Η βενζίνη έχει φτάσει σε τιμές-σοκ και δυστυχώς αυτή η αύξηση θα συνεχιστεί, κάτι που ουσιαστικά θα αναγκάσει τους Έλληνες πολίτες να πουλήσουν ή ακόμη και να πετάξουν τα αυτοκίνητα τους.
Άλλωστε αυτό επιτάσσει και η «πράσινη ανάπτυξη» που θέλει να μας επιβάλλει η κυβέρνηση του Κ.Μητσοτάκη. Όπως είπε μιλώντας στην ΕΡΤ ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Πρατηριούχων και Εμπόρων Καυσίμων, Γιώργος Ασμάτογλου η βενζίνη θα φτάσει τα 2,2 ευρώ λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία.
«Πιστεύω ότι πολύ σύντομα η αμόλυβδη θα φτάσει τα 2,2 ευρώ μέση τιμή πανελλαδικά, όπως και στα μεγάλα αστικά κέντρα και στην νησιωτική Ελλάδα ίσως αγγίξει και τα 2,5 ευρώ», είπε χαρακτηριστικά.
Οι διεθνείς τιμές του αργού ανεβαίνουν αλματωδώς και οι αυξήσεις είναι πολύ μεγάλες σε καθημερινή βάση, σημείωσε, την ώρα που στα μεγάλα αστικά κέντρα είναι η τιμή είναι ήδη μια ανάσα από τα 2 ευρώ.
«Θα ξεπεράσουμε και το 2ευρο από τις τιμές που θα πάρουμε σήμερα για αύριο. Πιστεύω ότι αυτή την εβδομάδα θα ξεφύγει πάνω από τα 2 ευρώ στα μεγάλα αστικά κέντρα και γενικότερα η μέση τιμή πανελλαδικά. Αυτή την στιγμή είναι ήδη στα 2,2 στις Κυκλάδες. Το τελευταίο τριήμερο ανέβηκε κατά 0,10 ευρώ η αμόλυβδη βενζίνη, 0,15 ευρώ το πετρέλαιο θέρμανσης, που βρίσκεται στο 1,5 ευρώ πλέον και που και εκεί υπάρχει πρόβλημα καθώς βλέπουμε ότι είναι μειωμένη η αγοραστική δύναμη του Έλληνα καταναλωτή από τις μικρές ποσότητες που παραγγέλνει, ενώ και το πετρέλαιο κίνησης αυξήθηκε κατά 0,18 ευρώ που αποτελεί και κόστος ενέργειας είτε για παραγόμενα προϊόντα ή για υπηρεσίες» επισήμανε ο κ. Ασμάτογλου, υπογραμμίζοντας πως ο κλάδος έχει αρχίσει να βιώνει ύφεση στην κατανάλωση.
Πρόσθεσε ακόμα πως οι πρατηριούχοι έχουν απορροφήσει πολύ μεγάλο μέρος των αυξήσεων από το κέρδος τους.
«Έχουμε μια πολύ μεγάλη αύξηση στο πετρέλαιο θέρμανσης το τελευταίο διάστημα και ανάλογα ακολουθούν όλα τα υπόλοιπα, όπως το ηλεκτρικό ρεύμα που έχει τριπλασιαστεί και για εμάς σαν λειτουργικό κόστος, όπως και το φυσικό αέριο που έχει απογειωθεί» τόνισε ο κ. Ασμάτογλου.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την φτώχεια
Την ίδια ώρα περισσότεροι από 3,5 εκατ. πολίτες απειλούνται από τη φτώχεια στη χώρα μας καθώς τα πενιχρά εισοδήματα που διαθέτει σχεδόν το 40% των πολιτών απειλούνται από το πρωτόγνωρο «τσουνάμι» ακρίβειας και πληθωρισμού.
Το «τρίτο κύμα» επίθεσης στα εισοδήματα την τελευταία δεκαετία (είχαν προηγηθεί η οικονομική κρίση από το 2010 με δραματικές μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις και ακολούθησε από το 2020 το lockdown) απειλεί το 60% των συνταξιούχων και το 40% των εργαζομένων που βρίσκεται κάτω από το όριο της εισοδηματικής ασφάλειας, ενώ κάτω από το όριο της επιβίωσης βρίσκονται ήδη 1,1 εκατ. πολίτες που είναι εγγεγραμμένοι στις λίστες του ΟΑΕΔ, δικαιούχοι ή όχι του (αναξιοπρεπούς) επιδόματος των 400 ευρώ που χορηγείται για μόλις 12 μήνες.
Ήδη η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει σημαντική μείωση της κατανάλωσης, που βέβαια δεν είναι αποτέλεσμα «αυτοσυγκράτησης» των νοικοκυριών ή εκλογίκευσης εξόδων, αλλά πρωτίστως μια συντελούμενη φτωχοποίηση.
Στο όριο της επιβίωσης 1 στους 2 εργαζόμενους
Οι κυβερνητικές κορώνες για τη μικρή αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων το 2021 δεν μπορούν να αποκρύψουν το γεγονός ότι μισθούς έως 800 ευρώ μεικτά παίρνει στον ιδιωτικό τομέα σχεδόν 1 στους 2 εργαζόμενους, κι αυτό παρά το γεγονός ότι ο περασμένος χρόνος είχε οριακό θετικό πρόσημο για την απασχόληση.
Σύμφωνα με τα απολογιστικά στοιχεία του συστήματος Εργάνη που προκύπτουν από τις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις των επιχειρήσεων, το 2021 395.115 άτομα (18,26%) εισέπρατταν έως 500 ευρώ τον μήνα μεικτές αποδοχές. Συνολικά, 1.017.728 εργαζόμενοι (47,04%) λαμβάνουν μισθό που δεν υπερβαίνει τα 800 ευρώ μεικτά. Άρα, σχεδόν ο 1 στους 5 εργαζόμενους αμείβεται με αποδοχές κάτω από 500 ευρώ, και κάτι λιγότερο από ένας στους δύο δεν παίρνει πάνω από 800 ευρώ.
Αντίστοιχα, έως 1.000 ευρώ λαμβάνουν 1.376.032 εργαζόμενοι. Από 1.000 έως 2.000 ευρώ κυμαίνεται η αμοιβή για 610.854 εργαζόμενους. Στα θετικά πάντως είναι το γεγονός ότι οι μισθωτοί που το 2021 αμείβονταν με 900 έως 1.000 ευρώ αυξήθηκαν κατά 8,84%, όπως κατά 11,50% αυξήθηκαν όσοι αμείβονται με 800-900 ευρώ. Τα στοιχεία δείχνουν επίσης άνοδο της τάξης του 10,20% που είχαν οι μισθωτοί με μισθό μεταξύ 600 και 700 ευρώ, κοντά δηλαδή στα όρια του κατώτατου μισθού.