του Δημήτρη Βασιλείου
Όλοι θα έχετε δει ή διαβάσει για τους “εορτασμούς” των ογδόντα (80) χρόνων από την απελευθέρωση των κρατουμένων του Άουσβιτς. Και ποιοι “γιόρτασαν” εκεί; Κυρίως αυτοί που είχαν συμμετοχή, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, στην δημιουργία και αυτού του στρατοπέδου θανάτου! Τους απογόνους αυτών που απελευθέρωσαν το Άουσβιτς τους απέκλεισαν!
Σίγουρα έχετε δει ή διαβάσει για τους επικείμενους “εορτασμούς”, στη Μόσχα, των ογδόντα (80) χρόνων από την μεγάλη αντιφασιστική νίκη στον Β΄Π.Π. Θα “γιορτάσουν” οι απόγονοι των νικητών, του Κόκκινου Στρατού δηλαδή, τον οποίον έχουν, ιστορικά και ιδεολογικά, αποκηρύξει! Θα απουσιάσουν οι απόγονοι των “συμμάχων”, πιθανώς γιατί ντρέπονται για την συμμετοχή των προγόνων τους στην μεγάλη αντιφασιστική νίκη!
Πέρυσι “γιορτάστηκαν” τα ογδόντα (80) χρόνια της Διάσκεψης του Μπρέτον Γουντς, φέτος θα “γιορταστούν” τα ογδόντα (80) χρόνια της Διάσκεψης της Γιάλτας.
Ελάχιστοι όμως θα θυμηθούν ότι, στις 12 Φλεβάρη 2025, “κλείνουν” ογδόντα (80) χρόνια από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, μιας συμφωνίας “ταφόπλακας” του μεγαλειώδους κινήματος της Εθνικής μας Αντίστασης, μιας συμφωνίας που “έκανε” τους περήφανους αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. να κλαίνε, μιας συμφωνίας που έστειλε χιλιάδες αγωνιστές σε φυλακές, εξορίες και στα εκτελεστικά αποσπάσματα, μιας συμφωνίας – “Αχέροντα” των ωραιότερων ονείρων αυτού του λαού.
Με την “ευκαιρία” λοιπόν των ογδόντα (80) χρόνων από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, σας αφιερώνω το ποίημα που ακολουθεί.
ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΟΙΚΤΙΡΜΩΝ
Βαριές οι ήττες.
Τσακίσαν το μυαλό,
κάναν σμπαράλια την καρδιά,
μα πιο βαρύς
ο πόνος της ζωής
και του φωτός η έλλειψη.
Με πανωφόρι τ’ όνειρο,
σχεδόν κουρελιασμένο,
θαμπό
και ματωμένο,
μεσ’ στους ψυχρούς κι αφώτιστους
δρόμους της οικουμένης,
σύντροφοι, φίλοι τριγυρνούν
και σε πλατείες οικτιρμών,
όπως ο Πέτρος και αυτοί
παλιές ταυτότητες αρνούνται.
Στην αγορά,
τα κίτρινα εγώ τους,
τελάληδες γινήκαν και πουλάνε.
Καθένας και ο πάγκος του,
γεμάτος άχρηστες αντίκες.
Κι όσοι, εκτός της αγοράς
κι απ’ τις πλατείες πέρα,
στα όνειρά μας τ’ άλικα
ψυχή και πάλι δίνουν,
παίρνουν τους δρόμους των καημών,
της πίκρας και των πόνων,
εκεί, όπου ο άνθρωπος
με τ’ όνειρό του γίνετ’ ένα.
Καυτό σαν τη φωτιά, αείζωο,
το όνειρο
του δίκιου και της λευτεριάς,
μιας νέας μέρας η ανάγκη,
περνάει μέσ’ απ’ τα ηφαίστεια
και των κατακλυσμών τα κύματα
και άμεμπτο κι αλώβητο,
βαφτίζεται ξανά,
μεσ’ στων ανθρώπων τις ψυχές,
ίδια και απαράλλαχτα,
όπως στης Στύγας το νερό.
Και ξεκινάει, ξανά, να γνέθει
της επανάστασης τον μίτο.