Σε «ΒΒΒ-», από «ΒΒ+», αναβάθμισε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας η Standard & Poor’s ορίζοντας παράλληλα σε σταθερές τις προοπτικές επαναξιολόγησης 12-18 μηνών (trend), επιβεβαιώνοντας πλήρως το Βankingnews, που εγκαίρως είχε αναφέρει ότι ο αμερικανικός οίκος θα επιτρέψει την εκπλήρωση του πολυπόθητου εθνικού στόχου της επενδυτικής βαθμίδας.
Εν προκειμένω αξίζει να σημειωθεί πως αυτή η διαδικασία είναι απλώς επικοινωνιακό τρικ χωρίς αντίκρισμα, αφού η οικονομία μας σε κανένα παραγωγικό τομέα δεν έχει να επιδείξει σημάδια ριζικής ανάκαμψης και χρειάζεται παντού υποστήριξη.
Ως εκ τούτου, κακώς κάποιοι περίμεναν την αξιολόγηση της S&P ως μάννα εξ ουρανού, αφού είναι μια ανούσια και παρωχημένη επικοινωνιακού τύπου δήθεν επιβράβευση της υπερδανεισμένης χώρας μας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, τα δημόσια οικονομικά βελτιώνονται, λόγω των προσπαθειών δημοσιονομικής σύγκλισης, ενώ από την κρίση του 2009-15 έχει καταγραφεί σημαντική πρόοδος στην αντιμετώπιση των οικονομικών και δημοσιονομικών ανισσοροπιών.
Οι πρόσθετες δομικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με τα κεφάλαια της ΕΕ, θα στηρίξουν ισχυρή ανάπτυξη έως το 2026 και τη συνεχιζόμενη μείωση του χρέους.
Η σταθερή προοπτική αντανακλά τους κινδύνους που ελλοχεύουν στο εξωτερικό περιβάλλον, και οι οποίοι θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ανοιχτή οικονομία της Ελλάδας, παράλληλα με την προσδοκία ότι οι επίμονοι στόχοι για την επίτευξη πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων θα συνεχίσουν να μειώνουν τον δείκτη του χρέους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να υποβαθμιστεί εάν η δημοσιονομική απόδοσή της και οι εξωτερικές ανισορροπίες, όπως το αυξημένο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, επιδεινωθούν περισσότερο του αναμενομένου.
Επίσης, θα μπορούσε να υπάρξει αναβάθμιση, εάν ο λόγος του καθαρού δημόσιου χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ υποχωρήσει σε επίπεδα που ευθυγραμμίζονται με αυτά των ομολόγων κρατών.
Σύμφωνα με την S&P, αυτό θα προκύψει ως αποτέλεσμα του συνδυασμού σταθερών πρωτογενών πλεονασμάτων για παρατεταμένη περίοδο, διαρθρωτικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων, που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, και της εις το έπακρον αξιοποίησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Μεταρρυθμίσεις
Η σημαντική εξυγίανση που έχει επιτευχθεί έχει θέσει την Ελλάδα σε σταθερά βελτιωμένη δημοσιονομική τροχιά.
Υποστηριζόμενη από ταχεία οικονομική ανάκαμψη, η ελληνική κυβέρνηση μπόρεσε να πετύχει αλλά και να ξεπεράσει τους δικούς της δημοσιονομικούς στόχους, παρά τη σταδιακή αύξηση των μεταβιβαστικών πληρωμών και των κοινωνικών παροχών.
Όπως επισημαίνει η S&P, «αναμένουμε από την κυβέρνηση να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 1,2% του ΑΕΠ το 2023, υπερβαίνοντας τον στόχο του 0,7% – ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το δημοσιονομικό κόστος που επιφέρουν οι πρόσφατες πυρκαγιές και τις πλημμύρες.
Για την περίοδο 2024-2026 προβλέπουμε μέσο πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 2,3% επί του ΑΕΠ.
Κατά τη γνώμη μας, οι πολιτικές πιέσεις πιθανότατα θα περιπλέξουν την ικανότητα της κυβέρνησης να παρουσιάσει μεγάλα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα, και αυτό θα μπορούσε να επιβραδύνει την πρόοδο στη μείωση του χρέους κατά τα τελευταία έτη του ορίζοντα πρόβλεψής μας».
Πάντως, όπως επισημαίνει ο αμερικανικός οίκος, οι βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν το περασμένο καλοκαίρι έδωσαν απόλυτη πλειοψηφία στη Νέα Δημοκρατία (ΝΔ), οπότε η σαφής εντολή και η αποφυγή ενός δυνητικά ασταθούς συνασπισμού επιτρέπουν στην κυβέρνηση να συνεχίσει να τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες.
Σε κάθε περίπτωση, μεταξύ άλλων προσπαθειών για την ενίσχυση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας, απαιτείται η αντιμετώπιση του ακόμη μεγάλου κρατικού χρέους της Ελλάδας μέσω κατοχύρωσης της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και η υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στη Δικαιοσύνη και την Υγειονομική περίθαλψη.
Δημοσιονομικά…
Στη συνέχεια, λέει η S&P, «εκτιμούμε ότι το καθαρό ελληνικό δημόσιο χρέος θα μειωθεί στο 146% περίπου του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του έτους, γεγονός το οποίο θα αποτελέσει αξιοσημείωτη βελτίωση σε σύγκριση με το 189% του ΑΕΠ το 2020.
Αυτό το αποτέλεσμα αντανακλά κάπως την επίδραση του πληθωρισμού, αλλά κυρίως βαρύνουν η ταχεία οικονομική επέκταση μετά την πανδημία και η θεαματική δημοσιονομική εξυγίανση.
Περαιτέρω, παρότι το χρέος παραμένει υψηλό, το προφίλ του είναι ένα από τα πιο ευνοϊκά μεταξύ των κρατών που αξιολογούμε.
Η μέση σταθμισμένη λήξη του ήταν 19,7 έτη στο τέλος Ιουνίου 2023 και οι πληρωμές τόκων καταλαμβάνουν επί του παρόντος ένα σχετικά μέτριο 5,7% επί των εκτιμώμενων εσόδων της γενικής κυβέρνησης.
Ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ανταλλαγής επιτοκίων διευκολύνει τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης – μια κατάσταση που ενθαρρύνεται από τα πολύ μεγάλα ρευστά περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας (που εκτιμώνται σε περίπου 37,2 δισ. ευρώ, ή 17% του ΑΕΠ, τον Οκτώβριο του 2023).
Από την άλλη, όπως και άλλες μικρές ανοιχτές οικονομίες, η Ελλάδα παραμένει εκτεθειμένη στους μεταβαλλόμενους ανέμους της παγκόσμιας οικονομίας.
Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται κίνδυνοι όπως πιθανή οικονομική επιβράδυνση που μπορεί να επηρεάσει τους τομείς του Τουρισμού ή της Ναυτιλίας, ή άλλη μια ξαφνική άνοδος των τιμών στην Ενέργεια.
Τέτοιου είδους εξελίξεις ίσως να επιβραδύνουν τη βελτιωμένη δυναμική των πιστωτικών δεικτών της ελληνικής οικονομίας.
Πάντως, οι αξιολογήσεις μας εξακολουθούν να περιορίζονται από το υψηλό ακόμη δημόσιο χρέος και την αδύναμη εξωτερική θέση της Ελλάδος».
Οι μεγάλες επενδυτικές ροές και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη
• Ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ θα μειωθεί το 2023, αν και θα παραμείνει πάνω από τους αντίστοιχους της ζώνης του ευρώ στο 2,5%, κυρίως χάρη στις επενδύσεις και τον τουρισμό.
• Αναμένουμε ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να υλοποιεί διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα στηρίξουν μεσοπρόθεσμα οικονομικά και δημοσιονομικά αποτελέσματα.
• Μετά από μια επιτυχημένη προσπάθεια επανεκλογής, η κυβέρνηση υπό την ηγεσία της ΝΔ έχει απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και είναι απίθανο να αντιμετωπίσει σημαντικά νομοθετικά εμπόδια στην εφαρμογή της πολιτικής της ατζέντας».
Υπενθυμίζεται πως η ελληνική κρίση χρέους (2009-2015) πυροδότησε μια μακρά περίοδο οικονομικής ύφεσης και θεσμικής αστάθειας, που συνοδεύτηκε από οξεία περίοδο υποεπένδυσης, καθώς οι συνεχείς εναλλαγές κυβερνήσεων μείωσαν τις δαπάνες για την υγεία, την εκπαίδευση και τις υποδομές.
Μέχρι το 2019 η κατάσταση είχε βελτιωθεί καθώς οι άμεσες ξένες επενδύσεις (συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες) ανέκαμψαν, ενώ η επιχειρηματική εμπιστοσύνη ενισχύθηκε ταχέως, σε συνδυασμό με την πρόοδο που επιτεύχθηκε σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική εξυγίανση και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων της φορολογικής συμμόρφωσης, της αγοράς εργασίας, της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και της δικαστικής μεταρρύθμισης.
Η ανάκαμψη από την κρίση χρέους και, στη συνέχεια, η πανδημία του COVID-19 έδωσαν ώθηση στις επενδύσεις και προσέφεραν εμπιστοσύνη στην οικονομία.
Η ταχεία ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών έφερε σημαντική πρόοδο στη μείωση της φοροδιαφυγής και στην απελευθέρωση άλλων αποτελεσμάτων στον δημόσιο τομέα.
Οι ισχυρές επιδόσεις του Τουρισμού, της Ναυτιλίας και της Μεταποίησης τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με την εξυγίανση του τραπεζικού τομέα μέσω της πώλησης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, κόμισαν πρόσθετες επενδύσεις.
Επιπλέον, η ανάπτυξη του ΑΕΠ της Ελλάδας αποδείχθηκε ανθεκτική απέναντι στις καταστροφικές πυρκαγιές και πλημμύρες το 2023.
«Δεν αναμένουμε ότι αυτά τα κλιματικά φαινόμενα θα επηρεάσουν ουσιαστικά την ελληνική οικονομική ανάπτυξη, λόγω του εξαιρετικά εντοπισμένου και χρονικά περιορισμένου χαρακτήρα των γεγονότων».
Τα κλιματικά δεδομένα υψηλής συχνότητας υποδηλώνουν μόνο κάποια οριακή χαλάρωση της εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι οι πληγείσες περιοχές αντιπροσωπεύουν μικρό μέρος της οικονομικής δραστηριότητας.
Περαιτέρω, ο S&P προβλέπει αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,5% το 2023 – ποσοστό, σε γενικές γραμμές, σύμφωνο με την οικονομική επέκταση 2,4% που παρατηρήθηκε το α’ εξάμηνο του έτους.
Ο τουριστικός τομέας τα πάει ιδιαίτερα καλά.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα είχε το καλύτερο α’ εξάμηνο σε ό,τι αφορά τις νέες αφίξεις από τότε που άρχισαν να καταγράφονται, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τις εισπράξεις των πρώτων επτά μηνών από τα Ταξίδια και τις Μεταφορές, που ήταν 18% πάνω από την αντίστοιχη περίοδο το 2019.
Αυτή είναι η ταχύτερη ανάκαμψη μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών τουριστικών προορισμών.
Η διεύρυνση των επενδυτικών ροών, η βελτίωση των αποτελεσμάτων της αγοράς εργασίας (η ανεργία αναμένεται να μειωθεί στο 9,2% το επόμενο έτος από το ανώτατο όριο του 28,2% το γ’ τρίμηνο του 2013) και οι υποστηρικτικές πιστωτικές συνθήκες μετά την εξομάλυνση του τραπεζικού τομέα θα υποστηρίξουν την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, η οποία την περίοδο 2024-2026 θα κυμανθεί κατά μέσο όρο στο 2,6%.
Η απουσία σημαντικής σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής θα βοηθήσει, ενώ ο αντίκτυπος της αυστηρής νομισματικής πολιτικής στην ανάπτυξη δεν θα είναι πλέον συσταλτικός.
Η οικονομία της Ελλάδας έχει αναπτυχθεί κατά 26% (σε πραγματικούς και εποχικά προσαρμοσμένους όρους) από το κατώτατο σημείο της, αφότου ξέσπασε η COVID-19 το δεύτερο τρίμηνο του 2020.
Ωστόσο, η παραγωγή παραμένει περίπου 22% κάτω από την κορυφή της (πριν από την κρίση του δημοσίου χρέους, το β’ τρίμηνο του 2007).
Αν και τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών πριν από το 2010 δεν είναι πλήρως συγκρίσιμα επειδή έχουν διαφορετικό έτος βάσης, αυτό υποδηλώνει πως υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.
Ταμείο Ανάκαμψης
Οι βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν τον Μάιο και τον Ιούνιο στις αρχές του τρέχοντος έτους και έδωσαν την απόλυτη πλειοψηφία στο νυν κυβερνών κόμμα της ΝΔ.
Μετά την επαναφορά του συστήματος του μπόνους εδρών, η εκλογική διαδικασία του Ιουνίου έδωσε στη ΝΔ 158 από τις 300 έδρες της Βουλής των Ελλήνων – ο ίδιος αριθμός που πέτυχε και στις εκλογές του 2019.
Το αποτέλεσμα φαίνεται να αποτελεί εντολή για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Στις 31 Αυγούστου 2023, η Ελλάδα υπέβαλε αίτημα τροποποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανθεκτικότητας και Μεταρρυθμίσεων, ζητώντας επιπλέον δάνεια 5 δισ. ευρώ, που συνδέονται με το RePowerEU, μαζί με επιπλέον 795 εκατ. ευρώ, που συνδέονται με νέα μεταρρυθμιστικά μέτρα.
Αυτό θα ανεβάσει τα συνολικά κεφάλαια που είναι διαθέσιμα στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης της ΕΕ (RRF) για την περίοδο 2021-2026, σε 36 δισεκατομμύρια ευρώ (18,2 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιχορηγήσεις και 17,7 δισεκατομμύρια ευρώ σε δάνεια).
Σημειώνεται πως η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη δικαιούχος χώρα του RRF σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας της.
Περισσότερο από το ένα τρίτο των κονδυλίων του RRF προορίζονται για την πράσινη μετάβαση της χώρας, σχεδόν το ένα τέταρτο για την ψηφιοποίηση και το υπόλοιπο για τη στήριξη ιδιωτικών επενδύσεων, την αγορά εργασίας, την υγειονομική περίθαλψη και τη δημόσια διοίκηση, της φορολογικής διοίκησης και των δικαστηρίων συμπεριλαμβανομένων.
Η Ελλάδα υπέβαλε το τρίτο της αίτημα εκταμίευσης κεφαλαίων από το RRF στις 16 Μαΐου 2023, το οποίο θα ξεκλειδώσει χρηματοδότηση 1,72 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ήταν μεταξύ των τριών πρώτων χωρών που υπέβαλε τρίτο αίτημα εκταμίευσης, υπογραμμίζοντας την ισχυρή απορρόφηση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων.
«Κατά τη γνώμη μας, εάν χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, αυτά τα κεφάλαια θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τις διαρθρωτικές οικονομικές βελτιώσεις, να συμβάλουν σε ισχυρότερη ανάπτυξη και να ενισχύσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους στον προβλεπόμενο ορίζοντα» υποστηρίζει η S&P.
Ωστόσο, παρά τις επιτυχείς εκταμιεύσεις, το ποσοστό εκτέλεσης αυτών των κεφαλαίων ήταν μέχρι στιγμής χαμηλό και για αυτό πρέπει να επιταχυνθεί.
Από το 2015, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στη μείωση της φοροδιαφυγής, στην αναμόρφωση των κρατικών επιχειρήσεων, στη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, στο σύστημα αφερεγγυότητας (προπονήσεις δανείων για τις τράπεζες), στη δημόσια υγειονομική περίθαλψη και στη νομοθεσία περί ανταγωνισμού, καθώς επίσης και σε ορισμένες πτυχές του δικαστικό σύστημα.
Ωστόσο, το νομικό σύστημα στην Ελλάδα, με πολύχρονους δικαστικούς αγώνες και αβέβαιη ερμηνεία και επιβολή του νόμου, παραμένει αποτρεπτικός παράγοντας για τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις.
Παρότι συνεχίζεται η ψηφοποίηση της κτηματογράφηση και της οριοθέτηση ακινήτων, δεν είναι καταχωρισμένες όλες οι περιοχές της Ελλάδας στο Εθνικό Κτηματολόγιο.
Επίσης, ο μεγάλος, ευέλικτος και ανταγωνιστικός ναυτιλιακός τομέας περιπλέκει την ανάλυση της ευρύτερης οικονομίας, καθώς από τη μια αντιπροσωπεύει μέτριο ποσοστό επί της απασχόλησης και από την άλλη αντικατοπτρίζει το μεγαλύτερο μερίδιο του εξωτερικού χρέους του μη χρηματοπιστωτικού τομέα.
Αποτελεί επίσης μια μεγάλη συνιστώσα του εξωτερικού δανεισμού και των επενδύσεων μέσω ξένων θυγατρικών.
Προφίλ ευελιξίας και απόδοσης: Τα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού επέστρεψαν στην Ελλάδα μετά την πανδημία, επιταχύνοντας τη μείωση του δημόσιου χρέους
• Η υπεραπόδοση των κρατικών εσόδων έχει δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο και επέτρεψε την επιστροφή των πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων.
Αναμένεται ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα είναι κατά μέσο όρο 0,5% του ΑΕΠ την περίοδο 2023-2026.
• Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας έχει έναν από τους μεγαλύτερους μέσους όρους διάρκειας στον κόσμο, συνοδεύεται από πολύ ευνοϊκό κόστος τόκων, και ως αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος μειώνεται σταθερά από το 2020.
• Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε σημαντικά το 2022 στο 10,3% του ΑΕΠ, καθώς αυξήθηκαν οι εισαγωγές ενέργειας και κεφαλαίων, και αναμένεται ότι θα είναι κατά μέσο όρο 5,8% την περίοδο 2023-2026.
Οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας παραμένουν ισχυρές.
Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο θα φτάσει σε πλεόνασμα τουλάχιστον 1,2% του ΑΕΠ φέτος, παρά το δημοσιονομικό κόστος που συνδέεται με τις πρόσφατες πυρκαγιές και τις πλημμύρες.
Η υπεραπόδοση των εσόδων ήταν θεμελιώδους σημασίας για τη βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης.
Παρότι η Ελλάδα έχει μέχρι στιγμής επιτύχει πρόοδο στην κάλυψη του χάσματος του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) (η διαφορά μεταξύ των εκτιμώμενων εισπράξεων ΦΠΑ και των πραγματικών εσόδων ΦΠΑ, μέτρο φορολογικής συμμόρφωσης), παραμένει χειρότερη από τις ομόλογές της.
Αυτό συνεπάγεται πως υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω αύξηση των εσόδων, αν και ο λόγος των συνολικών κρατικών εσόδων προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι από τους υψηλότερους μεταξύ των κρατών που αξιολογεί η S&P.
Αν και αυτό υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρξει πολιτική πίεση για μείωση των φόρων, αναμένεται ότι το ποσοστό των κρατικών εσόδων στο ΑΕΠ θα μειωθεί σταδιακά, καθώς το ΑΕΠ συνεχίζει να ανακάμπτει στα προ της κρίσης χρέους επίπεδα.
Ο προϋπολογισμός του 2024 που κατατέθηκε προβλέπει περαιτέρω εξυγίανση, με στόχο πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ.
Για να επιτευχθεί αυτό, οι αρχές έχουν ανακοινώσει σχέδια για αυστηρότερη φορολογική συμμόρφωση.
Ωστόσο, μεγάλο μέρος της εξυγίανσης είναι αποτέλεσμα προηγούμενων μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος του 2016 (Νόμος Κατρούγκαλου), που σημαίνει ότι ακόμη και σε ένα σενάριο χωρίς αλλαγή πολιτικής, η δημοσιονομική τροχιά της Ελλάδας θα συνεχίσει να είναι επί τα βελτίω.
Υπό αυτή την έννοια, η κυβέρνηση φαίνεται να έχει περιθώρια ενώ εξακολουθεί να επιτυγχάνει δημοσιονομικούς στόχους για να συνεχίσει τα σχέδιά της για αύξηση των δαπανών το 2024, σύμφωνα με τις προεκλογικές υποσχέσεις, συμπεριλαμβανομένων μέτρων όπως οι μισθοί στο δημόσιο τομέα, οι εφάπαξ αυξήσεις των συντάξεων, ο στοχευμένος φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων, οι ελαφρύνσεις για τις οικογένειες και η αύξηση των χορηγήσεων σε δημόσιες επενδύσεις.
Το χρέος βρίσκεται πλέον σταθερά σε πτωτική τροχιά.
Αφού κορυφωθεί στο 207% το 2020, εκτιμούμε ότι το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί περίπου στο 139% του ΑΕΠ έως το 2026.
Εκτιμούμε ότι περίπου 45 ποσοστιαίες μονάδες αυτής της βελτίωσης θα έχουν πραγματοποιηθεί μεταξύ 2020 και 2023, κυρίως χάρη στην έντονη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.
Ωστόσο, αναμένουμε ότι το αυστηρό δημοσιονομικό καθεστώς της Ελλάδας θα διαδραματίσει αυξανόμενο ρόλο και ήδη αναμένεται ότι οι καθαρές ροές χρέους θα γίνουν αρνητικές έως το 2025.
Τα ταμειακά αποθέματα είναι μεγάλα στην Ελλάδα: ανέρχονται σήμερα σε περίπου 37,2 δισ. ευρώ (17% του ΑΕΠ).
Αφαιρουμένων των ρευστών περιουσιακών στοιχείων, το ακαθάριστο δημόσιο χρέος εκτιμούμε ότι θα μειωθεί στο 125% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2026.
Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης της Ελλάδας παραμένει πολύ χαμηλό, περίπου 1,64% από τον Ιούνιο του 2023.
Ωστόσο, αυτό αρχίζει να αυξάνεται σύμφωνα με το ευρύτερο εφεδρικό επιτόκιο σε όλες τις αγορές.
Το σταθμισμένο μέσο κόστος του νέου δανεισμού εκτινάχθηκε στο 3,3% το πρώτο εξάμηνο του 2023 από 1,3% το 2022.
Η άνοδος των επιτοκίων προκάλεσε αξιοσημείωτη επιδείνωση στο λογαριασμό πρωτογενούς εισοδήματος, το οποίο μετατράπηκε σε έλλειμμα 1,7 δισ. ευρώ από πλεόνασμα 200,0 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο το 2022.
Ο εγχώριος πληθωρισμός αρχίζει να εξομαλύνεται προς τον στόχο της ΕΚΤ κάτω του 2%.
Τους πρώτους εννέα μήνες του 2023 μειώθηκε κατά μέσο όρο στο 4,4% από 9,3% για όλο το 2022.
Οι τιμές της Ενέργειας ασκούν σαφώς αποπληθωριστικό αντίκτυπο στις συνολικές τιμές, αν και δεδομένων των πρόσφατων εξελίξεων στις τιμές του πετρελαίου αναμένεται ελαφρά αντιστροφή αυτής της τάσης για το τελευταίους μήνες του έτους, με τις τιμές να τρέχουν εντέλει με ρυθμό 4%.
«Τελικά, βλέπουμε τον πληθωρισμό να μειώνεται στο 2,1% κατά μέσο όρο την περίοδο 2024-2026».
Στο βαθμό που ο πληθωρισμός παραμένει ευθυγραμμισμένος με τους εμπορικούς εταίρους, η ελληνική ανταγωνιστικότητα παραμένει σε γενικές γραμμές ανεπηρέαστη.
Τραπεζικό σύστημα
Η Ελλάδα έχει αρχίσει να εκποιεί τα διάφορα μερίδιά της στο τραπεζικό σύστημα.
Στις 9 Οκτωβρίου, το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) πούλησε το 1,4% στη Eurobank, αντί 94 εκατ. ευρώ.
Το ΤΧΣ εξακολουθεί να έχει μερίδια στις υπόλοιπες τρεις συστημικές τράπεζες, κατέχοντας το 40,4%, το 27% και το 9% της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, της Τράπεζας Πειραιώς και της Alpha Bank αντίστοιχα.
Δεδομένης της πολύ ισχυρής απόδοσης των μετοχών των ελληνικών τραπεζών το 2023 (ο Δείκτης Τραπεζών FTSE/ATHEX έχει αυξηθεί περίπου 45% φέτος), μαζί με ευρύτερες σαφείς βελτιώσεις στην ποιότητα του ενεργητικού σε όλο το σύστημα (βλ. Δημοσιεύθηκε στις 25 Απριλίου 2023), η S&P θεωρεί ότι τα σχέδια για εκφόρτωση των υπολοίπων μεριδίων έως το 2025 είναι γενικά αξιόπιστα.
Με τη βελτίωση της κατάστασης στο τραπεζικό σύστημα, η ιδιωτική πίστη άρχισε επιτέλους να επεκτείνεται σε καθαρούς όρους, αντιστρέφοντας την τάση συρρίκνωσης του καθαρού δανεισμού από το 2010.
Αυτό εξηγείται εν μέρει από τα δάνεια RFF που διοχετεύονται μέσω του τραπεζικού συστήματος, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό αντικατοπτρίζει την πρόοδο που έχει σημειωθεί μέχρι στιγμής, με αποτέλεσμα την αυξημένη ικανότητα στήριξης της οικονομίας, καταλήγει ο οίκος.