έφαγε η μαρμάγκα της εκάστοτε πολιτικής ορθότητας. Κοινώς, «τους πήρε ο διάβολος», μαζί με τις περιβόητες αξίες του πολιτισμικά εξαμερικανισμένου ευρωπαϊκού «πολιτικού πολιτισμού»…

Από πού προήλθε όμως η παρατηρούμενη συντηρητική μεταστροφή της δυτικής κοινής γνώμης που τόσο ανησυχεί τους κατά δήλωση προοδευτικούς; Υπήρχαν μέχρι σήμερα- και προφανώς υπάρχουν ακόμα στις νοοτροπίες των σύγχρονων δυτικών πολιτών, πολλά στερεότυπα αφηρημένου και εξατομικευμένου δικαιωματισμού, συμπεριληπτικού ανιστορισμού και αντιπατριωτισμού- δηλαδή κοσμοθεωρητικού ριζοσπαστισμού εκβιαστικά εμφυτευμένου στις συνειδήσεις (χωρίς περιττές «συνωμοσιολογίες», φαίνεται ότι κάτι αμερικάνικοι οργανισμοί πολιτισμικο-πολιτικής διείσδυσης – όπως η USAID – έχουν κάνει πολλή δουλειά):

Ο «μέσος δυτικός άνθρωπος» όλο και πιο συχνά αισθάνεται ότι έχει γίνει μειοψηφία στην ίδια τη χώρα του. Πρόκειται για ένα σχεδόν ασυνείδητο και εκλογικευμένο από την ισχύουσα πολιτική ορθότητα, πολιτισμικά και πολιτικά απωθημένο συναίσθημα περιθωριοποίησης, το οποίο περιλαμβάνει το σύνολο των δυσάρεστων ή ταπεινωτικών αναπαραστάσεων του συλλογικού ιστορικού εαυτού. Πρόκειται επίσης για έναν εφιάλτη που βιώνεται καθημερινά από «άυπνους» αυτόχθονες, «μέσους» δυτικούς πολίτες, που νιώθουν συχνά το «έδαφος να χάνεται» σχεδόν στην κυριολεξία κάτω από τα πόδια τους, μαζί με την αίσθηση του συγκεκριμένου, τις παραδόσεις, την κοινή λογική, τον στοιχειώδη έλεγχο των ανηλίκων του άμεσου κοινωνικού τους περιβάλλοντος, της περιουσίας τους (ιδιωτικής ή δημόσιας), της καθημερινής τους ασφάλειας ή της δυνατότητάς τους να προγραμματίζουν το μέλλον τους με κάποια σιγουριά. Οι άνθρωποι αυτοί, προκειμένου ωστόσο να μην στιγματιστούν ως «αμόρφωτοι», πολιτικά και πολιτισμικά καθυστερημένοι, «ακροδεξιοί» κλπ., συμμορφώθηκαν ως τώρα όπως μπορούσαν με τις πολιτικά ορθές υποδείξεις του καθεστώτος. Μέχρι σήμερα τουλάχιστον, είχαν εσωτερικεύσει τον αφόρητο πόνο και τη δυσφορία τους, σε σημείο μάλιστα που ο «προοδευτικός τους καλός εαυτός» να αρνείται ακόμα και την ύπαρξη παρόμοιων δυσάρεστων και «σκοτεινών» συναισθημάτων. Με ένα κάποιο μηχανισμό επιλεκτικής αμνησίας, χαρακτηριστικό του γενιτσαρισμού, έμαθαν να αντιστρέφουν ριζοσπαστικά την πραγματικότητα, ώστε να ελιτοποιούνται φαντασιακά και ιδεολογικά, κατ’ εικόνα και ομοίωση των προβεβλημένων προτύπων σκέψης και συμπεριφοράς. Πέραν της αυτο-συντήρησής τους, αποδέχτηκαν λόγου χάρη ως δείγμα ιδεολογικής προόδου τους, το πολιτισμικό και πολιτικό αντι- ρωσικό μένος, που ενέχει προφανώς τον κίνδυνο ενός νέου παγκοσμίου πολέμου μεταξύ τής νατοϊκής δύσης και της ευρασιατικής ανατολής. Για αρκετές δεκαετίες ταύτισαν την σχιζοφρενική οικειοφοβία με τον δήθεν αντι- ρατσισμό. Ζήτησαν από τους πανοπτικούς μηχανισμούς επιτήρησης του υπό παγκοσμιοποίηση, πολιτισμικά «ουδέτερου» δήθεν κράτους, να τους προστατεύσουν από την ανομία και το χάος των εξατομικευμένων «ανοικτών κοινωνιών», γνωρίζοντας προφανώς ότι οι άνθρωποι που σε προστατεύουν ψυχρά, συμβατικά, χωρίς συναισθηματικές επενδύσεις, «αγάπες» και οικειότητες, απαιτούν ως αντάλλαγμα την υποταγή σου για την θεσμική προστασία που σου παρέχουν….

Όταν τα πράγματα, με την έξαρση των ανισοτήτων και τα παραληρήματα της «ατζέντας woke» έφτασαν στο σημερινό απροχώρητο, άρχισαν ωστόσο να εκδηλώνονται σε όλο πάνω κάτω το δυτικό κόσμο, ορισμένες «αντανακλαστικές» κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις. Πώς άραγε όμως θα εκφραστεί κάποια στιγμή η ορμητική «επιστροφή του απωθημένου» στις συλλογικές δυτικο-ευρωπαϊκές συνειδήσεις; Είναι άραγε ο «τραμπισμός» μια προσωρινή παράβαση της ισχύουσας πολιτικής ορθότητας, μια παρένθεση, τρόπον τινά ένα «ιουλιανό διάλειμμα», ή αντίθετα ένας εθνοκεντρικός μετριασμός του ακραίου φιλελεύθερου ριζοσπαστισμού που οργανώνει παγκοσμίως την μετάβαση στον μετανθρωπισμό και την τεχνοφεουδαρχία; Πρόκειται για ερωτήματα που προς το παρόν, είναι δύσκολο να απαντηθούν.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας