Η σχεδόν προεξοφλημένη τέταρτη μείωση επιτοκίων του ευρώ για το 2024 θα είναι ίσως η λιγότερο σημαντική απόφαση που θα πρέπει το ΔΣ της ΕΚΤ στις 12 του μήνα, αν, εν των μεταξύ, καταρρεύσει και η Γαλλική Κυβέρνηση αδυνατώντας να ψηφίσει τον προϋπολογισμό των περικοπών ύψους 60 δισ. για το 2025.
Αν η κυβέρνηση του Μισέλ Μπαρνιέ καταρρεύσει μέσα στην εβδομάδα, η ΕΚΤ θα πρέπει να αποφασίσει ένα πλάνο δράσης για να απενεργοποιήσει την “βόμβα” χρέους των 1,3 τρισ. ευρώ, η οποία, διαφορετικά, θα εκραγεί μέσα στον επόμενο χρόνο. Το ποσό αυτό είναι τα κεφάλαιο που θα πρέπει να αντλήσουν από τις αγορές οι χώρες της Ευρωζώνης για να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους. Ο κίνδυνος είναι ότι το τεράστιο αυτό ποσό – σχεδόν διπλάσιο από το αντίστοιχο του 2024 – θα αναζητηθεί από τις αγορές, εν μέσω μιας κλιμακούμενης κρίσης εμπιστοσύνης για το ευρώ, με τη γερμανική οικονομία να παραπαίει επιβραδύνοντας το σύνολο της Ευρωζώνης, μέσα σε ένα περιβάλλον υψηλών – ακόμη – επιτοκίων και ενώ ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ κ. Ντόναλτ Τράμπ έχει κάνει ξεκάθαρες τις προθέσεις του να ξεκινήσει ένα εμπορικό πόλεμο με την ΕΕ.
Αν στην εξίσωση αυτή προστεθεί και η Γαλλία, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, η οποία την πιο κρίσιμη στιγμή θα αναγκαστεί να συρθεί σε πρόωρες εκλογές, το σκηνικό για το ευρώ θα γίνει ακόμη πιο δυσοίωνο. Αν σκεφτεί κανείς ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες του γαλλικού χρέους φτάνουν για το 2025 τα 350 εκατ. ευρώ (όσο περίπου είναι το σύνολο του χρέους της Ελλάδας), καταλαβαίνει κανείς ότι η ΕΚΤ δεν θα έχει να αποφασίσει μόνο για μια ακόμη μείωση επιτοκίων, αλλά για πολύ περισσότερα θέματα.
Τούτο, με δεδομένο ότι η επισήμανση με την μορφή “αστείου” που κυκλοφόρησε τις περασμένες μέρες, ότι πλέον η Γαλλία δανείζεται ακριβότερα από την Ελλάδα (τουλάχιστον για την διάρκεια των 5 ετών), θα επεκταθεί σταδιακά σε όλη την καμπύλη των ομολόγων της. Αυτό δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη και την δεύτερη περισσότερο υπερχρεωμένη χώρα της Ευρωζώνης, την Ιταλία, η οποία επίσης δανείζεται με επιτόκια υψηλότερα από τα Ελλάδα εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο. Ενδεικτικά, θα μπορούσε να αναφέρει κανείς ότι η γειτονική μας χώρα θα χρειαστεί περίπου 400 δισ. από τις αγορές για να εξυπηρετήσει το χρέος της, ενώ η Ελλάδα θα έχει ένα δανειακό πρόγραμμα που δεν θα ξεπεράσει τα 8 -10 δισ. ευρώ.
Τα διλήμματα της ΕΚΤ
Από όλα αυτά γίνεται φανερό ότι πλέον η ΕΚΤ δεν αρκεί μόνο να καθορίσει μια πολιτική μείωσης επιτοκίων για τον επόμενο χρόνο. Θα χρειαστεί να βάλει ξανά στο τραπέζι ένα σχέδιο εκτάκτου ανάγκης, ώστε να μπορεί να παρέμβει και να αποτρέψει ανεξέλεγκτες καταστάσεις στην αγορά χρήματος, η οποία και χωρίς τον κίνδυνο που έρχεται από τη Γαλλία θα είναι αναμενόμενα δύσκολη τον επόμενο χρόνο.
Μια επιπλέον δυσκολία θα είναι ότι αυτή την φορά η Κεντρική Τράπεζα του Ευρώ δεν θα κληθεί να στηρίζει τα ομόλογα των χωρών του Νότου, τα οποία πλέον έχουν μια πολύ ομαλή πορεία, με πιο σαφές δείγμα τα ομόλογα της Ελλάδας, τα οποία τιμολογούνται από τις αγορές δύο βαθμίδες πάνω από την επίσημη πιστοληπτική θέση της χώρας. Θα πρέπει πλέον να στηρίξει, τα ομόλογα της δεύτερης και της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης. Τούτο ενώ τα επιτόκια του Ευρώ βρίσκονται ακόμη στο 3% δηλαδή πάνω από την ανάπτυξη των χωρών αυτών που μετά βίας ξεπερνάει το 1%.
Όλα αυτά επιφορτίζουν την ΕΚΤ να βρει τις απαραίτητες λεπτές ισορροπίες, οι οποίες θα επιτρέπουν αφενός να αναστέλλει τις πληθωριστικές πιέσει από τους επερχόμενους δασμούς Τραμπ και αφετέρου, να αποτρέψει μια νέα κρίση χρέους για την Ευρωζώνη που θα οδηγούσαν σε παράταση της οικονομικής στασιμότητας ή και ύφεση.